27/01/2015 - Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον - Στ. Καλύβα

    Αθήνα, 27/01/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Σας αναδημοσιεύουμε από το «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Δευτέρας 26/01/2015 το άρθρο του Στ. Καλύβα με τίτλο «Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον».
    Το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον


    Πώς θα είναι ο αυριανός κόσμος; Θα είναι καλύτερος απ’ αυτόν στον οποίο ζούμε σήμερα ή θα αποδειχθεί χειρότερος; Και γιατί πρέπει να μας απασχολεί ένα τέτοιο ερώτημα; Δεν είναι η καθημερινότητα γεμάτη με τις δυσκολίες και τα προβλήματά της; Δεν είναι πολυτέλεια να θέτουμε τέτοια ερωτήματα στο μέσον μιας μεγάλης κρίσης, ερωτήματα άλλωστε που είναι αδύνατον να απαντηθούν αφού ανήκουν στο πεδίο της επιστημονικής φαντασίας;
    Κάθε άλλο! Η ανάγκη να φανταστούμε το μέλλον είναι σύμφυτη με την ανθρώπινη φύση. Γίνεται, μάλιστα, ακόμη πιο επιτακτική όταν το παρόν είναι δυσχερές. Ωραία, αλλά πώς μπορούμε να μιλήσουμε με σοβαρότητα για κάτι το εντελώς άγνωστο; Προφανώς δεν γίνεται να προβλέψουμε το μέλλον. Αυτό όμως δεν σημαίνει πως η άγνοιά μας γι’ αυτό είναι απόλυτη. Η πρόβλεψη του μέλλοντος μπορεί να είναι αδύνατη, είναι όμως δυνατή η επισήμανση των κυρίαρχων τάσεων του σήμερα που θα διαμορφώσουν το αύριο. Προφανώς, δεν μπορεί να αποκλειστεί κάποιο απρόβλεπτο γεγονός που θα άλλαζε απότομα τη ροή της Ιστορίας, όπως π.χ. μια μεγάλη φυσική καταστροφή. Είναι όμως δυνατόν να προσεγγίσουμε τη σχέση παρόντος και μέλλοντος μέσα από μια παραπλήσια σύγκριση: ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν.
    Ο Αμερικανός οικονομολόγος Daron Acemoglu επιχειρεί μια τέτοια σύγκριση και καταλήγει στη διατύπωση δέκα κυρίαρχων τάσεων του παρόντος που θεωρεί πως θα διαμορφώσουν το μέλλον. Ποιες είναι αυτές;
    - Η πρώτη τάση είναι ο θρίαμβος της δημοκρατίας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχαμε τόσο πολλά δημοκρατικά καθεστώτα όσο σήμερα. Οσοι ασκούν κριτική στη σύγχρονη δημοκρατία περιγράφοντάς την ως ατελή ή επίπλαστη, έχουν τη δυνατότητα να τη συγκρίνουν με τα αυταρχικά καθεστώτα που προηγήθηκαν.
    - Η δεύτερη τάση είναι η τεχνολογική επανάσταση, οι εφαρμογές της οποίας επηρεάζουν κάθε πτυχή της καθημερινότητάς μας.
    - Η τρίτη είναι η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη: είμαστε σήμερα κατά μέσο όρο οχτώ φορές πλουσιότεροι από τους προπαππούδες μας.
    - Από την άλλη, όμως, και αυτή είναι η τέταρτη τάση, η ανάπτυξη αυτή διακρίνεται από την ανισοκατανομή της, με αποτέλεσμα την αύξηση του χάσματος που χωρίζει τα πλούσια έθνη (στα οποία ανήκει, ας μην ξεχνάμε, και η Ελλάδα) από τα φτωχά.
    - Η πέμπτη τάση είναι η ριζική μεταμόρφωση της εργασίας, που μετατοπίστηκε αρχικά από τον αγροτικό και κατόπι τον βιομηχανικό τομέα προς τον τριτογενή τομέα, με μια αντίστοιχη αύξηση της ανισότητας ανάμεσα στις αμοιβές των ατόμων με υψηλές δεξιότητες και αυτών με χαμηλότερες.
    - Η έκτη τάση αφορά την επανάσταση στην υγεία που εκφράζεται σε υψηλότερο προσδόκιμο ζωής. Αντίθετα με τον πλούτο των εθνών, στην υγεία παρατηρείται μείωση των ανισοτήτων και παγκόσμια σύγκλιση.
    - Η έβδομη τάση είναι η τεράστια αύξηση του παγκοσμίου εμπορίου, συνέπεια της επανάστασης στις επικοινωνίες.
    - Η όγδοη τάση είναι η τεράστια μείωση των πολέμων και της βίας.
    - Η ένατη τάση είναι η λεγόμενη «επανάσταση των δικαιωμάτων», που οδήγησε ανάμεσα σε άλλα στη χειραφέτηση των γυναικών και πιο πρόσφατα την αναγνώριση των δικαιωμάτων των ομοφυλοφίλων - αλλά και στον αντίποδά της, την ανάδυση αντιδραστικών ιδεολογιών όπως ο Ισλαμισμός.
    - Τέλος, η δέκατη τάση είναι η ραγδαία αύξηση του παγκόσμιου πληθυσμού αλλά και των πόρων που απαιτούνται για τη συντήρησή του, με ταυτόχρονη όμως πίεση στο φυσικό περιβάλλον.
    Συνολικά, και παρά τις μεγάλες προκλήσεις, ο σημερινός κόσμος είναι πολύ καλύτερος. Ποτέ άλλοτε η ανθρωπότητα δεν είχε καταφέρει να υποφέρει λιγότερο από τις μάστιγες της πείνας, της φτώχειας, της αρρώστιας και του πολέμου.
    Γιατί όμως τα γράφω όλα αυτά; Αφορμή να τα σκεφθώ υπήρξε ένα άρθρο του Σλαβόι Ζίζεκ πάνω στο οποίο έπεσα πρόσφατα και το οποίο δημοσιεύθηκε μεταφρασμένο στην «Καθημερινή» τον περασμένο Μάρτιο, με τίτλο «Ιδεολογική ακαμψία και ελεύθερη αγορά». Με κάπως ασυνάρτητο, είναι αλήθεια, τρόπο, ο Ζίζεκ κατακεραυνώνει απόψεις σαν αυτές του Acemoglu ως αφελείς και πολιτικά ύποπτες. Η δυσπιστία που εκφράζει ο Ζίζεκ είναι βαθιά ριζωμένη στην ελληνική κοινωνία.
    Η επισήμανση πως ο σημερινός κόσμος είναι ο καλύτερος που υπήρξε ώς τώρα θα προκαλούσε στους περισσότερους θυμηδία και ειρωνεία. Η στάση αυτή είναι αφενός αποτέλεσμα μιας ιστορικής πορείας γεμάτης τραγωδίες και δυσχέρειες, αλλά αφετέρου καλλιεργήθηκε συστηματικά από την Αριστερά που θεωρεί, σε πείσμα της πραγματικότητας, πως η πρόοδος είναι αδύνατη στον καπιταλισμό. Η δυσπιστία απέναντι στο μέλλον ενισχύθηκε όπως είναι φυσικό από την κρίση, όμως προϋπήρχε και αναπαράγεται δεκαετίες τώρα. Πρόκειται για ένα πολιτισμικό αντανακλαστικό από το οποίο επιβάλλεται να απαλλαγούμε.
    Ας σημειώσουμε, λοιπόν, πως ο κόσμος αλλάζει και αλλάζει γενικά προς το καλύτερο. Αν δούμε το μέλλον θετικά, χωρίς υπερβολές αλλά ούτε και εκπτώσεις, μπορούμε να προσανατολιστούμε σε μια διαφορετική στάση και να προβληματιστούμε για τη θέση μας ως έθνους σ’ αυτό, αντί να αναλωνόμαστε σε μιαν αέναη όσο και στείρα άσκηση ψυχολογικής μιζέριας και καθημερινού κυνισμού.
    * Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Yale.

    20/01/2015 - "Τα οικονομικά της συστημικής κατάρρευσης" και "Εκλογικά διλήμματα"

    Αθήνα, 20/01/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Αναδημοσιεύουμε από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 18/01/2015 2 άρθρα, το ένα του Μηνά ΑΝΑΛΥΤΗ με τίτλο «Τα οικονομικά της συστημικής κατάρρευσης» και το άλλο των Δ. ΒΑΓΙΑΝΟΥ, Ν. ΒΕΤΤΑ και Κ. ΜΕΓΗΡ με τίτλο «Εκλογικά διλήμματα», μέσω των οποίων κατανοούμε καλύτερα το διακύβευμα και την μεγάλη σημασία που έχει το αποτέλεσμα των προσεχών εθνικών εκλογών για την χώρα μας και τον λαό της.


    Μηνά ΑΝΑΛΥΤΗ -Τα οικονομικά της συστημικής κατάρρευσης
    Η οικονομία αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα: υποσυστήματα - αλληλεπιδράσεις - ατομικές συμπεριφορές κ.λπ.
    Το όλον επιδρά στα μέρη, αλλά και τα μέρη με τη σειρά τους επιδρούν στο όλον του οποίου αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία.
    Αυτή η πολυπλοκότητα είναι σχεδόν ανέφικτο να αποτυπωθεί σε ένα καθαρά αιτιοκρατικό σύστημα, εξ ου και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες έγκυρων προβλέψεων για το πώς θα συμπεριφερθεί η οικονομία στο μέλλον.

    Οσοι αγνοούν αυτήν την πραγματικότητα, είτε αγνοούν τον συστημικό τρόπο λειτουργίας της οικονομίας είτε εθελοτυφλούν, ορμώμενοι από μία μηχανιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι
    προβλέψιμα, άρα ελεγχόμενα.

    Ο 19ος αιώνας, με τον θρίαμβο της μηχανικής αλλά και της κλασικής φυσικής, είχε άμεσες επιπτώσεις στην οικονομική θεωρία, αποκλείοντας από το φάσμα των αναλύσεων τις στοχαστικές διαδικασίες που κυριαρχούν στην πραγματικότητα. Ας μη λησμονήσουμε ότι τόσο ο «homo oeconomicus» όσο και ο οικονομικός σχεδιασμός χωρίς τριβές και συγκρούσεις αποτέλεσαν αυτήν ακριβώς την εφαρμογή της μηχανιστικής προσέγγισης στην οικονομία.

    Ακόμη και σε ένα σύστημα κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας όπως το σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η εφαρμογή των πενταετών οικονομικών πλάνων, που ουσιαστικά επιθυμούσε να εφαρμόσει τη μηχανιστική αυτή αντίληψη, η αποτυχία υπήρξε οικτρή: ελλείψεις παντού, ουρές αναμονής, αναγκαστική αποταμίευση, κρίσεις.

    Θέλοντας, για λόγους ιδεολογικούς, να εξοβελίσουν την αγορά και τις πραγματικές τιμές, δημιούργησαν ένα έκτρωμα που αργά ή γρήγορα ήταν καταδικασμένο να καταρρεύσει, όπως και κατέρρευσε, εξαιτίας των δικών του εσωτερικών αντιφάσεων και αδυναμιών.
    Τόσο στο επίπεδο της μικροοικονομικής όσο και στο επίπεδο της μακροοικονομικής διαχείρισης, το σύστημα λειτουργούσε άναρχα και στον αντίποδα των αρχών του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, οι βασικές αρχές του οποίου βρίσκονται διάσπαρτες στα έργα μιας πληθώρας θεωρητικών της υπεροχής του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, έναντι των δυνάμεων της αγοράς.

    Εν ολίγοις, η εφαρμογή του οικονομικού πλάνου ως υποκατάστατου της καπιταλιστικής αναρχίας και ασυδοσίας των δυνάμεων της αγοράς, αντί να λειτουργήσει ως μέσο συμφιλίωσης μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, υπήρξε η αιτία δημιουργίας και διάχυσης γενικευμένων ανισορροπιών.
    Ο παντογνώστης οικονομικός σχεδιαστής απέτυχε να υποκαταστήσει το αόρατο χέρι της αγοράς, που συνέχισε να λειτουργεί υποτυπωδώς, έστω και σαν μαύρη αγορά.

    Σε τελική ανάλυση το σύστημα απέτυχε, διότι παραβίασε τις βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας: απουσία σεβασμού στη σχετική σπάνι των παραγωγικών πόρων, ανυπαρξία ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος τιμών, απουσία ανταγωνισμού, απουσία σεβασμού στις επιθυμίες του καταναλωτή, λατρεία των ποσοτικών δεικτών, χωρίς αναφορά στην ποιότητα.
    Απέτυχε επίσης, γιατί αντί να δημιουργεί πλούτο για τους πολίτες, δημιούργησε ελλείψεις, τις οποίες προσπάθησε να διαχειριστεί κεντρικά, μέσω του οικονομικού σχεδίου, απλά γιατί η αγορά δεν λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης και ως μηχανισμός εξισορρόπησης προσφερομένων και ζητουμένων ποσοτήτων.
    Κατένειμε, δηλαδή, τις ελλείψεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, διότι δεν μπόρεσε να δημιουργήσει πλούτο.

    Τέτοιου είδους αφελείς και απλουστευτικές προσεγγίσεις κρύβονται δυστυχώς πίσω από εκείνους που επιθυμούν να προσαρμόσουν την πραγματικότητα στις επιθυμίες τους και έτσι ο οικονομικός βολονταρισμός απεδείχθη καταστροφικός δημιουργώντας παντού στερήσεις, ελλείψεις και στρεβλώσεις που οδήγησαν στη μαζική εξαθλίωση ακόμη και σε χώρες προικισμένες με πλούσιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
    Η κατάρρευση επήλθε ως συνέπεια αυτής ακριβώς της ανορθολογικής διαχείρισης και της απουσίας σεβασμού στους απλούς οικονομικούς κανόνες.
    Η δημιουργία ενός τεχνητού σύμπαντος, χωρίς περιορισμούς, συγκρούσεις, ανταγωνισμούς και αμοιβαίους συμβιβασμούς, ένα σύμπαν εικονικής οικονομικής πραγματικότητας, δημιούργησε ταυτόχρονα τις δυνάμεις που το οδήγησαν στη συστημική κατάρρευση.

    Τι μας διδάσκουν τα οικονομικά της κατάρρευσης;
    Μας διδάσκουν ότι η οικονομία έχει τους δικούς της κανόνες, η τήρηση των οποίων πρέπει να γίνεται σεβαστή από όλους. Σε αντίθετη περίπτωση εμφανίζονται συστημικές ανισορροπίες, που πολλαπλασιαστικά τροφοδοτούν μία δυναμική προϊούσας επιδείνωσης των βασικότερων οικονομικών μεταβλητών του συστήματος και οδηγούν αναπόφευκτα στην κατάρρευση.
    Δυστυχώς, ουδέποτε ενδιαφερθήκαμε να δούμε τον συστημικό τρόπο λειτουργίας της οικονομίας μας και έτσι αρκεστήκαμε σε εμβαλωματικές βραχυχρόνιας εμβέλειας παρεμβάσεις, επιρρίπτοντας το κόστος στις επόμενες γενιές.

    Το πολιτικό σύστημα προέταξε τις επιμέρους ψευδομεταρρυθμίσεις, οι οποίες πάντα ευνοούσαν συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, χωρίς εκτίμηση των επιπτώσεών τους στην ευρύτερη οικονομία, που όπως φάνηκε εκ των υστέρων ήταν καταστροφικές.
    Η άγνοια του κινδύνου, την οποία συναντάμε σε πολλές περιπτώσεις στην καθημερινή μας ζωή, αποτέλεσε για τους ασκούντες την οικονομική πολιτική κλασικό τρόπο συμπεριφοράς με καταστροφικές συνέπειες.
    Υπέρμετρος δανεισμός, ελλειμματικά δημόσια οικονομικά, καταναλωτική ευφορία, εκτεταμένη διαφθορά, πελατειακό κράτος, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα συστημικών ανισορροπιών.
    Η πολιτική τάξη φάνηκε ανίκανη να διαχειριστεί τους υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς που παρουσίαζε η οικονομία μετά την είσοδό της στη Ζώνη του Ευρώ και τα απορρέοντα οφέλη, για να προβεί στις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες είχε ανάγκη. Δημιούργησε δηλαδή τις συνθήκες που αναπόφευκτα πυροδότησαν τους μηχανισμούς της κατάρρευσης. Ως εκ τούτου, το ατύχημα ήταν αναπόφευκτο και το υψηλό κόστος, άμεσο και έμμεσο, το πλήρωσε η κοινωνία.
    Τι μάθαμε από τη δική μας κατάρρευση; Σχεδόν τίποτε!
    Πάντα επιρρίπταμε τις ευθύνες στους άλλους. Ετσι ανδρωθήκαμε και έτσι μάθαμε να συμπεριφερόμαστε. Σαν κακομαθημένα παιδιά, που έχουν πάντα δικαιώματα και ποτέ υποχρεώσεις σ’ έναν κόσμο που δικαιωματικά τους ανήκει και που πρέπει να τον κατακτήσουν με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια.

    Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, πολλή πιο πολύπλοκη από τις δικές μας φαντασιώσεις και έτσι φτάσαμε στο σημείο χωρίς επιστροφή.
    Πρέπει επιτέλους να διδαχθούμε από τα λάθη μας και να σταματήσουμε να λειτουργούμε ανεξάρτητα από τους αντικειμενικούς περιορισμούς, οι οποίοι μας επιβάλλονται από ένα δεδομένο οικονομικό πλαίσιο.
    Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε αργά ή γρήγορα το ατύχημα θα επέλθει ξανά, όχι ως συνέπεια κατά τη λαϊκή ρήση της κακιάς στιγμής, αλλά ως αποτέλεσμα της υποτίμησης των συστημικών κινδύνων που υποκρύπτει η άγνοια του κινδύνου στην οικονομία.
    * Ο κ. Μηνάς Αναλυτής είναι δρ Οικονομολόγος, Πανεπιστημίου Poitiers Γαλλίας.

     

    Δ. ΒΑΓΙΑΝΟΥ, Ν. ΒΕΤΤΑ και Κ. ΜΕΓΗΡ  - Εκλογικά διλήμματα
    Oι προεκλογικές συζητήσεις έχουν εστιαστεί σε μεγάλο βαθμό στο θέμα της διαπραγμάτευσης του χρέους με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και τι είδους υποχωρήσεις θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε από αυτούς. Το θέμα των αλλαγών που απαιτούνται στην οικονομία και στους θεσμούς συζητείται πολύ λιγότερο. Είναι όμως το βασικότερο κομμάτι της λύσης.
    Παρά τις προσπάθειες από την αρχή της κρίσης, η απόσταση που μας χωρίζει από τις ανεπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες παραμένει μεγάλη. Για παράδειγμα, η παραγωγικότητα είναι 74% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση δικαστικών διαφορών είναι σχεδόν τριπλάσιος από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, με την Ελλάδα να βρίσκεται τελευταία στη σχετική κατάταξη. Κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν βρίσκεται στα κορυφαία 300 στον κόσμο, με βάση την κατάταξη του Πανεπιστημίου της Σαγκάης, ενώ πληθυσμιακά παρόμοιες χώρες –όπως Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία και Δανία– έχουν δύο ή περισσότερα στα κορυφαία 100. Το ασφαλιστικό σύστημα είναι από τα περισσότερο ακριβά στην Ε.Ε., αλλά συγχρόνως το ποσοστό φτώχειας στους ηλικιωμένους είναι από τα μεγαλύτερα.

    Η ανάλυση όλων των δεδομένων δείχνει ότι οι απαιτούμενες αλλαγές στην οικονομία και στους θεσμούς πρέπει να είναι βαθιές και όχι οριακές βελτιώσεις του υπάρχοντος συστήματος. Το κοινό στοιχείο πολλών από τις αλλαγές είναι η μείωση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, με ταυτόχρονη ενίσχυση της ανεξαρτησίας των κρατικών δομών από την εκάστοτε κυβέρνηση.

    Τα θεσμικά αυτά προβλήματα εμφανίζονται σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, τα ρυθμιστικά βάρη και εμπόδια εισόδου στις ελληνικές αγορές προϊόντων παραμένουν τα μεγαλύτερα μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Οι απολύσεις προσωπικού από τις επιχειρήσεις πρέπει να εγκρίνονται από το υπουργείο Εργασίας αν ξεπερνούν κάποιο όριο, ενώ τέτοιοι περιορισμοί δεν υπάρχουν σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και η Σουηδία, οι οποίες έχουν υψηλή κοινωνική προστασία. Τα ελληνικά πανεπιστήμια εξαρτώνται ασφυκτικά από το υπουργείο Παιδείας, ενώ σε άλλες χώρες υπάρχει ανεξαρτησία των πανεπιστημίων και χρηματοδότησή τους από το κράτος με βάση δείκτες αριστείας.
    Το πρόγραμμα προσαρμογής που η Ελλάδα ακολούθησε από την αρχή της κρίσης περιελάμβανε σημαντικά μεταρρυθμιστικά βήματα που δεν καρποφόρησαν, καθώς και οι ίδιες οι κυβερνήσεις δεν φάνηκε να πιστεύουν στην αναγκαιότητα βαθιών αλλαγών. Οι παλινδρομήσεις σε θέματα απελευθέρωσης αγορών προϊόντων, η διατήρηση της πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος, η υπαναχώρηση της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης και οι απόπειρες παρεμβάσεων στο έργο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων είναι πρόσφατα παραδείγματα.
    Η αντιπολίτευση, από την άλλη πλευρά, όχι μόνο δεν πιστεύει στην αναγκαιότητα αλλαγών που θα φέρουν την ελληνική οικονομία κοντύτερα στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά τις αντιμάχεται, συχνά χωρίς επαρκή κατανόηση του πώς λειτουργούν οι σύγχρονες οικονομίες. Προτάσσει τη λιτότητα ως το βασικό πρόβλημα του προγράμματος προσαρμογής, ξεχνώντας ότι η δημοσιονομική προσαρμογή μέχρι πολύ πρόσφατα αντιστοιχούσε στην εξαφάνιση του πρωτογενούς ελλείμματος, ώστε να μη χρειαζόμαστε επιπλέον δανεικά από τους εταίρους μας, και όχι στην παραγωγή πλεονάσματος, ώστε να πληρώσουμε τα χρέη μας.
    Η μείωση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των κρατικών δομών από πολιτικές παρεμβάσεις θα αυξήσουν την παραγωγικότητα στην οικονομία, αλλάζοντας και τη συνολική δομή των κινήτρων. Το υπάρχον σύστημα δίνει υπερβολικές εξουσίες στους πολιτικούς και επομένως υψηλά οφέλη στους έχοντες πολιτικές διασυνδέσεις. Αυτό δημιουργεί εύφορο έδαφος για διαφθορά, στην οποία η Ελλάδα είναι τρίτη στην Ε.Ε. με βάση τον σχετικό δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε βάρος της αξιοκρατίας.
    Το μέλλον της χώρας, μακροπρόθεσμα, θα κριθεί από το αν τα πολιτικά κόμματα και η κοινωνία κατανοήσουν το εύρος των αλλαγών που απαιτούνται. Αν η Ελλάδα πραγματοποιήσει τις αλλαγές αυτές, τότε θα δημιουργήσει μια ισχυρή σύγχρονη οικονομία. Στην άλλη περίπτωση, η οικονομία θα παραμείνει στάσιμη και είναι πολύ πιθανό η ίδια η Ελλάδα να αποφασίσει να εξέλθει από την Ευρωζώνη αφού δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει την αύξηση της παραγωγικότητας στις υπόλοιπες χώρες.
    Το θέμα του χρέους, πάντως, θα λυθεί σε κάθε περίπτωση. Στην πρώτη περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορέσει να διαπραγματευτεί συναινετικά μια σταδιακή μείωση χρέους με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση των αλλαγών στην οικονομία της, καθώς και οι εταίροι έχουν να κερδίσουν από μια ισχυρή ελληνική οικονομία που θα συγκλίνει προς τις περισσότερο ανταγωνιστικές και ευημερούσες οικονομίες τους. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση του χρέους θα επέλθει είτε μέσω μιας (πραγματικά καταστροφικής και για τις επόμενες γενεές) άτακτης χρεοκοπίας είτε ως αντάλλαγμα για μια συντεταγμένη αποχώρηση από την Ευρωζώνη, με αστάθμητες μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πορεία της οικονομίας.
    * Ο κ. Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics, ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Yale.

    19/01/2014 - "Ψυχαναγκασμός πανικού και μωρίας" και "Ο καρδιοπαθής και ο παχύσαρκος"


    Αθήνα, 19/01/2015  

           ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Αναδημοσιεύουμε από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 18/01/2015 δύο άρθρα, ένα του Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Ψυχαναγκασμός πανικού και μωρίας» και ένα του Στ. Καλύβα με τίτλο «Ο καρδιοπαθής και ο παχύσαρκος», ο οποίος με μία παραβολή ιατρικού περιεχομένου κάνει ευκολότερα αντιληπτή την κρισιμότητα των προσεχών εθνικών εκλογών στην χώρα μας.
    Χρ. Γιανναρά - Ψυχαναγκασμός πανικού και μωρίας
       Στο πολιτικό αλφαβητάρι της ελληνικότητας που μάς άφησε κληρονομιά, ατίμητη και αγνοημένη, ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά», Ικαρος 1990), αποτυπώνει και το βασανιστικό δίλημμα όσων πολιτών ομοφρονούν (ακόμα) με τον ποιητή και θα βρεθούν μπροστά στην κάλπη την ερχόμενη Κυριακή:

      «Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να “κάνεις πορεία” μ’ ένα συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους. Ετσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατούμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα “κοινά” και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια δύναμη».

       Σήμερα η σύγχυση και παραφθορά των «αξιών» (δηλαδή των εκτιμήσεων της ποιότητας και των ιεραρχήσεων της ανάγκης) έχει οδηγήσει την ελλαδική κοινωνία σε τέτοια ασυναρτησία και παραλογισμό, που ακόμα και οι σταθερές των εννοιών έχουν αποσυντεθεί. Ο «πατριωτισμός» είναι καραμέλα στα χείλη καιροσκόπων καραγκιόζηδων ή περιθωριακών τραμπούκων. Για «κοινωνική δικαιοσύνη» μιλάνε οι βασανιστές της φτωχολογιάς και των ανήμπορων: τα συνδικαλισμένα «ρετιρέ», οι άσσοι των «απεργιών κοινωνικού κόστους», τα βλαστάρια των «καλών οικογενειών» που εκδικούνται την ανία τους καίγοντας ή καταστρέφοντας με λύσσα κάθε ίχνος κοινωνικής περιουσίας.

       «Φιλολαϊκή πολιτική» επαγγέλλονται οι προστάτες των πενηντάρηδων (και κάτω) συνταξιούχων, οι φανατισμένοι αρνητές κάθε αξιοκρατίας και κάθε ελέγχου της ποιότητας και της συμπεριφοράς των λειτουργών του κράτους, οι υπερασπιστές της ασύδοτης «πελατειακής» δημοσιοϋπαλληλίας, του ολοκληρωτικού καθεστώτος της διαπλοκής κομμάτων και «νταβατζήδων». Μιλάνε για «προτεραιότητα της παιδείας» αυτοί που παρέδωσαν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά στον κρετινισμό των «κομματικών νεολαιών», αυτοί που ετσιθελικά, με αναίσχυντη φασιστική αυθαιρεσία, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή, δηλαδή το βίαιο τέλος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, γλωσσικής συνέχειας, με μπαϊράκι την καφρική «ιδεολογία της ευκολίας».

       Οι νοσταλγοί του σοβιετικού «παραδείσου» συνεχίζουν να «μάχονται» δήθεν για «ελευθερίες» και «δικαιώματα», με τη νοσταλγία τους να παρακάμπτει ψυχαναγκαστικά τη φρικώδη κακουργία των Γκουλάγκ και της Κολιμά, τα εκατομμύρια των σφαγιασμένων στον βωμό του τρόμου, τη θηριωδία της πιο εφιαλτικής απανθρωπίας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας. Ναι, έχουν ακόμα κόμμα στην Ελλάδα οι νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού της παράνοιας και οπαδοί της δικτατορίας (δήθεν του προλεταριάτου), κόμμα νομιμοποιημένο από τον «εθνάρχη» Καραμανλή – ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να νομιμοποιηθεί σε μια συντεταγμένη κοινωνία η κατάλυση των νόμων, να υποκατασταθεί το κράτος Δικαίου από το «δίκιο του εργάτη», όπως φαντάζεται αυτό το «δίκιο» το κάθε γκρουπούσκουλο μανιακών της βίας και της καταστροφής.

       Αλλά το πολίτευμα στο Ελλαδιστάν είναι η απολυταρχική κομματοκρατία, γι’ αυτό δεν υπάρχει και Σύνταγμα: χάρτης που να οριοθετεί κοινωνικούς στόχους κοινά συμφωνημένους και τη διαφορά των θεσμικών τρόπων για την επιδίωξη των στόχων. Οι κυβερνήσεις κατηγορούνται από τις αντιπολιτεύσεις ότι «έχουν κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο» και ο καταλογισμός είναι τεκμηριωμένος, όχι ρητορικός. Κουρελόχαρτο, επειδή κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος θωρακίζει πληρέστερα την απολυταρχική κομματοκρατία και κάθε αντιπολίτευση, όταν γίνεται κυβέρνηση, επιτείνει την εκδοχή του «κουρελόχαρτου» για να στήσει το δικό της πελατειακό κράτος.

       Συμπληρώνει ο Σεφέρης το κληροδότημα πολιτικής αγωγής του Ελύτη, με ακόμα μεγαλύτερη πίκρα: «Βρίσκω, λέει, πως είναι θλιβερό και βαρύ, καθώς προχωρούν τα χρόνια, να καταλήγω στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε προκόψει ούτε μια γραμμή σε αυτά τα ζητήματα (τα πολιτικά). Κι όταν ένας τόπος δε δείχνει προκοπή μέσα σε σαράντα χρόνια, αυτό σημαίνει πως πέφτει κατακόρυφα».

       Σαράντα εννέα επιπλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Σεφέρης κατέθετε αυτή την πικρή πιστοποίηση (1966). Και η κατρακύλα του τόπου επιτάθηκε ακατάσχετη, πήρε την ταχύτητα χιονοστιβάδας. Φτάσαμε σήμερα σε τέτοιες επιδόσεις θρασύτητας, ώστε να δημιουργεί «καινούργιο» κόμμα διεκδικώντας και πάλι ρόλο στη διαχείριση των κοινών, ποιος; Ο ολίγιστος των Παπανδρέου, από τους κατεξοχήν υπόδικους στις συνειδήσεις για την ολοκληρωτική καταστροφή που ζει η χώρα σήμερα, πρόσωπο - σύμβολο της ανικανότητας και της διεθνούς γελοιοποίησης του ελληνικού ονόματος.

       Τι θα έλεγαν άραγε σήμερα ο Σεφέρης, ο Ελύτης για το πολιτικό μας σκηνικό, τις μακάβριες φιγούρες των αμετανόητων κομματανθρώπων που οδήγησαν, τα τελευταία τρία χρόνια, την Ελλάδα στη διάλυση και στην ατίμωση. Τουλάχιστον δεν τολμούν να ζητήσουν την ψήφο μας όσοι κακούργησαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας για να γιγαντώσουν το πελατειακό τους κράτος. Τη ζητούν όμως αυτοί που για να συντηρήσουν άθικτη τη χλιδή των «νταβατζήδων» και των πραιτωριανών, λήστεψαν τον αποταμιευμένο στα ασφαλιστικά ταμεία και στα ελληνικά «ομόλογα» μόχθο των πολιτών, οδήγησαν τη χώρα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας: στις δέκα επιχειρήσεις να έχουν κλείσει οι οχτώ, η αποβιομηχάνιση να είναι σχεδόν ολοκληρωτική, η ανεργία σωστή κόλαση και ψυχολογικό μαρτύριο για τις μισές (τουλάχιστον) οικογένειες στην Ελλάδα. Η νεολαία να ξενιτεύεται, η εθνική ανεξαρτησία χαμένη, το ελληνικό όνομα ταυτισμένο διεθνικά με τον εξευτελισμό και την ντροπή.

       Ρητορεύουν έξαλλοι σαν νευρόσπαστα οι ένοχοι, πανικόβλητοι μήπως χάσουν τις καρέκλες και βρεθούν στο εδώλιο, αθύρματα μιας αντιπολίτευσης που οι ίδιοι με την παραφροσύνη τους την εξέθρεψαν και τη γιγάντωσαν: μετέτρεψαν ένα συνονθύλευμα από ιδεολογικές θρησκοληψίες σε κόμμα εξουσίας με σαρωτική των πάντων δυναμική.Οι εξελίξεις δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν.
    Στ. Καλύβα - Ο καρδιοπαθής και ο παχύσαρκος
       Βρισκόμαστε μπροστά στις πέμπτες εκλογές μετά το 2006 και ό,τι είναι να γραφτεί γι’ αυτές έχει ήδη γραφτεί. Οπως και οι εκλογές του Ιουνίου 2012, σηματοδοτούν μια τεράστια αβεβαιότητα. Κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για το πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό και οικονομικό τοπίο σε έξι μήνες. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα μιας μεγάλης καταστροφής.

       Δεν θα αναφερθώ επομένως στους οικονομικούς κινδύνους που εγκυμονεί η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως αν συνοδευθεί από αυτοδυναμία (και τη συνακόλουθη ασυγκράτητη αλαζονεία, που ήδη διακρίνεται με μεγάλη ευκρίνεια). Οποιος μπορεί να εκτιμήσει τον κίνδυνο το έχει ήδη κάνει και όποιος δεν μπορεί, δεν πρόκειται, εκτός ίσως και αν τον βιώσει (πιθανά ούτε και τότε, αφού θα επιστρατευτούν οι αιώνιες δικαιολογίες για το ποιος έφταιξε). Θα αρκεστώ μόνο να σημειώσω κάτι που δεν τονίζεται αρκετά: πως με τον συνδυασμό του διαφαινόμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την καταβαράθρωση της τιμής του πετρελαίου και την πτώση του ευρώ, το 2015 θα μπορούσε άνετα να έχει εξελιχθεί σε χρυσή χρονιά για την οικονομία μας εάν δεν είχαμε μπλέξει στη δίνη των εκλογών. Δεν κινδυνεύουμε δηλαδή απλώς, κινδυνεύουμε έχοντας σπαταλήσει μια μεγάλη ευκαιρία. Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είναι τεράστιες ως προς αυτό.

       Και δεν είναι μόνο οι οικονομικοί κίνδυνοι που παραμονεύουν. Οπως είναι γνωστό, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται επικεφαλής ενός ιδιαίτερα ετερογενούς συνασπισμού, που περιλαμβάνει δίκαια ή άδικα οργισμένους, απελπισμένους, αλλά και οπορτουνιστές. Ο κομματικός του μηχανισμός όμως, αυτός που θα διαχειριστεί το κράτος, αποτελείται κυρίως από ιδεολόγους, αρκετοί από τους οποίους είναι εμφανώς φανατικοί. Δεν χρειάζεται να αφεθεί αχαλίνωτη η φαντασία για να αντιληφθεί κάποιος τι μπορεί να σημαίνει η ανάληψη από τέτοιους ανθρώπους κρίσιμων τομέων όπως π.χ. η παιδεία• ιδίως στον βαθμό που μπορεί να αποτελέσουν το μη οικονομικό αντίβαρο για τη μεγάλη οικονομική κωλοτούμπα που ίσως επιχειρηθεί.

       Αντί λοιπόν μιας σχοινοτενούς ανάλυσης για τις εκλογές, θα αρκεστώ σήμερα σε μια μικρή παραβολή. «Το να βάλεις την Ελλάδα στο Μνημόνιο (ή στο ευρώ) είναι σαν να βάζεις έναν καρδιοπαθή να τρέξει μαραθώνιο», μου είπε πρόσφατα κάποιος. Πρόκειται για μια σχετικά διαδεδομένη παρομοίωση, που συνήθως χρησιμοποιείται για να στηρίξει την άποψη πως η Ελλάδα δεν έχει καμία πιθανότητα ουσιαστικής επιβίωσης στο οικονομικό καθεστώς στο οποίο βρίσκεται σήμερα. Η ανατροπή του καθεστώτος αυτού, επομένως, μόνο με βελτίωση ισοδυναμεί, αφού «δεν γίνεται να χειροτερέψουν περισσότερο τα πράγματα», σύμφωνα με μία ακόμη πιο διαδεδομένη αντίληψη. Η διάδοση τέτοιων αντιλήψεων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, στον βαθμό βέβαια που αυτή στηρίζεται σε λογικές διεργασίες και όχι απλά σε έναν τυφλό συναισθηματισμό.

       Αποτελεί όμως η Ελλάδα περίπτωση καρδιοπαθούς; Αν το δεχτούμε, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε πως η χώρα πάσχει από ανήκεστη βλάβη και άρα χρειάζεται μόνιμη θεραπεία και ειδική μεταχείριση. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν προς το καλύτερο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε την παρακμή μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

       Αν όμως η Ελλάδα δεν είναι καρδιοπαθής; Και αν αντί για καρδιοπαθής, ο ασθενής είναι παχύσαρκος; Για πολλά χρόνια, ο άνθρωπος αυτός έκανε μια κακή ζωή με πολλές καταχρήσεις: υπερβολικό φαγητό, ποτό, καθιστική ζωή. Προφανώς ένας παχύσαρκος δεν μπορεί να τρέξει όχι μαραθώνιο, αλλά ούτε καν 100 μέτρα. Για χρόνια όμως, ο άνθρωπος αυτός κορόιδευε την οικογένειά του, δίνοντάς της μάλιστα και ψεύτικα στοιχεία για την κατάσταση της υγεία του, με αποτέλεσμα αυτή σε μια κρίση θυμού να τον στείλει σε ένα ιδιαίτερα σκληρό κέντρο αποκατάστασης με πολύ αυστηρούς γιατρούς και κακούς νοσοκόμους. Η δοκιμασία αυτή τον ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Ψυχολογικά έγινε ράκος και έχοντας και μια έμφυτη ροπή προς την παράνοια, θεώρησε πως για όλα έφταιγε η οικογένειά του. Η σκληρή θεραπεία όμως έφερε αποτελέσματα. Η πρόοδος υπήρξε αξιοσημείωτη και ο ασθενής έχασε πάρα πολύ βάρος. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η απότομη απώλεια βάρους δεν συνοδεύεται από την άμεση ανάκτηση δυνάμεων, κάτι που απαιτεί συνεχή προσπάθεια.

       Ο εξουθενωμένος λοιπόν ασθενής μας βιώνει μια μεγάλη ψυχολογική κρίση και αρνείται να πιστέψει πως η υγεία του έχει βελτιωθεί. Ακόμη χειρότερα, θεωρεί πως η κόπωση που αισθάνεται είναι σημάδι επιθανάτιου ρόγχου. Οπως λοιπόν συμβαίνει αρκετές φορές, ετοιμάζεται να εμπιστευτεί την τύχη του σε έναν κομπογιαννίτη, που του ψιθυρίζει γοητευτικά στο αυτί πως διαθέτει ένα νέο, θαυματουργό φάρμακο το οποίο θα του επιτρέψει όχι μόνο να βρει την υγεία του, αλλά και να επιστρέψει στην παλιά του ζωή, να τρώει δηλαδή απεριόριστα και να μη γυμνάζεται, χωρίς καμία επίπτωση στην υγεία του! Χρειάζεται να περιγράψω τι θα συμβεί αν ακολουθήσει τον δρόμο αυτό;
    * Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

    12/01/2015 - "Πόσο ανίκανοι, πόσο αφερέγγυοι" και "Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι"

    Αθήνα, 12/01/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

     

    Σας αναδημοσιεύουμε από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 11/01/2015 το άρθρο του Χρ. Γιανναρά «Πόσο ανίκανοι , πόσο αφερέγγυοι» και το άρθρο του Στ. Ράμφου «Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι», δύο πολύ σοβαρών και υπεύθυνων αρθρογράφων, στην προσπάθεια μας να αφυπνίσουμε συνειδήσεις επειδή η προσεχής εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμα της, έχει εξαιρετικά κρίσιμη σημασία για το μέλλον της πατρίδας μας και του λαού της.


    Χρ. Γιανναράς – «Πόσο ανίκανοι , πόσο αφερέγγυοι»

    Αυτή τη φορά η προεκλογική περίοδος είναι βραχύτατη, δεν υπάρχει χρόνος για να μελετηθεί μεθοδικά η χάραξη εκλογικής στρατηγικής των κομμάτων. Βέβαια, και όταν υπάρχει χρόνος, η στρατηγική είναι μάλλον είδος άγνωστο στον ελλαδικό πολιτικό βίο, προεκλογικά την αναπληρώνουν «επί χρήμασι» οι επαγγελματίες του εντυπωσιασμού. Τα κόμματα πουλάνε μόνο εντυπώσεις και η οργανωμένη πώληση εντυπώσεων είναι χρυσοπληρωμένο επιτήδευμα άσχετο με την πολιτική. Για τους επαγγελματίες της πλύσης εγκεφάλου των μαζών οι επαγγελίες διακυβέρνησης της χώρας και οι επαγγελίες αποτελεσματικότητας απορρυπαντικών αποβλέπουν στον ίδιο στόχο: Να κερδίσουν πελάτες, όχι να πληροφορήσουν πολίτες.

    Οι πληροφορίες που έχουμε οι ψηφοφόροι για την πολιτική που θα ασκήσουν τα κόμματα αναλαμβάνοντας την εξουσία, είναι συνήθως άκρως ανεύθυνες και αναξιόπιστες: Τα κρατικά ΜΜΕ υπηρετούν, δίχως προσχήματα ή ενδοιασμούς, την κυβερνητική προπαγάνδα και τα ιδιωτικά ΜΜΕ τη «διαπλοκή» των ιδιοκτητών τους με τα κόμματα. Η απολυταρχία των ΜΜΕ μοιάζει να έχει περιορίσει στο ελάχιστο (ή να έχει πλήρως εξαφανίσει) τις δυνατότητες να σχηματίσει ο πολίτης έγκυρη κριτική άποψη για τη σοβαρότητα των κομματικών προεκλογικών επαγγελιών.

    Εχει σημασία για τη διαχείριση της ζωής μας και του μέλλοντος των παιδιών μας η επίγνωση της σχετικότητας πια των εκλογών: Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι όλο και πιο άσχετο με τη λαϊκή βούληση και ανάγκη, είναι δείχτης της επιδεξιότητας των κομμάτων στην απάτη και αφορμή ψυχολογικής εκτόνωσης των πολιτών. Πώς να κρίνουν οι πολίτες και να αξιολογήσουν ποιότητα, όταν η πληροφόρησή τους είναι παγιδευμένη και η κριτική λειτουργία σε ολική έκλειψη από τον κοινό βίο; Οταν δεν υπάρχει πτυχή της συλλογικής μας συνύπαρξης όπου να κρίνεται η ποιότητα, να αξιολογούνται οι ικανότητες και το ήθος, να καταξιώνεται η αριστεία, να τιμάται η ανιδιοτέλεια, γιατί τα κόμματα να αποτελέσουν εξαίρεση; Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα δεν λειτουργεί ούτε καν βιβλιοκριτική, οι βιβλιοκρισίες συναρτώνται από τα ποσά που διαθέτουν οι Εκδότες στον Τύπο για διαφήμιση. Η ένταξη και η εξέλιξη στην πανεπιστημιακή ιεραρχία εξασφαλίζεται, πολύ συχνά, με κριτήρια όχι ακαδημαϊκά. Επίσημες βραβεύσεις και παρασημοφορήσεις έχουν αυτονόητα αποσυνδεθεί από την τιμή που αποδίδει μια κοινωνία στην ανθρώπινη ποιότητα.

    Απομένει, ίσως, ο εξωθεσμικός (περιθωριακού ενδιαφέροντος) λόγος για να τολμάει «ερωτήσεις κρίσεως»: συγκριτικής αξιολόγησης αρχηγών και κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας. Να διερωτάται, λ.χ.: Πόσο δύσκολος πολιτικός αντίπαλος είναι για τον κ. Σαμαρά ο κ. Τσίπρας – και το αντίστροφο. Ποια τα μειονεκτήματα του καθενός και ποιο υστέρημα συνεπάγονται για τη διαχείριση των κοινών. Πώς αξιολογούνται συγκριτικά οι ικανότητες των δύο μονομάχων να εκτιμούν την ποιότητα, να ιεραρχούν προτεραιότητες, να λειτουργούν επιτελικά, να θέτουν ουσιώδεις στόχους και να τους υπηρετούν με συνέπεια αδιαφορώντας για την επιπόλαιη δημοφιλία.

    Η απλή και απροκατάληπτη λογική λέει ότι για τον κ. Σαμαρά ο κ. Τσίπρας είναι εύκολος, πολύ εύκολος αντίπαλος. Ηταν συμπτωματικός αρχηγός ενός συμπιληματικού πολιτικού σχηματισμού καθηλωμένου στο 4,7% της προτίμησης των ψηφοφόρων. Και τον κατέστησαν κόμμα εξουσίας, διεκδικητή της πρωθυπουργίας με εκτίναξη στο 27% της λαϊκής προτίμησης, ποιοι παράγοντες; Μα, ολοφάνερα, η οργή και αγανάκτηση του λαού, η αηδία του για τη χαμέρπεια, την ασυνέπεια, την ανικανότητα του διδύμου Βενιζέλου - Σαμαρά.

     Είναι περισσότερο από φανερό ότι ο κ. Τ. έχει φυσικά προσόντα που ο κ. Σ. τα στερείται. Εχει παρουσιαστικό ηγέτη και λόγο χυμώδη, υποβλητικό, ενώ οι νευροσπαστικές χειρονομίες και η επιτηδευμένη έκφραση είναι το Βατερλώ του κ. Σ. Δεν παύει ωστόσο ο κ. Τ. να είναι ένα τυπικό «παιδί του κομματικού σωλήνα»: χωρίς σοβαρή προετοιμασία και συγκρότηση για την άνοδο σε θέσεις κορυφαίας ευθύνης, χωρίς ωρίμανση σε προσωπικές επιλογές, πολιτικές και κοσμοθεωρητικές, επίπονα συγκροτημένες.

    Αλλά το βασικότερο μειονέκτημα του κ. Τ. είναι ότι βρέθηκε στην κορυφή ενός πολυσυλλεκτικού σχηματισμού χωρίς ραχοκοκαλιά που να τον μορφοποιεί σε κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποπροϊόν διασπάσεων του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα: Των πρώτων εκείνων μαρξιστών που είχαν την οξυδέρκεια και την τόλμη να αποκηρύξουν τον ολοκληρωτισμό του σοβιετικού μοντέλου, χωρίς όμως να έχουν και το κουράγιο να οδηγήσουν την αμφισβήτηση ώς το μεδούλι της κοινής ιστορικο-υλιστικής ραχοκοκαλιάς μαρξισμού και αχαλίνωτου καπιταλισμού.

    Ετσι τα προσωπικά ηγετικά προσόντα του κ. Τ. αχρηστεύονται από τον τρόμο που γεννάει στους σκεπτόμενους πολίτες το αλαλούμ των ποικιλιών ιδεοληψίας του «ριζοσπαστικού» συνασπισμού των συντρόφων του. Τρέμει ο κάθε νουνεχής πολίτης ψάχνοντας στη λίστα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για να φανταστεί ποιος θα μπορούσε να χρισθεί υπουργός Εξωτερικών, ποιος υπουργός Παιδείας, ποιος θα οργανώσει Δημόσια Διοίκηση με προτεραιότητα να τεθεί το κράτος στην υπηρεσία του πολίτη και όχι των αδίστακτων μαφιόζων του «συνδικαλισμού».

    Δυστυχώς, η απλή και απροκατάληπτη λογική λέει, ταυτόχρονα, ότι στην αναμέτρηση των μονομάχων, ο κ. Σαμαράς είναι επίσης εύκολος, πολύ εύκολος αντίπαλος για τον κ. Τσίπρα. Η αναμέτρηση γίνεται μεταξύ μικρών αναστημάτων, που σημαίνει ότι, όποιος κι αν υπερισχύσει, οι προδιαγραφές του αποκλείουν την ελπίδα σωτηρίας της χώρας. Η Ελλάδα ψυχορραγεί και οι δυο «θεραπευτές» που διαγκωνίζονται στο προσκέφαλό της, ποιος θαυματουργικά θα την γιάνει, είναι: ο ένας δοκιμασμένος και αποδεδειγμένα ολίγος ή ανίκανος, ο άλλος αδοκίμαστος και χωρίς εχέγγυα σοβαρότητας.Οικονομολόγοι που σέβονται τον εαυτό τους και την επιστήμη τους, αποδείχνουν με νούμερα το χάος στο οποίο έχει βυθιστεί η ελληνική οικονομία με την ηλίθια, μικροκομματική πολιτική που άσκησε το δίδυμο Σαμαρά - Βενιζέλου στα δυόμισι χρόνια της εξουσίας του. Κι εμείς οι πολλοί, δεν ξέρουμε νούμερα, αλλά ψηλαφούμε γεγονότα: Την ψυχανώμαλη εμμονή να περισωθεί, με οποιοδήποτε τίμημα, το πελατειακό κράτος, να μπουκώνονται ακόρεστα οι χρυσοκάνθαροι «νταβατζήδες», να εξοντώνεται μεθοδικά η «μεσαία τάξη», οι άνθρωποι της τόλμης και της δημιουργίας, η ραχοκοκαλιά της παραγωγικότητας. Ψηλαφούμε το πείσμα του «διδύμου» να αποκλειστεί κάθε ανασύσταση του κράτους με γνώμονα την αξιοκρατία, να μη λυτρωθεί ποτέ ο συνδικαλισμός από την κομματική μαγαρισιά και δυσωδία, να μείνουν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά κάτω από τον ζυγό του πρωτογονισμού των κομματικών νεολαιών.

    Δυστυχώς το αίμα που απαιτούν οι ιστορικές αλλαγές, είναι συνήθως αίμα αθώων. Οχι όσων κακούργησαν αδίστακτα σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων...    
     
    Στ. Ράμφου  - «Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι»
    Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 θα δείξουν πόσο μας ωρίμασε η πεντάχρονη οικονομική κρίσι, τι διδαχθήκαμε από μια δυστυχία την οποία εμείς οι ίδιοι προκαλέσαμε. Αν κρίνω από την στάσι της Αντιπολίτευσης, που ματαίωσε την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και μας ωδήγησε στις κάλπες με μετέωρη την συμφωνία για την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο, η κομματική σκοπιμότητα ακόμα μια φορά υπερίσχυσε του γενικού συμφέροντος. Η φαντασίωσι της εξουσίας και το άγχος της ανυπομονησίας επεκράτησαν, αφήνοντας κραταιό στην ψυχή έναν αποφασιστικό συντελεστή της κακοδαιμονίας μας.

    Παραπατούμε προς τις εκλογές, υπό την πίεσι δύο ισχυροτάτων συναισθημάτων: Του φόβου και του θυμού. Μας ανησυχεί βαθύτατα το ενδεχόμενο μιας καταστροφής την οποία συνεπάγεται η έξοδος από την Ευρωζώνη, ενώ είμαστε θυμωμένοι για το κακό που προκάλεσαν στον τόπο αμαρτωλές πολιτικές ηγεσίες, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίζουμε δικές μας ευθύνες. Στην τελευταία περίπτωσι η παρουσία της λογικής είναι τόσο ισχνή, ώστε να λείπη ο κοινός νους και μαζί του το μέτρο.

    Το μέτρο, που ανεκάλυψαν οι Ελληνες, όμως δεν το κατώρθωσαν ποτέ για λογαριασμό τους, αυτό το μέτρο προσφέρει με τους θεσμούς και με τον τρόπο της η Ευρώπη. Το ιστορικό όφελος που θα έχουν στην ευρωπαϊκή τους θητεία λαοί, όπως οι Βαλκάνιοι, δεν είναι η καθόλου ευκαταφρόνητη οικονομική υποστήριξι, αλλά μια ζωή με κανόνες και νόμους. «Νόμος», έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι «ο άνευ ορέξεως νους», μια σκέψι χωρίς συναισθηματική παρακίνησι. Το αντίθετο δηλαδή από τις φωτογραφικές διατάξεις, με τις οποίες ευτελίζουμε τα νομοθετήματά μας καλλιεργώντας την δυσπιστία συλλήβδην προς το πολιτικό σύστημα και επευλογώντας εν τέλει την ανομία. Εννοείται μ’ αυτό τον τρόπο η κοινωνία μας θα βουλιάζη όλο και περισσότερο στο λαϊκιστικό τέλμα, οι δε κομματικοί αρχηγοί θα παίζουν ρόλους φυλάρχων που αλληλοεξοντώνονται.
    Ποιο από τα δύο συναισθήματα θα επικρατήση στην τρέχουσα συγκυρία; Ενδεχομένως όποιο φέρη τις λιγώτερο παρακινδυνευμένες προσδοκίες. Ολα είναι ανοιχτά. Πάντως όσο η έγνοια του κοινού συμφέροντος βαθαίνει, τόσο ο φόβος της ατομικής τύχης ημπορεί να γυρνά σε ελπίδα για καλύτερη μοίρα όλων μας στην συλλογική προσπάθεια• όσο ο φανατισμός του θυμού φουντώνει επιθετικώτερα, τόσο η παραφορά μπορεί να αποδεσμεύση το ενοχικό του υπόβαθρο, οπότε κινδυνεύει να χάση κάθε επαφή με την πραγματικότητα εν ονόματι ενός νεφελώδους μέλλοντος και να επελαύνη μη αντιλαμβανόμενος πως αυτοκαταστρέφεται.
    Μη καλλιεργούμε αυταπάτες. Μόνο σε ένα τόπο με λόγο υπάρξεως την ενότητα στην αλήθεια μπορούμε να μιλάμε για μέλλον. Με διχασμένη την κοινωνία στην απληστία μας για εξουσία, ματαίως θα υψώνουμε τα λάβαρα της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης: Οι δρόμοι όλοι βγάζουν στο άγνωστο όσο η όρεξι του μέλλοντος επενδύει στην μερικότητα και την ιδιοτέλεια. Αν αφαιρέσουμε την αλήθεια και το μέτρο από την ζωή μας, καταδικάζουμε σε ασφυξία την δικαιοσύνη. Η αλήθεια ανοίγει το μέλλον, αυτή έχει την δύναμι της ανατροπής. Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι.

    Μπορεί οι μέρες να περνούν, όμως δεν «τρέχει» τίποτε. Πράγματι ο πνευματικός απολογισμός πέντε ετών οικονομικής κρίσεως είναι συνταρακτικά φτωχός. Σαν να μην έχη αλλάξει τίποτε μέσα μας! Και πώς ν’ αλλάξη όταν κουκουλώνουμε την αλήθεια μας και δεν ξεκινούμε από το μερίδιο της δικής μας ευθύνης για την ζοφερή κατάπτωσι, αφού «φταίνε μόνο οι άλλοι»; Σ’ αυτό το «φταίνε οι άλλοι» κρύβεται ο νοσηρά «αποενοχοποιητικός» πυρήνας του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός ανακουφίζει κολακεύοντας την ανευθυνότητα ως εσωτερική αδιαφορία και νωθρότητα. Μάλιστα στην περίπτωσί μας μετέτρεψε την δυστυχία της κρίσεως σε άλλοθι, σε αποχρώντα λόγο να μείνουμε αμετανόητοι, ώστε να μην αλλάξη τίποτε. Καλό, πάντως, θα ήταν να το ξέρουμε: Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα αναβάλλονται ή δεν γίνονται όχι τόσο επειδή αντιστέκονται τα διάφορα συντεχνιακά συμφέροντα, όσο διότι αντιστέκεται στην μεταβολή η εσωτερική άρνησι να αναλάβουμε το βάρος της προσωπικής μας ευθύνης.

    Οφείλω επομένως να θέσω το ερώτημα: Οντως δεν έχουν να χάσουν πια τίποτε οι αδικημένοι της κρίσεως με μια πιθανή χρεωκοπία της χώρας μας και με την έξοδό της από την Ευρωζώνη ή έστω με την παραμονή της σ’ αυτήν, χωρίς όμως να εισπράττη ένα ευρώ από τα κοινοτικά κονδύλια ούτε και να δανείζεται; Θα εξακολουθήσουν να έχουν την ίδια νοσοκομειακή, ας πούμε, περίθαλψι; Και ποιο θα είναι το σχολείο, ποιο το μέλλον των παιδιών τους στην καθημαγμένη χώρα όπου θα πρέπη να μεγαλώσουν. Το σκέφθηκαν άραγε καλά οι άνθρωποι αυτοί μέσα στον κατανοητό θυμό τους; Και ποιος εγγυάται ότι ακόμη και με φανταστικό μηδενισμό του χρέους σε μερικά χρόνια δεν θα το ξαναδημιουργήσουμε, όταν εξακολουθούμε να έχουμε τα ίδια μυαλά. Ο τόπος μας θα γιατρευτή όταν επί τέλους εσωτερικεύσουμε την ανάγκη του μέτρου και επωμισθούμε το βάρος των προσωπικών μας ευθυνών. Γιατί δεν υφίσταται μέτρο χωρίς το αίσθημα της ευθύνης. Αλλωστε, το μείζον οικονομικό πρόβλημα δεν είναι η αναδιάρθρωσι του χρέους, είναι η παραγωγική εκείνη δυναμική η οποία βασίζεται σε ένα δημόσιο υγιές, φιλικό εξ ίσου προς την κοινωνία και προς την επιχειρηματική πρωτοβουλία και προσπάθεια, όχι προς τα ελλείμματα. Εως εκεί, καθώς οι συναπαραίτητες δικαιοσύνη που δεν αρνησιδικεί και παιδεία που διαπλάθει ανώτερο ήθος με πνεύμα ανοιχτό και εγρήγορο είναι άλλης φύσεως θέματα.

    Μ’ αυτό το «άλλης φύσεως» υπαινίσσομαι κάτι το οποίο παραπέμπει στην βαθειά πίστι του πολιτικού συστήματος και την εμμονή των θεσμών στην έννοια και την ανάγκη του κοινού συμφέροντος, στην αναγνώρισι της πολιτειακής ενότητος και της κοινωνικής συνοχής ως ορίου για τις πολιτικές αντιπαλότητες και τις ποικίλες διεκδικήσεις των επί μέρους ομάδων και τάξεων. Η πόλωσι του φανατισμού ενεργοποιεί την εσώτατη επιθυμία να αποκλεισθή, αν όχι ν’ αφανισθή, από την πολιτική ζωή και σκηνή ο οχληρός αντίπαλος. Μήπως δεν είναι «οι άλλοι» πατριώτες, όπως συχνά καταγγέλλεται; Μην αμφιβάλη κανείς: Ολοι αγαπούν την πατρίδα, καθείς όμως θεωρεί, ελληνικώτατα, ότι την αγαπά αποκλειστικά και μόνο αυτός!