16/03/2015 - "Αν τολμούσε ο Πρωθυπουργός τα ουσιώδη" και "Από το Grexit στο Grexident"

    Αθήνα, 16/03/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

      Σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 15/03/2015, το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Αν τολμούσε ο Πρωθυπουργός τα ουσιώδη» και το άρθρο του Πασχ. Μανδραβέλη με τίτλο «Από το Grexit στο Grexident», προς ενημέρωση σας.

     

      Αν τολμούσε ο Πρωθυπουργός τα ουσιώδη – Χρ. Γιαννάρα

     

      Η λογική των δανειστών μας απλή, τετράγωνη: Δανειστήκατε, χρωστάτε, θα πληρώσετε. Αφού δεν έχετε χρήματα, θα υποστείτε κατάσχεση: κοινωνικής περιουσίας, εθνικού σας πλούτου. Εναλλακτική προσφορά μας: Να συνομολογήσετε την επιτρόπευση του κράτους σας, τον άμεσο, επιτόπιο έλεγχο της οικονομίας και κάθε πτυχής του κρατικού σας μηχανισμού. Οπως γίνεται πάντοτε σε κάθε χώρα νικημένη: Θα είσαστε υπό κατοχήν, όχι από στρατό κατοχής, από «θεσμούς».

       Εξόφθαλμα δεδομένη η αδυναμία-ανημπόρια μας να αντισταθούμε: Δεν έχουμε ερείσματα αντίστασης, έρμα πίστης στην αξιοπρέπειά μας, στην Ιστορία μας, σε ποιότητες ζωής που χωρίς αυτές δεν έχει νόημα να υπάρχεις. Γλώσσα, κάλλος της γης μας, Τέχνη των προγόνων μας, λαϊκή βιωματική παράδοση «νοήματος», λογαριάζονται (στην καλύτερη περίπτωση) ρητορικός ρομαντισμός, αερολογία. Αυτό που προέχει στη ζωή μας είναι το χρήμα, χαρά ζωής και νόημα ζωής δίνει μόνο το χρήμα, ο κοινός τρόπος, η οργάνωση και οι προτεραιότητες του βίου δεν αφήνουν περιθώρια για άλλη πρωτεύουσα σκόπευση.

       Βλέποντας ο Μάνος Χατζιδάκις, όταν ζούσε, τον συνεχή βυθισμό του μεταπρατικού μας κράτους στη διαφθορά και στη διάλυση, είχε πει το εκπληκτικό εκείνο: «Να φέρουμε τους Ευρωπαίους να μας κυβερνήσουν, ώστε να μπορέσουμε εμείς να ασχοληθούμε με τα ουσιώδη». Η τραγωδία είναι, σήμερα πια, ότι τα «ουσιώδη» για μας τους συμπτωματικά συμπατριώτες του μεγάλου μουσικού, είναι μόνο η καταναλωτική ευχέρεια, ο πρωτογονισμός της μονοτροπίας ιστορικο-υλιστικών προτεραιοτήτων.

       Ο Αλέξης Τσίπρας έχει τη φρεσκάδα της νιότης και γερό μυαλό. Θα μπορούσε να «πιάσει» τον πολιτικό ρεαλισμό της ρήσης του Μάνου Χατζιδάκι. Να δει καθαρά το δίλημμα μπροστά μας: Ή θα σερνόμαστε, για πολλές δεκαετίες, στα παζαρέματα με τη βαναυσότητα (λογικά τετράγωνη) των δανειστών μας ή θα αλλάξουμε ρότα. Οχι για να διολισθήσουμε σε συνθηματολογίες παλικαρισμού και ρητορικά νταηλίκια για ψυχολογική κατανάλωση, αλλά ρισκάροντας το ρεαλιστικότατο δίλημμα: ή όλα ή τίποτα. Με το «όλα» να σημαίνει τα «ουσιώδη» του Μάνου Χατζιδάκι.

       Θα λέγαμε στους δανειστές μας (με τη γλώσσα της πολιτικής, όχι της επιφυλλιδογραφίας): Ναι, δεχόμαστε να υποστούμε τις συνέπειες της αφροσύνης μας, δεχόμαστε να επιτροπεύεται κάθε κρατική λειτουργία, να κηδεμονεύεται ταπεινωτικά ο βιοπορισμός μας. Με μία μόνο εξαίρεση: Θα μας αφήσετε να διαχειριστούμε την Παιδεία μας. Χωρίς καμουφλαρισμένες επεμβάσεις των μυστικών υπηρεσιών σας, χωρίς να εξαγοράζετε «οργανικούς διανοουμένους» στον τόπο μας, παπαγαλάκια της αρνησιπατρίας, των παραχαράξεων της Ιστορίας, της υπονόμευσης του γλωσσικού μας κληρονομήματος.

       Και όταν λέμε Παιδεία, δεν εννοούμε, βέβαια, τη σχολική μόνο και πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Εννοούμε και τον κοινωνικό έλεγχο των ΜΜΕ: τη θεσμική οργάνωση αυτού του ελέγχου, για να είναι ανυπότακτες σε ιδιωτικά βουλιμικά συμφέροντα η πληροφόρηση και η ψυχαγωγία.

       Γιατί θα ήταν «ελληνική» μια τέτοια απάντηση στον διλημματικό εκβιασμό από τους δανειστές μας; Επειδή απηχεί την ιστορική εμπειρία μας, διδάγματα ρεαλιστικά από το παρελθόν μας: Οταν, το 146 π.Χ., οι Ρωμαίοι κατάκτησαν και την κυρίως Ελλάδα, όπως και το 1453 μ.Χ., όταν οι Τούρκοι εμπέδωναν την κυριαρχία τους στον «μέγα κόσμο» της ελληνορωμαϊκής «οικουμένης» (στην εξελληνισμένη αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης - Κωνσταντινούπολης), οι Ελληνες υποτάχθηκαν στον πολεμικά ισχυρότερο, αλλά δεν παραιτήθηκαν από τον δικό τους «τρόπο», τον δικό τους πολιτισμό. Η δυναμική του ελληνικού «τρόπου» (η ποιότητα της ανταπόκρισης στα «ουσιώδη» των αναγκών του ανθρώπου) κατόρθωσε «ανεπαισθήτως» να αλώσει ένδοθεν τη ρωμαϊκή παντοδυναμία, να καρπίσει, επί χίλια χρόνια, έναν κοσμοπολίτικο πολιτισμό ιστορικής πρωτοπορίας.

       Δεν κατόρθωσε αυτός ο διεθνικός Ελληνισμός την ίδια δυναμική, όταν το 1453 υποδουλώθηκε στους Τούρκους. Οι Τούρκοι είχαν αδιάβροχες αντιστάσεις σε κάθε ενδεχόμενο να επηρεαστούν πολιτισμικά από τους Ελληνες: Είχαν τον πρωτογονισμό της θρησκείας του Ισλάμ (μιας θρησκείας χωρίς μεταφυσική) και καθόλου ή ελάχιστους εθισμούς σε κοινωνικό βίο με όρους ισονομίας και ισοτιμίας. Δεν αφομοιώθηκαν οι κατακτητές από τους κατακτημένους, όπως έγινε με τους Ρωμαίους. Αλλά και δεν εμπόδισαν ολοκληρωτικά τους κατακτημένους να συνεχίσουν, έστω και με συνθήκες εξουθενωτικής σκλαβιάς και φτώχειας, «να ασχολούνται με τα ουσιώδη»: Να παράγουν την έκπληξη ενός λαϊκού πολιτισμού, που τα επιτεύγματά του τα λογαριάζουμε σήμερα κορυφαία σε σοφία και αισθητική: Αρχιτεκτονική, χωροταξία, ποίηση και τραγούδι, φορεσιές, κοινοτικοί και συντεχνιακοί θεσμοί, χοροί, γιορτές, κοινωνική αλληλεγγύη.

      Ο λαϊκός πολιτισμός των υπόδουλων στους Τούρκους Ελλήνων συνέχιζε, οργανικά και γόνιμα, τον ίδιο ελληνικό «τρόπο» που άρδευσε την ανθρώπινη Ιστορία από τον Ομηρο ώς τον Ρωμανό τον Μελωδό και ώς τον «Ερωτόκριτο». Ο «τρόπος» συνόψιζε τα «ουσιώδη» για τους Ελληνες που μπορούσαν να τα καλλιεργούν, δηλαδή να τα χαίρονται, έστω κι αν τους κυβερνούσαν στυγνοί τύραννοι. Σήμερα, το άλλοτε αίτημα του Μάνου Χατζιδάκι μοιάζει ουτοπικό (ή και ακατανόητο), γιατί ο «τρόπος» των Ελλήνων πια δεν λειτουργεί. Κυριάρχησε απόλυτα η εθελοδουλεία του μεταπρατισμού, της ξιπασιάς, του πιθηκισμού των «Ευρωπαίγων», όπως έλεγε ο Μακρυγιάννης.

      Ο Αλέξης Τσίπρας έχει τη φρεσκάδα της νιότης και γερό μυαλό. Εφτιαξε κυβέρνηση επιστρατεύοντας, για πρώτη φορά, κοινωνικές δυνάμεις. Εκανε Πρόεδρο Δημοκρατίας κομματικό του αντίπαλο. Είναι φανερό ότι επιδιώκει, στις κρίσιμες αυτές ώρες, συνεργασίες, συστράτευση έντιμων και αποδεδειγμένα ικανών ανθρώπων. Θα διάβασε, δεν μπορεί, το άρθρο του Στέφανου Μάνου στην «Κ» της περασμένης Κυριακής (8.3.2015). Είναι στη στόφα του η τόλμη, να φωνάξει τον Μάνο και να του πει: «Αυτά ακριβώς που έγραψες στο άρθρο, μπες στην κυβέρνηση, να τα κάνεις πράξη».

       Αν ο Μάνος δεχτεί και τολμήσει, η δόξα θα είναι περισσότερο του Τσίπρα, λιγότερο του Μάνου. Αν δεν δεχτεί ή αν δεχτεί και αποτύχει, τότε τον κοινό έπαινο θα τον εισπράξει και πάλι ο Τσίπρας, που τόλμησε.

       Οι σάπιες φιγούρες του πράσινου και γαλάζιου παρελθόντος δεν ήταν ικανές ούτε καν να φιλοδοξήσουν τέτοια «ουσιώδη» τολμήματα.

     

    Από το Grexit στο Grexident - Πασχ. Μανδραβέλη

     

      «Πώς κυβερνάται ο κόσμος και οδηγείται στον πόλεμο;» αναρωτήθηκε κάποτε ο Αυστριακός συγγραφέας Καρλ Κράους. «Οι διπλωμάτες λένε ψέματα στους δημοσιογράφους κι όταν τα διαβάζουν τα πιστεύουν και οι ίδιοι». Στην Ελλάδα τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα. Οι δημοσιογράφοι λένε ψέματα στους πολιτικούς κι αυτοί, υπό την επήρεια βαριάς τηλοψίας, κάνουν επιπόλαια διαβήματα σε ξένες χώρες. Ετσι ένα μεταφραστικό λάθος που έκαναν τα κανάλια στις δηλώσεις του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε οδήγησε το υπουργείο Εξωτερικών σε διάβημα κατά της Γερμανίας! Σύμφωνα με το «Mega» ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας δήλωσε «το να είναι (ο κ. Βαρουφάκης) τόσο ανόητα αφελής σε θέματα επικοινωνίας του είπα δεν το πιστεύω...» ενώ η πραγματική δήλωση ήταν «Δεν πιστεύω να έγινε (ο κ. Βαρουφάκης) ξαφνικά αφελής στα επικοινωνιακά και του το είπα...».

       Η παραποιημένη αυτή δήλωση προκάλεσε θύελλα. Ο υπουργός Επικρατείας κ. Αλέκος Φλαμπουράρης –που εκτός των άλλων δήλωσε ότι «οι Πολωνοί ήταν σύμμαχοι των Γερμανών στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο»!– απέδωσε τις αντιδράσεις του κ. Σόιμπλε σε «ψυχολογικά προβλήματα των Γερμανών». Ετερος υπουργός, ο κ. Δημήτρης Στρατούλης, χαρακτήρισε τον Γερμανό υπουργό «εμμονικό». Ο αντιπρόεδρος της Βουλής κ. Γιάννης Μπαλάφας είπε ότι ο κ. Σόιμπλε «λυσσάει»• μην αναφερθούμε και στα αρχαιοπρεπή και γεμάτα λάθη ελληνικά του βουλευτή της συμπολίτευσης κ. Κώστα Ζουράρι. Ετσι όμως γεννάται ένα ερώτημα: αν για μια λάθος μετάφραση κάποιας δήλωσης εξαπολύθηκαν τόσοι χαρακτηρισμοί, τι θα γινόταν αν Γερμανοί αξιωματούχοι χαρακτήριζαν ένα Ελληνα υπουργό «εμμονικό», που «λυσσάει» και το ελληνικό κράτος «ληστρικό»; Αντί για διάβημα διαμαρτυρίας θα στέλναμε διακοίνωση για κήρυξη πόλεμου;

       Εχουμε γράψει και παλιότερα ότι η κυβέρνηση δεν έχει σχέδιο για Grexit. Για την ακρίβεια, δεν έχει κανένα σχέδιο. Γι’ αυτό και θα βρεθούμε σε Grexident. «Η αποτυχία της προετοιμασίας είναι προετοιμασία της αποτυχίας» είχε πει κάποιος, και τα καμώματα των κυβερνητικών στελεχών μεγιστοποιούν τις πιθανότητες ενός «ελληνικού ατυχήματος». Υπουργοί έπιασαν στασίδι στα κανάλια και εξαπολύουν μύδρους και συνθήματα κατά του συστήματος, του καπιταλισμού, των Γερμανών, του νεοφιλελευθερισμού, των συνομιλητών τους• και όχι κατ’ ανάγκη με αυτή τη σειρά. Το μόνο που κάνει αυτό τον καιρό η κυβέρνηση είναι να διαχειρίζεται επικοινωνιακά την πραγματικότητα, η οποία είτε εξελίσσεται ερήμην της κυβέρνησης, είτε χειροτερεύει από την προχειρότητα, τις μεγαλοστομίες και το ύφος των στελεχών της.

       Θα το επαναλάβουμε: η Ιστορία δεν συμβαίνει μονομιάς. Παράγεται με τη σώρευση μικρών συμβάντων και μεγάλων παρανοήσεων που καταλήγουν σε εθνικές καταστροφές. Η κυβέρνηση –στριμωγμένη ανάμεσα τις προσδοκίες που έθρεψε προεκλογικά και στην οικονομική πραγματικότητα– καλλιεργεί για αντιπερισπασμό ένα ρηχό αντιγερμανισμό που θα καταλήξει σε βαθύ αντιευρωπαϊσμό. Τα στελέχη της αντί να συμμαζεύουν την κατάσταση που διαρκώς εκτροχιάζεται, κάνουν διαγωνισμό κενής ρητορείας. Μεγαλοεπιχειρηματίες και συγκροτήματα ΜΜΕ, που λόγω επιτήρησης έχασαν τον τροφοδότη λογαριασμό του κράτους, βλέπουν την επιστροφή στη δραχμή ως μόνη διέξοδο σωτηρίας τους. Τα κανάλια καλλιεργούν τον εθνικολαϊκισμό εκ του προχείρου για λίγες μονάδες τηλεθέασης. Οι πολίτες χτυπημένοι από τη λιτότητα και τη χαοτική τηλεοπτική «ενημέρωση» αδιαφορούν για τις συνέπειες της χρεοκοπίας και της ντε φάκτο απομόνωσης της χώρας, η οποία ήδη άρχισε να γίνεται εμφανής.

       Δημιουργούνται ιδανικές συνθήκες για το μεγάλο ατύχημα. Συνέβη πολλάκις στην Ιστορία, αλλά σήμερα, έχοντας προηγούμενες εμπειρίες, θα μπορούσαμε να το αποφύγουμε...

    09/03/2015 - "Ο πρωθυπουργός αγαπά την Ευρώπη" και "Να θιγούν οι φοροδίαιτοι"

    Αθήνα, 09/03/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 

     

        Σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 08/03/2015 το άρθρο του Στεφ. Κασιμάτη με τίτλο «Ο Πρωθυπουργός αγαπά την Ευρώπη» και το άρθρο του Στεφ. Μάνου με τίτλο «Να θιγούν οι φοροδίαιτοι», τα οποία άρθρα  μιλούν για αλήθειες που φοβόμαστε να αποδεχθούμε, αναλύουν την πραγματικότητα με εύστοχο τρόπο και προτείνουν λύσεις για να αποφύγουμε τα χειρότερα που έρχονται .

     

    Ο Πρωθυπουργός αγαπά την Ευρώπη - Στεφ. Κασιμάτη


       Εμείς είμαστε ελεύθεροι να βιώνουμε τις αυταπάτες μας, αλλά οι εταίροι με τους οποίους διαπραγματευόμαστε βλέπουν την Ελλάδα ως συνέχεια. Βλέπουν, συγκεκριμένα, ότι οι εκλογές και το αποτέλεσμά τους (η «δημοκρατική εντολή» που επισείει η κυβέρνησή μας) ήταν για την Ελλάδα ένα πρόσχημα μήπως και πείσει τους κουτόφραγκους να σβήσουν τα συμφωνηθέντα για να πάρουμε την υπόθεση πάλι από την αρχή. Αυτό ήταν όλο κι όλο το σχέδιο της κυβέρνησης: να θέσει το ζήτημα εξ αρχής σε πολιτική βάση. Οπως ξέρουμε, απέτυχε παταγωδώς• και, επίσης, «Σχέδιο Β΄» ούτε υπήρχε ούτε υπάρχει.
       Ωστόσο, δεν είναι καθόλου παράδοξο ότι, μετά την επιθετική δήλωση του πρωθυπουργού προς την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την περασμένη Παρασκευή, η κυβέρνηση δείχνει να επανέρχεται στο σχέδιο που ήδη απέτυχε και επιχειρεί ξανά να θέσει το ζήτημα σε πολιτική βάση. Δεν χρειάζεται σοφία για να μπορεί ο καθένας να αντιληφθεί ότι η στάση της κυβέρνησης οφείλεται στην απελπισία της. Δοκίμασε την πατροπαράδοτη μέθοδο «δίνουμε λόγια, δώστε λεφτά», αλλά νομίζω το έκανε από αμηχανία, επειδή κάτι έπρεπε να κάνει και, τέλος πάντων, δεν μπορούσε να μένει στήλη άλατος.
       Αυτό το παιχνίδι όμως τελείωσε για τους εταίρους: το ευρώ δεν είναι χαβαλές και, προφανώς, το κόστος του εμπαιγμού της Ευρωζώνης από ένα μέλος της που αρνείται να συμμορφωθεί με τους γενικούς κανόνες δεν μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον• γι’ αυτό και κλείνουν τη στρόφιγγα της ρευστότητας. Οτι οι εταίροι σκληραίνουν τη στάση τους είναι ένδειξη –καλύτερα, προειδοποίηση– ότι δεν έχουν σκοπό να διαιωνίζουν την ύπαρξη μιας τρύπας στο σύστημα, έστω και αν αυτή λέγεται Ελλάδα και αγωνίζεται στο όνομα του μέλλοντος όλων των λαών της Ευρώπης. Μέσα σε ένα μήνα μόλις, η κυβέρνηση Τσίπρα βρέθηκε στη θέση της κυβέρνησης Σαμαρά και μάλιστα με πολύ μικρότερα περιθώρια ελιγμών. Το δίλημμα, λοιπόν, που τίθεται για την κυβέρνηση έχει ως εξής: ή με τους εταίρους, τα λεφτά τους και τους όρους τους ή χωρίς τους όρους τους, χωρίς τα λεφτά τους και χωρίς τους εταίρους. (Το τελευταίο ίσως ακούγεται υπερβολικό, αλλά δεν είναι: ούτως ή άλλως, για τα λεφτά τους τους θέλαμε και πάντα τους αντιμετωπίζαμε με την πλαστή και εύθικτη ανωτερότητα του μειονεκτούντος...)
       Τι μπορεί να μας σώσει από τη λάθος απάντηση, στην οποία μπορεί να μας σπρώξει η πληγωμένη περηφάνια; Πάντως όχι η δεδηλωμένη και ομολογημένη αγάπη του κ. πρωθυπουργού για την Ευρώπη. («Αγαπώ την Ευρώπη και δεν θέλω Grexit», ήταν η σχεδόν σπαρακτική δήλωση του Αλ. Τσίπρα την περασμένη Παρασκευή.)
       Ο πρωθυπουργός μπερδεύει δύο πράγματα και αυτό είναι αναμενόμενο και εν μέρει κατανοητό εκ μέρους του. Η Ευρώπη που αγαπά είναι η Ευρώπη που καταναλώναμε ως προϊόν στα χρόνια της πλαστής ευμάρειας με τα δανεικά. Η Ευρώπη την οποία βλέπαμε στις διήμερες ή τριήμερες «αποδράσεις». (Και η εποχή της αστακομακαρονάδας επέβαλε τη δική της πολιτική ορθότητα στη γλώσσα...) Η Ευρώπη που, ακόμη και όταν ταξιδεύαμε σε αυτήν, τη βλέπαμε μέσα από την απόσταση ασφαλείας της μικρής Ελλάδας που μεταφέραμε μέσα μας και γύρω μας. Ηταν μια Ευρώπη χρήσιμη κυρίως ως ένα ωραίο σκηνικό για τον δικό μας μικρόκοσμο. Χρήσιμη, επίσης, για να ψωνίζουμε ωραία πράγματα, να ψωνίζουμε στυλ και ενίοτε τίποτε ιδέες, εφόσον μας βόλευαν.
       Αυτή η Ευρώπη –η Ευρώπη με την οποία είχαμε μια, κατά βάση, «καταναλωτική» σχέση– δεν ξέρω στ’ αλήθεια πόσο μας ωφέλησε. Είναι αξιοσημείωτο ότι, στα χρόνια της συμμετοχής μας στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, η γλωσσομάθεια στις νεότερες γενιές αυξήθηκε, το Erasmus έδωσε την ευκαιρία στα παιδιά να δουν πώς λειτουργεί έξω η Ανωτάτη Παιδεία, επίσης αυξήθηκε εντυπωσιακά ο αριθμός των νέων που σπουδάζουν έξω, αλλά και εκείνων που απλώς ταξιδεύουν για αναψυχή με μια άνεση αδιανόητη για την μόλις προηγούμενη γενιά. (Π.χ., ποιος φανταζόταν προ τριακονταετίας ότι στις μέρες μας κάθε επαρχιακό σχολείο θα είχε τη δυνατότητα να κάνει την πενθήμερη στη Ρώμη;) Μας άλλαξαν καθόλου αυτά τόσα χρόνια; Κρίνοντας από τη σταθερά  αυξανόμενη  δύναμη του εθνολαϊκισμού  που  βλέπουμε όλοι  να συμβαίνει, ας μου επιτραπεί να αμφιβάλω. Οπως και αν έλθουν τα πράγματα όμως, αυτή η Ευρώπη, στην οποία θα μπορούμε να σβήνουμε τη δίψα μας για κατανάλωση, θα υπάρχει για πάντα. Με τη διαφορά, βέβαια, ότι στην Ελλάδα της δραχμής αυτοί που θα την απολαμβάνουν θα είναι πολύ λιγότεροι. Επομένως, ο πρωθυπουργός μπορεί να αγαπά όσο θέλει την Ευρώπη ― η αγάπη του είναι αβλαβής για αμφότερες τις πλευρές.
       Το Grexit όμως αφορά μία Ευρώπη από την οποία μας χωρίζει πραγματικό χάσμα, το οποίο τελευταία πλαταίνει κιόλας. Πρόκειται για την Ευρώπη ως πολιτική ενότητα, δηλαδή με κοινούς κανόνες που τείνουν προς ένα κατά το δυνατόν κοινό σύστημα διακυβέρνησης. Αυτή είναι η μόνη εκδοχή στην οποία μπορεί να υπάρξει μια ενωμένη Ευρώπη, αφού εκ των πραγμάτων ούτε ευρωπαϊκή εθνότητα μπορεί να υπάρξει ούτε κοινή γλώσσα. Με αυτήν την Ευρώπη –που η πορεία της εξαρτάται από την επιτυχία του σοβαρότερου έως τώρα εγχειρήματός της, του ευρώ– είναι φανερό ότι έχουμε μεγάλο πρόβλημα, μεγαλύτερο από όσο τολμάμε να αναγνωρίσουμε. Και το μόνο που θα μπορούσε να μας γλιτώσει από την ολέθρια επιλογή της απομόνωσης θα ήταν μια κυβέρνηση οικουμενική, με τη δυνατότητα να περάσει τα αναγκαία μέτρα για την ολοκλήρωση του μεταρρυθμιστικού προγράμματος. Αν φθάσουμε σε αυτό το σημείο, παραδόξως η λύση πράγματι θα εξαρτάται αυτή τη φορά από την αγάπη του Αλ. Τσίπρα – για τη χώρα του όμως, όχι για την Ευρώπη.
    Της κάνει εντύπωση
       Βασιζόμενη στη διεθνή εμπειρία της, η Ελενα Παναρίτη, σύμβουλος του Γ. Βαρουφάκη, προέβη σε μια σπονδή στη χαριτωμένη αφέλεια, λέγοντας τα εξής αξιομνημόνευτα: «Εγώ ως οικονομολόγος η οποία έχει βρεθεί σε δανειοδοτική θέση, δηλαδή εγώ έδινα επί 15 χρόνια δάνεια σε χώρες, δεν έχω συμπεριφερθεί με τέτοια απαξίωση σε πελάτη μας, η οποία είναι η χώρα στην οποία δίνουμε δάνεια. Μου έχει κάνει τρομερή εντύπωση αυτός ο τρόπος». Δεν θα έπρεπε να της κάνει ούτε καν εντύπωση, πόσο μάλλον τρομερή. Διότι συγκρίνει τη συμπεριφορά της ως υπαλλήλου της Διεθνούς Τραπέζης με τη συμπεριφορά εκείνων που έχουν την ευθύνη να διαχειρίζονται τα χρήματα των λαών τους. Δεν πειράζει, όμως, αν λέει πότε πότε η Ελενα και καμιά ελαφρότητα. Σημασία έχει ότι, παραμένοντας το ίδιο αφελής έπειτα από έξι χρόνια επαφής με την ελληνική πραγματικότητα, αποδεικνύει ότι είναι η γνησιότερη οπαδός του κακορίζικου Γιωργάκη – κι αυτό προσωπικώς πολύ με συγκινεί...

     

    Να θιγούν οι φοροδίαιτοι - Στεφ. Μάνου


       Η πραγματικότητα, με τη βοήθεια των δανειστών της Ελλάδας, έφερε την κυβέρνηση στο γνωστό μονοπάτι των συνεχών διαπραγματεύσεων, στις οποίες επιδιώκει:

       • Να μη θιγούν οι πελάτες του κόμματος. Να μη θιγούν δηλαδή όσοι τρέφονται και συντηρούνται με τους φόρους (θα τους ονομάζω εφεξής «οι φοροδίαιτοι») τους οποίους πληρώνουν όσοι ακόμη εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα.

      • Την εξασφάλιση κάποιας οικονομικής ενίσχυσης από τους εταίρους μας.

       Οι διαπραγματευτικές επιδιώξεις της σημερινής κυβέρνησης δεν διαφέρουν από εκείνες της προηγούμενης. Το στυλ έχει αλλάξει και η ένταση, αλλά το αφήγημα παραμένει το ίδιο.

      Επιδιώκοντας να μη θίξουν τους φοροδίαιτους οι κυβερνήσεις Παπανδρέου και Σαμαρά οδήγησαν την Ελλάδα σε ύφεση και ανεργία. Επιδιώκοντας το ίδιο ο κ. Τσίπρας θα οδηγήσει και αυτός την Ελλάδα σε ύφεση και ανεργία. Πιο γρήγορα, όμως, λόγω αυξημένης έντασης.

       Το τι πρέπει να γίνει πολλοί το έχουν πει. Δεν βρέθηκε όμως κανείς να το κάνει. Διότι, όπως σωστά είπε ο κ. Γιουνκέρ: «Ολοι ξέρουν τι πρέπει να γίνει, αλλά δεν ξέρουν πώς θα επανεκλεγούν αν το κάνουν». Οσες φορές προθυμοποιήθηκα να το κάνω εγώ (παλαιότερα με τους Ταύρους και πιο πρόσφατα με τη Δράση) αποκρούστηκα με πολλούς επαίνους από τον ελληνικό λαό.

       ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ. και ΣΥΡΙΖΑ επιδίωξαν να αντιμετωπίσουν την κρίση τραβώντας μια χοντρή κόκκινη γραμμή: «Δεν θα γίνουν απολύσεις, δεν θα θίξουμε τους φοροδίαιτους». Πιστεύω ακράδαντα ότι η κρίση δεν θα αντιμετωπιστεί αν δεν θιγούν οι φοροδίαιτοι. «Κάτι τέτοια λες και μόλις 1% σε ψηφίζει!». Πράγματι. Το 99%, όμως, που δεν με ψήφισε, σφάλλει. Απόδειξη η ύφεση και η ανεργία.

       Πώς θα θιγούν οι φοροδίαιτοι;

       • Με την άμεση κατάργηση κάθε περιττής κρατικής δαπάνης. Παράδειγμα: να μην ανοίξει τώρα η ΕΡΤ. Να συμπληρωθούν τα ανά τη χώρα κενά στο ΕΣΥ με ιατρούς και στα σχολεία με δάσκαλους και να απολυθούν όσοι περισσεύουν (περισσεύουν πολλοί).

       • Με την κατάργηση των χαριστικών πρόωρων συντάξεων.

       • Με την κατάργηση όλων των υπέρ τρίτων φόρων που αφαιρούν πόρους από πολλούς για χάρη λίγων. Οι φόροι υπέρ τρίτων αποδίδουν περίπου όσα ο ΕΝΦΙΑ και στην πλειονότητά τους ευνοούν τις συντάξεις προνομιούχων τάξεων.

      • Με την άμεση καθιέρωση της συστηματικής αξιολόγησης των φοροδίαιτων (δημοσίων υπάλληλων και υπαλλήλων ΔΕΚΟ) και την απομάκρυνση όσων δεν πληρούν τις προϋποθέσεις απασχόλησής τους. Διότι οι φόροι είναι ιεροί και οι φοροδίαιτοι πρέπει να δικαιολογούν συνεχώς τους φόρους που καταναλίσκουν.

       Η κατάργηση των περιττών κρατικών δαπανών θα διευκολύνει την ανάπτυξη. Διότι οι περιττοί φοροδίαιτοι, για να δικαιολογούν την ύπαρξή τους, δημιουργούν εμπόδια και περιπλοκές σε εκείνους που πληρώνουν, επιχειρούν και πληρώνουν φόρους.

       Η Ελλάδα χρειάζεται παραγωγή και εξαγωγές. Χρειάζεται επενδύσεις. Ο,τι διευκολύνει την παραγωγή και τις εξαγωγές είναι καλό. Ο,τι τις εμποδίζει, κακό.

       Η καθυστέρηση επιστροφής ΦΠΑ στις εξαγωγές είναι κακό. Να επιστρέφεται ο ΦΠΑ αμέσως. Ο έλεγχος μετά. Να καταργηθούν όλες οι κρατικές άδειες για εγκατάσταση σε βιομηχανική περιοχή. Να υπάρχει μία άδεια για το σύνολο της βιομηχανικής περιοχής και όχι επιμέρους άδειες για κάθε επιχείρηση. Τα δίκτυα (ηλεκτρικό, νερό, αποχέτευση, τηλεφωνία) να συνδέονται με τη βιομηχανική περιοχή και όχι με κάθε επιχείρηση χωριστά. Παραχώρηση μεγάλων καλλιεργήσιμων εκτάσεων του Δημοσίου για την ανάπτυξη εξαγωγικών καλλιεργειών. Παραχώρηση εκτάσεων του Δημοσίου για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών, π.χ. Μακρόνησος. Προτεραιότητα σε ιδιωτικοποιήσεις υποδομών (αεροδρόμια, λιμάνια, σιδηροδρομικό δίκτυο, ενέργεια), διότι διευκολύνουν τις εξαγωγές και τον τουρισμό. Προτεραιότητα σε ΣΔΙΤ στα τουριστικά νησιά για νερό, αποχέτευση, ενέργεια και λιμάνια.

       Το ασφαλιστικό είναι σε αδιέξοδο. Οι συντάξεις είναι χαμηλές και οι εισφορές τόσο μεγάλες, ώστε να εξοντώνουν τη νόμιμη επιχειρηματική δράση. Πρότεινα μια σύνταξη (πληρωμένη από τον προϋπολογισμό) για όλους στα 67 ύψους 700 ευρώ τον μήνα με μηδέν εισφορές. Οποιος θέλει καλύτερη σύνταξη, θα πρέπει να φροντίσει γι’ αυτήν μόνος του. Να την πάρει όποτε θέλει και όπως θέλει, με δική του όμως επιλογή και ευθύνη. Το ζήτημα είναι εξαιρετικά περίπλοκο. Να μελετηθεί, αλλά μέσα σε 12 μήνες να έχουν ληφθεί αποφάσεις. Αν καταργηθούν οι εργοδοτικές εισφορές, θα ακολουθήσει τεράστιο άλμα ανταγωνιστικότητας και εξαγωγών.

       Οι δήμοι πρέπει να χρηματοδοτούνται από τους δημότες που απολαμβάνουν τις υπηρεσίες τους. Η πηγή των πόρων της Αυτοδιοίκησης πρέπει να είναι οι δημότες (οι άμεσα ωφελούμενοι) και όχι όλοι οι φορολογούμενοι με διαμεσολάβηση του κράτους (ή του κόμματος). Ετσι, οι οικονομικά ανεύθυνοι δήμοι θα γίνουν υπόλογοι στους δημότες και άρα υπεύθυνοι. Από την ώρα που οι δήμοι θα είναι υπεύθυνοι για τη χρηματοδότησή τους, θα καταβάλλουν προσπάθειες να προσελκύσουν επενδύσεις που αυξάνουν τα έσοδά τους και μειώνουν την επιβάρυνση των δημοτών. Για παράδειγμα, ανεμογεννήτριες. Στα νησιά του Αιγαίου οι ανεμογεννήτριες μπορούν να καλύψουν όλες τις δαπάνες του δήμου και να μηδενίσουν τα ανταποδοτικά τέλη των δημοτών. Επειδή το κράτος θα απαλλαγεί από τη δαπάνη για τους δήμους μπορεί να καταργήσει ολοσχερώς τον ΕΝΦΙΑ (που αποδίδει όσα δίνει το κράτος στους δήμους).

       Για να συνέλθουμε από την κρίση πρέπει να φύγουμε από την πεπατημένη, από όσα κάναμε μέχρι σήμερα. Χρειαζόμαστε άλλο αφήγημα. Σκεφτείτε τις αντιδράσεις αν, αντί για φανταχτερά πουκάμισα, κόκκινες ρίγες και δημιουργικά αμφίσημες προτάσεις, παρουσιάζαμε ένα πρόγραμμα σαν αυτό που σας περιέγραψα.

    02/03/2015 - "Το ζήτημα είναι οι Έλληνες" και "Το ευρώ, η δραχμή και η μόνη λύση"

    Αθήνα, 02/03/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 

     

      Σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της ΚΥΡΙΑΚΗΣ 01/03/2015 το άρθρο του Στεφ. Κασιμάτη με τίτλο « Το ζήτημα είναι οι Έλληνες » και το άρθρο του Μπ. Παπαδημητρίου με τίτλο « Το ευρώ, η δραχμή και η μόνη λύση », για να γνωρίζετε τα πραγματικά δεδομένα και για να βρίσκεστε σε ετοιμότητα για όλα τα ενδεχόμενα που θα μπορούσαν να προκύψουν, μετά την επικείμενη συνάντηση μας με την νέα ηγεσία του Υπουργείου Υγείας, λαμβάνοντας υπόψιν και τις διάφορες δηλώσεις που υπάρχουν από επίσημα χείλη μέχρι σήμερα.

     

    Στεφ. Κασιμάτη - Το ζήτημα είναι οι Έλληνες 

     

      Πολύ σύντομη δεν ήταν αυτή η «ανάσα αισιοδοξίας»; Πολύ σύντομα δεν άρχισαν να μαζεύονται οι λογαριασμοί και να εκδηλώνεται η εσωκομματική γκρίνια; Πολύ ξαφνικά δεν μαζεύτηκαν τα σύννεφα του «πιστωτικού γεγονότος» και μιας τρίτης δανειακής σύμβασης;
    Εξαρτάται πώς το βλέπει ο καθένας. Παρατηρώ ότι πολλοί γύρω μας, άνθρωποι σαν κι εμάς, βιώνουν κάθε πράξη του γνωστού δράματος ως αυτόνομο έργο και διαπιστώνω ότι αυτή η αντίληψή τους για την κατάσταση δημιουργεί μέσα τους την προσδοκία της επανάληψης. Σκέπτονται, λοιπόν, την εξέλιξη της κρίσης στις εξής γραμμές, πάνω κάτω: πάλι αυτοί (οι εταίροι) θα μας πάρουν με το καλό, πάλι εμείς θα τους παραμυθιάσουμε, ώσπου να φθάσουμε στο μη περαιτέρω και τότε κάνουμε ένα ντιλ μαζί τους επάνω στη βάση «άκου φίλε, μισή ξεφτίλα δικιά σου, μισή δικιά μου και πάμε απ’ την αρχή».
    Κατανοώ την ψυχολογική ανάγκη που μας κάνει να βρίσκουμε διανοητικά τεχνάσματα, ώστε να αποφεύγουμε μια πραγματικότητα που φοβόμαστε ότι θα μας πληγώσει. Κατά την αντίληψή μου, όμως, το έργο που παίζεται από το 2009 είναι το ίδιο και μόνο αν το συλλάβουμε ως ενιαίο μπορούμε να καταλάβουμε πού ακριβώς στεκόμαστε. Να κάνω, λοιπόν, μια περίληψη της υπόθεσης στα γρήγορα. Το 2009 βρεθήκαμε με ένα σαπιοκάραβο μέσα στη φουρτούνα. Οι εταίροι, η ΕΚΤ και το ΔΝΤ μας δάνεισαν λεφτά, με τον σκοπό τα δάνεια να εξασφαλίσουν νηνεμία στα νερά τριγύρω, ώστε εμείς όχι απλώς να διορθώσουμε το σαπιοκάραβο, αλλά να το κάνουμε καινούργιο, αλλάζοντας κάθε κομμάτι του.
    Τόσα χρόνια μετά το 2009, πού βρισκόμαστε τώρα; Με το δίδυμο Σαμαρά-Στουρνάρα, κλείσαμε τουλάχιστον τις τρύπες στο σκάφος. Ωστόσο, με την εξαίρεση ελάχιστων υπουργών (Βρούτσης, Μητσοτάκης, κυρίως και Διαμαντοπούλου από την κυβέρνηση ΓΑΠ) δεν κάναμε σχεδόν τίποτε για να αλλάξουμε το σαπιοκάραβο. Και τώρα, προκειμένου να κερδίσουμε χρόνο, συμφωνήσαμε (μέσα σε ένα πλαίσιο «δημιουργικής αμφισημίας», αλλά και ταμειακής ασφυξίας...) να τα κάνουμε όλα μαζί! Ποιον κοροϊδεύουμε;
    Ας αφήσουμε κατά μέρος τις αρχικές θέσεις της κυβέρνησης στη διαπραγμάτευση - αρκεί, προς το παρόν, ότι ο πρωθυπουργός και δυο τρεις άλλοι γύρω του αντελήφθησαν τον κίνδυνο και έγινε η στροφή στα λόγια. Στην πράξη όμως, δεν βλέπω πώς μπορεί να γίνει η στροφή. Για να πάρει την κυβέρνηση, ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ) κατάφερε να μετατοπίσει το κέντρο βάρους της «κοινωνικής πλειοψηφίας» (χρησιμοποιώ τους όρους τους) σε θέσεις πιο αριστερές και πιο ριζοσπαστικές. Θέσεις, οι οποίες αγκαλιάζουν και το πεζοδρόμιο: το αναρχο-ελευθεριακό ως και κρυπτοφασιστικό συνονθύλευμα των αγανακτισμένων της πλατείας. Πώς θα χειριστεί η κυβέρνηση τις προσδοκίες που η ίδια καλλιέργησε σε αυτό τον κόσμο; (Εναν κόσμο, σημειωτέον, που θεωρεί ότι η «ανθρωπιστική κρίση» αφορά την καταστροφή του μεσοαστικού ονείρου της μεζονέτας και της BMW...). Τέλος, τα αισθήματα που θα προκαλέσει η διάψευση των προσδοκιών πώς θα εκτονωθούν;
    Κοιτάζοντας το έργο συνολικά, μένω με την εντύπωση (δεν θέλω να την πω βεβαιότητα) ότι χειριζόμαστε την κρίση, δηλαδή την κατάστασή μας, με τέτοιο τρόπο ώστε συνεχώς να τραβιόμαστε όλο και πιο μακριά από την Ευρώπη. Τόσο λίγο κάθε φορά ώστε η μετακίνηση να είναι ανεπαίσθητη καθώς συμβαίνει, πλην απολύτως διακριτή όταν κοιτάξει κάποιος τη γενική εικόνα.
    Οι άλλες χώρες που ήταν σε πρόγραμμα προχωρούν. Εμείς, πάντα εκεί. Στυλωμένοι με το πείσμα του βλάκα, ντύνουμε με παιδαριώδεις ρητορείες τη μόνη σταθερή και ειλικρινή απαίτησή μας: δώστε μας χρόνο και λεφτά, για να συνεχίζεται η νηνεμία και εμείς να μπορούμε να παριστάνουμε ευπρεπώς (και, φυσικά, με το στυλ που μας αξίζει) ότι διορθώνουμε τη «γαλότσα». Τα ίδια τα επιχειρήματά μας, όμως, υποσκάπτουν τόσο προδήλως την απαίτησή μας, ώστε να αναρωτιέμαι μερικές φορές αν η κυβέρνηση το κάνει επίτηδες, επειδή η ρήξη με την Ευρώπη είναι η κρυφή σκοπιμότητά της.
    Ζητούμε, λ.χ., την αξιοπρέπειά μας από τους άλλους (μόλις προχθές το έκανε ο Σούπερ Μπαρούφας σε μια κρίση σοσιαλιστικού λυρισμού...), ενώ η αξιοπρέπεια είναι κάτι που κερδίζεται ή χάνεται από εμάς τους ίδιους, κάτι το οποίο κανείς δεν μπορεί ούτε να μας το δώσει ούτε και να μας το πάρει. Επίσης, επικαλούμεθα διαρκώς τα αγαθά της δημοκρατίας, της αλληλεγγύης και της ισοτιμίας, ενώ μας διαφεύγει το αυτονόητο: ότι κάθε φορά που το κάνουμε αυτό, με τον χαρακτηριστικό τρόπο μας του κακομαθημένου, ουσιαστικά αρνούμεθα τα ίδια αγαθά από τους άλλους. Οταν προτάσσουμε το επιχείρημα της δημοκρατικής εντολής της κυβέρνησής μας, λέμε στους άλλους ότι αδιαφορούμε για τη δημοκρατική εντολή των δικών τους κυβερνήσεων. Ομοίως και όταν μιλούμε για αλληλεγγύη και ισοτιμία, έννοιες οι οποίες δεν νοούνται παρά μόνο σε συνύπαρξη με τους άλλους. Με λίγα λόγια, η πεποίθηση που υφέρπει σε αυτή τη ρητορική (που έχει υιοθετηθεί πλέον από τον κόσμο στους δρόμους) είναι της δικής μας ανωτερότητας έναντι των άλλων. Η πεποίθηση ότι είμαστε κάτι διαφορετικό και μας αξίζει προνομιακή μεταχείριση.
    Το ζήτημα, όμως, δεν είναι ότι η αυθαίρετη και ανεδαφική αντίληψη της ανωτερότητάς μας εκνευρίζει τους άλλους. Αυτό είναι το μικρότερο και το πιο αθώο: οι Ευρωπαίοι μπορούν να το αντιμετωπίσουν με χιούμορ. (Αυτό δεν κάνει ο καθένας μας στην καθημερινότητά του με τα πάσης φύσεως ψώνια που συναντά στη ζωή;). Το ουσιώδες ζήτημα είναι ότι η συγκεκριμένη αντίληψη –η αντίληψη που καλλιεργείται σταθερά από το 2009 και ολοένα κερδίζει έδαφος στην κοινή γνώμη– δείχνει ότι δεν είμαστε πρόθυμοι να μετέχουμε στην Ευρώπη (δηλαδή, να αναλάβουμε υποχρεώσεις και να τις τιμήσουμε), γιατί στο βάθος πιστεύουμε ότι δεν ανήκουμε μαζί τους.
    Δεν μπορούμε και δεν θέλουμε. Αυτό τους περνάμε με κάθε πλάγιο τρόπο που έχουμε στη διάθεσή μας ― γιατί, ως ευθυνόφοβοι και κότες, δεν τολμούμε ούτε να ακούσουμε τον εαυτό μας να το λέει. Εντούτοις, προσπαθούμε τόσο έντονα οι καημένοι να περνούμε το μήνυμα, πότε με τη στάση μας και πότε τα λόγια μας, ώστε υποψιάζομαι μήπως αυτό που επιδιώκουμε στο βάθος είναι απλώς και μόνο να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι η ευθύνη για την ευρωπαϊκή αποτυχία της Ελλάδος ανήκει, ως συνήθως, στους ξένους και όχι σε εμάς. Aραγε μας περνά από τον νου ότι το ίδιο παιχνίδι παίζουν από την πλευρά τους και οι Ευρωπαίοι και μάλιστα ότι προηγούνται άνετα στους πόντους;
    Υστερόγραφο. Oτι πότε πότε εμφανίζεται και ο Ελληνάρας (με τη μορφή μάλιστα του Σούπερ Μπαρούφα ― τι ειρωνεία!) και εξομολογείται τηλεοπτικώς στον Γ. Παπαδάκη πώς θα εξαπατήσουμε τους Ευρωπαίους με την αύξηση του ΦΠΑ, δεν προσθέτει, αλλά ούτε αφαιρεί τίποτε από τη γενική εικόνα. Οι Ευρωπαίοι καταλαβαίνουν, φαντάζομαι, ότι αν ο υπουργός δεν έχει καταληφθεί από πανικό στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να βρει την έξοδο κινδύνου από την κυβέρνηση, τότε το ζήτημα του υπουργού είναι μάλλον ιατρικό. Το πραγματικό πρόβλημα είναι οι Ελληνες.
    Νέα αρχή
    Επειτα από ευδόκιμο υπηρεσία δεκαετιών στη διπλωματική υπηρεσία, ο Κωνσταντίνος Μπίτσιος συνταξιοδοτείται και αναλαμβάνει εκτελεστικός αντιπρόεδρος του ΣΕΒ. Η προσφορά του υπήρξε σημαντική, αν και αθόρυβη, ιδίως τα τελευταία έξι χρόνια από τη θέση του διευθυντή του ιδιαιτέρου γραφείου του Καρ. Παπούλια ― και είμαι βέβαιος ότι οι διευκρινίσεις περιττεύουν. Πέραν αυτού όμως, η στήλη τιμά τον Κων. Μπίτσιο και λόγω του πατρός του, Δημητρίου, υπουργού Εξωτερικών του κανονικού Καραμανλή, χάρη στον οποίο ακούγαμε από την τηλεόραση, ως παιδιά τη δεκαετία του 1970, την υπέροχη γενική «του Μπιτσίου» και η οποία συνέβαλε καθοριστικά στην εξοικείωσή μας με την προσωδία των ελληνικών...

     

    Μπ. Παπαδημητρίου - Το ευρώ, η δραχμή και η μόνη λύση


    Ο πρώην πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ ντ’ Εστέν δεν είναι ο μόνος που πιστεύει ότι αυτό που πραγματικά ταλαιπωρεί τη χώρα μας είναι η απάντηση που θα δώσουμε στο ερώτημα «μπορεί η ελληνική οικονομία να επιτύχει την επανεκκίνηση και μακροημέρευσή της με ένα νόμισμα τόσο δυνατό όσο είναι το ευρώ;».

    Πριν από τον Ιούνιο, όταν λήγει η τετράμηνη παράταση της δεύτερης δανειακής συμφωνίας, θα γνωρίζουμε την απάντηση. Αν, μέχρι τότε, δεν έχει υπάρξει συμφωνία για το επόμενο βήμα, η επιστροφή στη δραχμή θα καταστεί υποχρεωτική.

    Οι έντονες συζητήσεις στο Eurogroup ήταν τελικά ένα βήμα προς την έξοδο από το ευρώ. Το μόνο που αποσοβήθηκε είναι να συμβεί αυτό χωρίς προετοιμασία. Η κυβέρνηση κέρδισε χρόνο. Τον οποίο όμως χάνει η οικονομία. Η Στατιστική επιβεβαίωσε την ύφεση του ΑΕΠ.

    Χρόνο κέρδισαν και τα κράτη του ευρώ. Μπορούν τώρα να ενισχύσουν τις άμυνές τους στο ενδεχόμενο μιας νέας και, προφανώς οριστικής, ρήξης με την Ελλάδα. Περιορίζουν τις διόδους μετάδοσης της κρίσης. Γιατί δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η αποκάλυψη ότι η Ευρωζώνη δεν έχει μόνον είσοδο αλλά και έξοδο θα προκαλέσει σοβαρότατη κρίση στη θεωρούμενη ενιαία και αδιαίρετη νομισματική ζώνη.

    Οσο ο κ. Βαρουφάκης «διαπραγματεύεται» τη φρασεολογία των ανακοινώσεων του κ. Ντάισελμπλουμ, ο έμπειρος Σόιμπλε προωθεί την ομαλή «αυτοεξαίρεση» της Ελλάδας από την ομάδα των ευρωπαϊκών κρατών που θα κληθούν να υιοθετήσουν πλήρως το επόμενο στάδιο ολοκλήρωσης της νομισματικής, τραπεζικής και δημοσιονομικής, σύντομα, συνομοσπονδίας.

    Η έκθεση των ευρωπαϊκών τραπεζών στον ελληνικό κίνδυνο έχει μειωθεί κατά 80% από το υψηλό σημείο του 2010, ενώ οι ξένοι επενδυτές κατέχουν ομόλογα που δεν ξεπερνούν τα 18 δισεκατομμύρια, τα οποία πρέπει να πληρωθούν μετά το 2020.

    Τα κράτη της ευρωπαϊκής περιφέρειας έχουν μικρότερα ελλείμματα και χαλαρότερα δημοσιονομικά, ενώ οι αγορές τους δανείων γίνονται με λιγότερο από 2%. Η Ευρωζώνη έχει τώρα σοβαρές άμυνες: το Ευρωπαϊκό Ταμείο διαθέτει 450 δισ. που μπορεί να δανείσει σε περίπτωση έκτακτης αναταραχής, η ΕΚΤ ξεκινάει το πρόγραμμα ευρύτατης αγοράς κρατικών ομολόγων ενώ και οι ευρωπαϊκές τράπεζες έχουν κεφαλαιοποιηθεί και δεν έχουν «ελληνικό κίνδυνο» στα βιβλία τους. Οσο λιγότεροι είναι οι κίνδυνοι για τους άλλους Ευρωπαίους τόσο περισσότερο θα εμφανίζονται πρόθυμοι να μας βοηθήσουν ώστε να αποφύγουμε ένα «βρώμικο Grexit».

    Είναι όμως τραγικό να θέλουμε να βγούμε από το ευρώ όταν, χάρη στις θυσίες του ιδιωτικού τομέα, η Ελλάδα σημείωσε διεθνή «υποτίμηση» μεγαλύτερη από 20%. Αυτό είναι άλλωστε το λάθος του Ζισκάρ: από πλευράς ανταγωνιστικότητας, η Ελλάδα βρίσκεται εκεί που ήταν πριν ανταλλάξει τη δραχμή με το ευρώ. Τελικά, ούτε η έξοδος από το ευρώ θα μας βοηθούσε. Η μόνη σωτηρία είναι να κάνουμε, με όποιο κόστος, όσα απαιτεί η παραγωγική αναδιάρθρωση της πραγματικής οικονομίας.    

    09/02/2015 - "Μπορούμε να βγούμε από την παγίδα; " και "Δυσεύρετο είναι το σθένος"

    Αθήνα, 09/02/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

     

    Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 08/02/2015 2 άρθρα, ένα άρθρο οικονομικού περιεχομένου του κ. Κώστα Καλλίτση με τίτλο « Μπορούμε να βγούμε από την παγίδα; »  και ένα άρθρο πολιτικού περιεχομένου του κ. Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Δυσεύρετο είναι το σθένος », για να είστε περισσότερο ενημερωμένοι, άρα και πιο ενεργοί πολίτες.


    Κώστα Καλλίτση - Μπορούμε να βγούμε από την παγίδα;


    Η κυβέρνηση ζητεί εύλογο χρόνο για να ολοκληρώσει την πρότασή της για μια νέα συμφωνία με τους εταίρους μας. Οι τελευταίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να τον δώσουν. Ποια είναι η κατάσταση;Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται μέσω του μηχανισμού έκτακτης χρηματοδότησης (ELA), από τον οποίο έχουν λάβει 59,8 δισ. ευρώ συνολικά (το 2012 είχαν φτάσει στα 123 δισ. ευρώ ) και θα λαμβάνουν όσα κι αν χρειαστούν, υπό την προϋπόθεση (α) ότι η χώρα θα βρίσκεται σε πρόγραμμα και (β) η ΕΚΤ θα δίνει, ανά 15νθήμερο, την έγκρισή της. Ομως, τα κρατικά ταμεία μπαίνουν στο κόκκινο περί τις 20 Φεβρουαρίου. Απαιτείται νέος δανεισμός, με έκδοση εντόκων γραμματίων. Μοναδικός αγοραστής, οι ελληνικές τράπεζες. Αλλά η ΕΚΤ τους απαγορεύει να ξεπεράσουν το πλαφόν των 15 δισ. ευρώ για αγορά εντόκων γραμματίων, επικαλούμενη το άρθρο 123 της Συνθήκης που απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών. Δηλαδή, τους απαγορεύει να δανείσουν περαιτέρω το ελληνικό Δημόσιο, επί ποινή διακοπής της χρηματοδότησής τους.

    Βρισκόμαστε σε παγίδα ασφυξίας. Η απελθούσα κυβέρνηση, αρνούμενη πεισματικά να δεχθεί την 6μηνη παράταση που της προσφερόταν, επιμένοντας υπέρ μιας βραχύτατης, μόνο δίμηνης, παράτασης, φέρει μεγάλες ευθύνες για αυτήν την κατάσταση. Αλλά τώρα, το επείγον θέμα δεν είναι ο επιμερισμός ευθυνών, είναι η απεμπλοκή μας από την παγίδα. Μπορούμε; Είναι στο χέρι μας.
    Απαιτείται ειλικρίνεια, αποφασιστικότητα και (ακραία!..) σύνεση.

    (α) Το ελάχιστο, σύνεση στη συμπεριφορά: Θεατρινισμοί, αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις, άχρηστη και αχρείαστη φλυαρία, παραβιάσεις κανόνων εμπιστευτικότητας των συζητήσεων με εκπροσώπους διεθνών θεσμών ή προβληματικές συνεννοήσεις με άλλους, προκαλούν μεγάλη ζημιά στη χώρα και στην αξιοπιστία της. Η μετριοπαθής και ψύχραιμη συμπεριφορά του πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ας γίνει ο κανόνας για όλους όσοι βρέθηκαν σε καίρια θέση. Και αντί να κάνουν «ντόπινγκ διαρροές», πολύ ηρωικές και ολίγον πένθιμες, ας επεξηγούν συστηματικά την πραγματική θέση της χώρας και τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων.

    (β) Το μείζον, σύνεση και αποφασιστικότητα στις πολιτικές κινήσεις και αποφάσεις, από σήμερα έως το Eurogroup την Τετάρτη, τη Σύνοδο Κορυφής, και το Eurogroup της μεθεπόμενης Δευτέρας, 16 Φεβρουαρίου. Ασφαλώς, είναι λάθος ότι «οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτα» - αλλάζουν. Με τις εκλογές αλλάζει το πολιτικό περιεχόμενο που τροφοδοτεί τους κανόνες της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης - αλλά όχι από τις εκλογές σε μία, μόνο, χώρα... Να το διατυπώσω αλλιώς: Οταν έγινε κατολίσθηση στα Τέμπη, οι οδηγοί δεν σκαρφάλωναν με τις νταλίκες στις πλαγιές ούτε περίμεναν εκεί πότε θα ανοίξει ο δρόμος – ακολουθούσαν παρακαμπτήριες και, έστω με κάποια καθυστέρηση, έφταναν στον προορισμό τους.

    Ποιος είναι ο άμεσος προορισμός μας; Είναι η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους μας, που θα διασφαλίζει τη στήριξή τους σε μια εθνική (δική μας) πολιτική που θα ανασυγκροτήσει την ελληνική οικονομία και την ίδια τη χώρα, να υπερβούν την κρίση. Δύο θα ήταν τα κεντρικά στοιχεία μιας τέτοιας συμφωνίας: (α) Εξασφάλιση πόρων για τη χρηματοδότηση των δομών ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, ενός εθνικού προγράμματος (δικού μας, γιατί αν δεν το φτιάξουμε εμείς, δεν θα το φτιάξει κανείς για εμάς...) για την ανάπτυξη, από το ΕΣΠΑ, από αυξημένα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και από εθνικούς πόρους. (β) Μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, επιμήκυνσή του, επιμήκυνση της περιόδου χάριτος για την έναρξη της πληρωμής χρεολυσίων και εξασφάλιση όσο χαμηλότερων επιτοκίων, προκειμένου να περιοριστούν αισθητά τα προβλεπόμενα (εξοντωτικά) πρωτογενή πλεονάσματα και να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική, χωρίς ελλείμματα.

    Οι εταίροι μας, λίγο πολύ, θα συμφωνήσουν σε αυτά. Η επίτευξη τέτοιας συμφωνίας θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός, που θα προωθούσε τα εθνικά συμφέροντα. Κι εφόσον επιτευχθεί, ανοίγει ο δρόμος για τον μεγάλο προορισμό, για να γίνει πράξη η (4ετούς διάρκειας) λαϊκή εντολή για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις: Για την αποκατάσταση και διεύρυνση της δημοκρατίας, με τη διάλυση του πελατειακού κράτους, με τη συγκρότηση ισχυρών θεσμών, την εκτόπιση του κομματισμού υπέρ της αξιοκρατίας, για ένα φιλικό και σύγχρονο κράτος. Τη μεταφορά των πόρων από το τέλμα των χρεοκοπημένων δήθεν επιχειρήσεων και της κλεπτοκρατίας, προς τον καπιταλισμό της εξωστρέφειας, των μακροπρόθεσμων επενδύσεων και του ανταγωνισμού, που εκτιμά τη γνώση, την καινοτομία και σέβεται τον κόσμο της εργασίας. Την ολική επαναφορά της αλληλεγγύης, ισονομίας, του κράτους δικαίου. Για τον πόλεμο, με σαρωτικές αλλαγές, ενάντια στη διάχυτη διαφθορά στο (με την ευρεία έννοια…) πολιτικό σύστημα.

    Ολα αυτά, είναι πάρα πολύ σημαντικά για να παιχτούν σε μια ζαριά...


    Χρ. Γιανναρά - Δυσεύρετο είναι το σθένος

     

    Η εμπειρία βεβαιώνει ότι τα κόμματα στο ελλαδικό κράτος δεν είχαν ποτέ ώς τώρα ιδεολογικές διαφορές. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε εισαγόμενη συνθηματολογία, λεκτικά σχήματα δάνειων ιδεολογημάτων (που είχαν γεννηθεί από άλλες κοινωνίες για τις δικές τους εκεί ανάγκες). Στην Ελλάδα τα κόμματα χρησιμοποιούσαν την ιδεολογική ρητορική μόνο ως πρόσχημα, μόνο με τη λογική του εντυπωσιασμού, λογική του ξιπασμένου επαρχιώτη.

    Ποιες διαφορές πολιτικής πρακτικής απηχούσαν ώς τώρα στον τόπο μας ετικέτες όπως: «σοσιαλισμός», «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά», «δημοκρατικός σοσιαλισμός» και άλλα ανάλογα ηχηρά παρόμοια; Οσα κόμματα γεύτηκαν ώς τώρα την εξουσία αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση (ή συμμετέχοντας), απέβλεπαν σε ένα και αποκλειστικό στόχο: Να αποκτήσουν μέρισμα από το πελατειακό κράτος ή να στήσουν δικό τους πελατειακό κράτος ή προγεφυρώματα πελατειακού κράτους.

    Είναι τόσο αρράγιστα κατεστημένη αυτή η πραγματικότητα στην Ελλάδα, ώστε το ενδεχόμενο πολιτικής αλλαγής να μη συναρτάται με την ανάληψη της εξουσίας από κόμμα καινούργιο, αδοκίμαστο, με άφθορα και ταλαντούχα στελέχη, όχι. Πολιτική αλλαγή θα υπάρξει, μόνο αν προκύψει κυβέρνηση αποφασισμένη (και προετοιμασμένη) να εξαλείψει επιθετικά (να πατάξει) το πελατειακό κράτος: Να καταλύσει τις παγιωμένες πρακτικές ανταλλακτικής χρήσης της ψήφου, παραχώρησης της ψήφου έναντι χαριστικών ωφελημάτων του ψηφοφόρου – κυρίως έναντι διορισμού του στο Δημόσιο.

    Φυσικά και αρκεί ένα και μόνο, αυτονόητο μέτρο, για να κατορθωθεί η κατάλυση του πελατειακού κράτους: Να καταστεί νομοθετικά αδύνατη η οποιουδήποτε τύπου υπαλληλική σχέση με το Δημόσιο, οποιουδήποτε τύπου διορισμός σε κοινωνικό λειτούργημα, χωρίς κρίση και συγκριτική αξιολόγηση από κάποιο ΑΣΕΠ. Να οριστεί στο Σύνταγμα ο αριθμός των επιτελικών θέσεων, στις οποίες ο εκάστοτε πρωθυπουργός να μπορεί να τοποθετεί, στη διάρκεια της θητείας του, συνεργάτες του επιτελείς για την εφαρμογή του ψηφισμένου από τον λαό κυβερνητικού προγράμματος.

    Με το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα μοιάζει να ανασχηματίζεται: Τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν, για σαράντα ολόκληρα χρόνια, με την ίδια, απολύτως ίδια πολιτική, περνάνε στο ιστορικό περιθώριο, υπόδικα για τον εφιάλτη της καταστροφής που ζει η χώρα. Θα απαιτηθεί αναπότρεπτα να λογοδοτήσουν, έστω και μόνο για τον εξωφρενικό υπερδανεισμό του κράτους. Αλλά και για τα κατά συρροήν εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος στη «διαπλοκή» τους με την πανίσχυρη αχρειότητα εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου, όπως και για τον παρασιτισμό χρυσοκάνθαρων «ειδικών συμβούλων», αετονύχηδων παραδούχων της κομματικής καμαρίλας, επιφανών της «λίστας Λαγκάρντ» ή της «λίστας Τσοχατζόπουλου».

    Και τα δύο, για σαράντα χρόνια, «κόμματα εξουσίας», στην Ελλάδα, δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν όχι κοινωνικές σκοποθεσίες, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των ιδρυτών τους – ήταν κόμματα «μιας χρήσεως», ιδιωτικής. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαν ίσως να επιβιώσουν ιστορικά, αν δεν ταύτιζαν εγκαίρως και αυτονοήτως (το ΠΑΣΟΚ εκ καταβολής) την πολιτική τους επιβίωση με τη δημιουργία και συντήρηση πελατειακού κράτους. Γι’ αυτό και, σήμερα, μετασχηματισμός του πολιτικού σκηνικού δεν είναι δυνατό να συντελεστεί με μόνη την περιθωριοποίηση των δύο υπόδικων για την καταστροφή κομμάτων. Γόνιμη και ελπιδοφόρα πολιτική αλλαγή θα προκύψει, μόνο αν το κόμμα που ανέβηκε τώρα για πρώτη φορά στην εξουσία, τολμήσει με συνέπεια την κατάλυση του πελατειακού κράτους.

    Για να τολμηθεί τέτοιο εγχείρημα τα προαπαιτούμενα είναι δύο: Να μην υποκύψουν οι καινούργιοι πηδαλιούχοι του κράτους στη «γλύκα» της εξουσίας, δηλαδή στην ψυχαναγκαστική εξάρτηση από την επανεκλογή. Η επανεκλογή γίνεται τυφλή ανάγκη τόσο όσο και η αρρωστημένη εξάρτηση από την «πρέζα». Και δεύτερο προαπαιτούμενο: Να μην αφήσουν να αυτονομηθεί η άσκηση της πολιτικής από την έγνοια για την κοινωνική ανάγκη. Μια τέτοια αυτονόμηση είναι σύμπτωμα συχνότερο, όταν οι προωθημένοι σε θέσεις εξουσίας δεν είχαν ποτέ άλλη κοινωνική αναγνώριση και λογαριάζουν το αξίωμα μόνο σαν κοινωνική «άνοδο», πέρασμα από το τάβλι του καφενέ της γειτονιάς στο μπριτζ της «υψηλής κοινωνίας».

    Μόνο η απεξάρτηση από την επανεκλογή και η έμπονη έγνοια για την κοινωνική ανάγκη γεννάνε το σθένος που απαιτεί η εξάλειψη του πελατειακού κράτους. Η πρακτική της εξάλειψης μοιάζει μάλλον απλή: αρκούν ελάχιστα νομοθετήματα στοιχειώδους πολιτικής ευφυΐας. Το δυσεύρετο είναι το σθένος. Γιατί το σθένος θέλει ανιδιοτέλεια, ελευθερία από τον πρωτογονισμό του εγωκεντρισμού – να βρίσκει ο άνθρωπος χαρά στην κοινωνική προσφορά. Και κατά τούτο η έγνοια για την κοινωνική ανάγκη διαφοροποιείται καισαρικά από τον λαϊκισμό. Αν κάποιες επαναπροσλήψεις στο Δημόσιο που εξαγγέλλει η καινούργια κυβέρνηση, ή η επανεξέταση ειδικών περιπτώσεων που πιθανώς αδικήθηκαν με τη νομοθετική συμπερίληψή τους στο σκάνδαλο των «αιώνιων φοιτητών», αν τέτοιες «πρόνοιες» αποδειχθούν επιβιώσεις του πασοκικού (πράσινου και γαλάζιου) λαϊκισμού, η αξιοπιστία του καινούργιου κυβερνητικού σχήματος θα έχει τρωθεί καίρια. Και τελεσίδικα.

    Ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή και αποτυχίες της στην αναμέτρηση με τη ρεβανσιστική γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη, η καινούργια κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να γίνει ο καταλύτης για τη ρεαλιστική και σωτήρια «επανίδρυση» του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Αν εμμείνει με συνέπεια στην κατάλυση του πελατειακού κράτους. Αν αντισταθεί πεισματικά στον λαϊκισμό. Αν ξαναστήσει δημόσια διοίκηση. Αν αποκλείσει θεσμικά το γκρόσο κόλπο των «ειδικών συμβούλων» στα υπουργεία. Αν ελευθερώσει τον συνδικαλισμό, νομοθετικά, από τη δουλεία στα συμφέροντα των κομμάτων. Αν απολακτίσει τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια με τη δέουσα βδελυγμία. Αν οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και τολμήσει να δημεύσει περιουσίες των λωποδυτών του κοινωνικού χρήματος «οσοδήποτε υψηλά» κι αν βρίσκονται. Αν βγάλει σε πλειστηριασμό τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες, όπως υποσχέθηκε. Αν η παρουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο των Παν. Νικολούδη και Νικ. Παρασκευόπουλου (τουλάχιστον αυτών) δεν αποδειχθεί τέχνασμα εντυπωσιασμού.

    .....τότε δεν θα μιλάμε για ελπίδα, θα την ψηλαφούμε.