15/04/2015 - "Καταιγισμός, ακινησία και κίνδυνος" - "Το πραγματικό έλλεμμα της Ελληνικής Οικονομίας"

    Αθήνα, 15/04/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

       Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙ9ΝΗ της Κυριακής του Πάσχα 12/04/2015, το άρθρο του Στ. Καλύβα με τίτλο «Καταιγισμός, ακινησία και κίνδυνος» και το άρθρο του Μπ. Παπαδημητρίου με τίτλο «Το πραγματικό έλλειμμα της Ελληνικής Οικονομίας», προς ενημέρωση σας.

     

    Στ. Καλύβα - Καταιγισμός, ακινησία και κίνδυνος
       Με ρωτούσε πρόσφατα ένας συνάδελφός μου πώς πάνε τα πράγματα στην Ελλάδα και πώς ερμηνεύω τις πρόσφατες εξελίξεις. Αφού σκέφτηκα λίγο, του απάντησα πως αισθάνομαι σαν να τρέχω με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω σε έναν διάδρομο γυμναστηρίου που έχει τοποθετηθεί στο χείλος ενός γκρεμού. Ομολογώ πως δεν βρήκα άλλον τρόπο να περιγράψω τον συνδυασμό των πολλαπλών, καταιγιστικών και συχνά απίστευτων, καθημερινών εξελίξεων, της γενικότερης ουσιαστικής ακινησίας και των τεράστιων κινδύνων που συνθέτουν τη σημερινή ελληνική πραγματικότητα. Ας δούμε τα πράγματα με την σειρά τους.
       Κατ’ αρχάς, καταιγιστικές εξελίξεις που σε αφήνουν άφωνο: Φασιστικά γκραφίτι κατά της δημοκρατίας στον Αγνωστο Στρατιώτη από τους υποστηρικτές των τρομοκρατών και των δολοφόνων, έξαρση της ανομίας στο κέντρο της Αθήνας, προσπάθεια «τακτοποίησης» των καταδικασμένων τρομοκρατών από το υπουργείο Δικαιοσύνης, συνεχιζόμενη κατάληψη της πρυτανείας του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ενας υπουργός Δημόσιας Τάξης που δηλώνει ανοιχτά για την ανυπαρξία του και φαίνεται να καμαρώνει γι’ αυτό. Την ίδια στιγμή άλλοι υπουργοί κάνουν λόγο είτε για προβοκάτσια, είτε για φυσιολογικά φαινόμενα διαμαρτυρίας. Πανηγύρια χουντικής αισθητικής και μετατροπή του υπουργείου Εθνικής Αμυνας και της προεδρίας της Βουλής, με εντελώς απροσχημάτιστο τρόπο, σε προπαγανδιστικούς μηχανισμούς που παραπέμπουν σε άλλες εποχές και άλλα καθεστώτα.    Αμετροέπεια, αλαζονεία αλλά και απειλές σε δημοσιογράφους που ασκούν κριτική. Κάθε μέρα βλέπουμε κάτι καινούργιο και πιο ανησυχητικό. Το χειρότερο κατά τη γνώμη μου είναι το γεγονός πως η κοινωνία βαθμιαία εθίζεται στο να αντιμετωπίζει ως φυσιολογικές καταστάσεις που κάτω από κανονικές συνθήκες θα βρίσκονταν στη σφαίρα μιας αρρωστημένης φαντασίας.
       Ουσιαστική ακινησία: Είναι δύσκολο να ερμηνεύσει κανείς τι είδους συμφωνία συνάψαμε τελικά με την Ευρωζώνη στις 20 Φεβρουαρίου. Οι συνομιλίες δείχνουν να έχουν βαλτώσει, το χάσμα ανάμεσα σε ολόκληρη την Ευρώπη και τη χώρα μας φαίνεται να μεγαλώνει. Αναζητούμε (μάταια) σανίδα σωτηρίας στη Ρωσία, στην Κίνα, ακόμη και στο Ιράν. Ουσιαστικά συμφωνήσαμε να συνεχίσουμε τη διαπραγμάτευση μέχρι να μας τελειώσουν τα χρήματα και να στεγνώσει εντελώς η οικονομία, θεωρώντας προφανώς πως όσο περισσότερο αδυνατίζει η θέση μας τόσο πιο πολύ ισχυροποιείται, προφανώς στη βάση της λογικής του πως η Ευρώπη δεν αντέχει το κόστος μιας εθνικής μας αυτοχειρίας. Από τη μία καταγγέλλουμε το χρέος και από την άλλη ζητούμε τη δόση μας. Αντί να κοιτάξουμε πώς θα βγούμε από το Μνημόνιο όπως οι υπόλοιπες χώρες, αναζητούμε την «αλήθεια» για το πώς δημιουργήθηκε το χρέος μας. Ποτέ στο παρελθόν δεν είχε εκδηλωθεί τόσο έντονα ο συμβολισμός εκείνος της Μεταπολίτευσης που θέλει την Ελλάδα με το ένα χέρι σηκωμένο σε επαναστατική γροθιά και το άλλο τεντωμένο να ζητιανεύει. Οποιος όμως έχει μια αίσθηση για το πώς μας αντιμετωπίζουν ακόμα και εκείνοι που είναι φιλικά διακείμενοι απέναντι στη χώρα μας, θα διαπιστώσει την κυριαρχία της δυσπιστίας και της αρνητικότητας.
       Τεράστιοι κίνδυνοι: Αρκεί ένα ατύχημα, μια λάθος κίνηση, μια κρίσιμη απόφαση για να πάρουν τα πράγματα τη χειρότερη δυνατή τροπή και να οδηγηθούμε χωρίς μάλιστα να προλάβουμε καν να το συνειδητοποιήσουμε εκτός της ευρωπαϊκής σφαίρας. Ακόμη και αν καταφέρουμε να κρατηθούμε μέσα στην Ευρωζώνη, δεν είναι πλέον καθόλου σίγουρο πως η οικονομία θα μπορέσει να αποφύγει μια νέα ύφεση με τα γνωστά πολλαπλασιαστικά της αποτελέσματα. Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν πως αυτό είναι πια δεδομένο. Σε ένα ευρύτερο επίπεδο, δεν είναι καν σαφές αν η χώρα θα μπορέσει να μπει στον δρόμο της ανάπτυξης τη στιγμή που η αναπτυξιακή πολιτική της κυβέρνησης φαίνεται να εξαντλείται στην επιδότηση της Ελληνικής Βιομηχανίας Ζάχαρης και στην απομείωση των χρεών του ΠΑΟΚ. Το χειρότερο: αρχίζει να διαφαίνεται ο κίνδυνος μιας βαθμιαίας επικράτησης φαινομένων κοινωνικού εκφυλισμού και επιλεκτικού αυταρχισμού. Η Ουγγαρία δείχνει πώς μια χώρα μπορεί να παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ενωση ρέποντας προς αυταρχικές πρακτικές.
       Τελικά πώς συνδυάζονται αυτά τα τρία στοιχεία, δηλαδή η αίσθηση μιας συνεχούς κινητικότητας από τη μία με την ουσιαστική ακινησία και τον αυξανόμενο κίνδυνο από την άλλη; Η κρίση που ζει η χώρα την τελευταία πενταετία μπορεί να είχε πολιτικά αίτια αλλά υπήρξε κατά βάση οικονομική. Ο λόγος που σήμερα κυβερνά ο συνασπισμός ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είναι απόρροια των οικονομικών εξελίξεων. Δίχως την οικονομική πίεση των τελευταίων ετών και την αντίδραση που προκάλεσε ιδίως η επιβολή νέων φόρων, δεν μπορεί να γίνει κατανοητή η κυριαρχία του αντιμνημονιακού λόγου και η αναρρίχηση των κομμάτων αυτών στην εξουσία. Συγχρόνως όμως, η οικονομική κρίση παρήγαγε πλέον μια νέα πολιτική πραγματικότητα με τα χαρακτηριστικά που όλοι πλέον γνωρίζουμε. Αναπτύσσεται πλέον μια δυναμική με χαρακτηριστικά φαύλου κύκλου και αυτοεκπληρούμενης προφητείας, όπου μια αρνητική εξέλιξη στην οικονομική σφαίρα παράγει αρνητικές εξελίξεις στην πολιτική σφαίρα και ούτω καθεξής. Για μεγάλο διάστημα πίστευα πως τα χειρότερα βρίσκονται πίσω μας και πως η κατάσταση είναι αναστρέψιμη. Δεν είμαι πια τόσο σίγουρος.
     
    * Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

     

    Μπ. Παπαδημητρίου - Το πραγματικό έλλειμμα της Ελληνικής Οικονομίας
       Κυβερνητικοί παράγοντες πιστεύουν ότι το πρόβλημα της χώρας αρχίζει και τελειώνει στο έλλειμμα ρευστότητας. Είναι λάθος. Αλήθεια είναι ότι το κράτος έχει διεθνείς υποχρεώσεις. Από τα μέσα Αυγούστου μέχρι σήμερα, 4 δισ. πήγαν σε τόκους και πληρώθηκαν από τα τακτικά έσοδα, δηλαδή από τρέχοντες φόρους, όπως ήταν αναμενόμενο.    Αυτό που στράγγισε το κρατικό ταμείο ήταν τα 11 δισ. για την αποπληρωμή δανείων, που πληρώθηκαν από τους φόρους.

       Αυτό συνέβη επειδή και η προηγούμενη και η παρούσα κυβέρνηση αρνήθηκαν να εφαρμόσουν το συμφωνημένο πρόγραμμα προσαρμογής, με συνέπεια να παγώσουν οι υπολογισμένες δόσεις και να εκδηλωθεί η κρίση ρευστότητας για την οποία ομιλεί το υπουργείο Οικονομικών.

       Κατ’ αναλογία, πολλοί πιστεύουν ότι αρκεί να υπάρξει συμφωνία που θα απελευθερώσει τις καθυστερούμενες δόσεις, για να ξεπεραστεί η σοβούσα και πολύ επικίνδυνη κρίση πληρωμών.

       Να μου επιτραπεί να αμφισβητήσω τις καθησυχαστικές διαβεβαιώσεις. Υπάρχουν δύο ουσιαστικά εμπόδια στην επίτευξη της τρίτης πολυετούς συμφωνίας. Το ένα είναι ότι πέραν της ταμειακής ρευστότητας, εμφανίστηκε και πάλι δημοσιονομικό έλλειμμα. Αν η κυβέρνηση δεν θέλει να ψηφίσει τα μέτρα που χρειάζονται για να κλείσει το δημοσιονομικό κενό, ούτε συμφωνία θα υπάρξει ούτε όμως και το έλλειμμα θα κλείσει.
       Ακόμη κι αν υπήρχε ο κόσμος εκείνος στον οποίο οι «ξένοι» τρελαίνονται και πληρώνουν τα δάνεια του κ. Τσίπρα. Ακόμη κι αν αποπλήρωναν το ΔΝΤ. Ακόμη κι αν διευθετήσουν τα λήγοντα ελληνικά ομόλογα της ΕΚΤ, αν μας ζητήσουν να τα βγάλουμε πέρα μόνοι μας για τα υπόλοιπα, δεν μπορούμε.

       Αυτό είναι το πρόβλημα. Οι εισπράξεις του κράτους δεν επαρκούν για να καλύψουν τις υπάρχουσες δαπάνες και ακόμη λιγότερο τις προγραμματιζόμενες. Απαιτείται νέο στρίψιμο της δημοσιονομικής στρόφιγγας: μια νέα δόση λιτότητας. Δεν θα είναι τόσο μεγάλη όσο οι προηγούμενες, αλλά και πάλι η κυβέρνηση αδυνατεί.

       Μπέρδεμα γίνεται και με το θέμα των τόκων. Πιστεύουν πολλοί, επηρεασμένοι από την αποβλακωτική προπαγάνδα που πλασάρει το δίδυμο Καμμένου - Κωνσταντοπούλου, ότι αρκεί να «αρνηθούμε» το χρέος, που σημαίνει ότι δεν θα πληρώνουμε ούτε τόκους για να φτάσουν τα χρήματα και να κινηθούμε μόνοι μας.

       Ούτε αυτό μπορεί να συμβεί. Το μεγαλύτερο έλλειμμα της χώρας βρίσκεται εκεί ακριβώς που δεν θέλουν να κοιτάξουν οι κυβερνώντες. Το πραγματικό πρόβλημα της χώρας είναι ότι ο επιχειρηματικός τομέας της οικονομίας δεν παράγει επαρκή αξία προϊόντων και υπηρεσιών που να θέλει να τα αγοράσει ο έξω κόσμος. Η πραγματική λιτότητα ήρθε από τη στιγμή που σταματήσαμε να καταναλώνουμε με δανεικά περισσότερα από όσα παράγουμε.

       Αναλογιστείτε πόσες εισαγωγές χρειάζονται τα «ελληνικά» προϊόντα. Ας συμφωνήσουμε επιτέλους ότι το βαθύτερο πρόβλημα της χώρας είναι το πολύ πραγματικό έλλειμμα της συρρικνωμένης πραγματικής οικονομίας. Το μοντέλο που θέλει το κράτος να αυξάνει τις παροχές και να υποχρεώνει τις επιχειρήσεις σε αυξήσεις δεν θα οδηγήσει ποτέ σε νέο παραγωγικό μοντέλο. Χρειαζόμαστε διεθνείς επενδυτές και καλύτερους επιχειρηματίες και όχι γραφειοκράτες ιδεολόγους. Το δυστύχημα είναι ότι μέχρις ότου συμβεί αυτό, είναι πολύ εύκολο να μεσολαβήσει ένα πολύ σοβαρό ατύχημα. Μάλιστα, οι απαισιόδοξοι πιστεύουν ότι χωρίς ένα μεγάλο σοκ θα συνεχίσουμε να πιστεύουμε στην κρατικίστικη χίμαιρα.

    02/04/2015 - " Θα πρέπει να διαλέξει πολύ γρήγορα" , ¨ Να χειροκροτήσουμε τις επιτυχίες του κ. Τσίπρα;" και "Η πρωτοβουλία και οι συνέπειες"

    Αθήνα, 02/04/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ 

      Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Τετάρτης 01/04/2015, το άρθρο του Αλ. Παπαχελά με τίτλο « Θα πρέπει να διαλέξει πολύ γρήγορα»,  το άρθρο του Διον. Γουσέτη με τίτλο « Να χειροκροτήσουμε τις επιτυχίες του κ. Τσίπρα; » και το άρθρο του Μπ. Παπαδημητρίου με τίτλο « Η πρωτοβουλία και οι συνέπειες », προς ενημέρωσή σας.

     

    Θα πρέπει να διαλέξει πολύ γρήγορα - Αλ. Παπαχελά

     

    Λέγαμε για την κυβέρνηση Σαμαρά ότι ήταν διφυής, αλλά η «πολιτική ψυχανάλυση» δεν είχε φαντασθεί τα διπολικά σύνδρομα της σημερινής κυβέρνησης. Ομολογώ ότι δεν θα ήθελα να βρίσκομαι στη θέση του πρωθυπουργού και να πρέπει να διαχειρισθώ τον βαθύτατο διχασμό και τις αντιφάσεις των υπουργών και στελεχών του. Δεν υπάρχει μείζον θέμα στο οποίο να μην εκδηλώνονται. Στο ζήτημα του ΟΛΠ, όσο και αν προσπαθούν να το στρογγυλέψουν, οι κ. Δραγασάκης και Δρίτσας εκφράζουν κυριολεκτικά δύο εντελώς διαφορετικούς «πλανήτες». Στα ζητήματα δημόσιας τάξης είναι εμφανές ότι συγκρούεται ο ρεαλισμός και η λογική με μια άποψη που λίγο πολύ λέει ότι τα πάντα πρέπει να επιτρέπονται. Στην παιδεία συμβαίνει το ίδιο. Και ακόμη δεν έχει φτάσει η ώρα της λήψης μεγάλων αποφάσεων, καθώς η χώρα βολοδέρνει στο όνομα μιας αέναης διαπραγμάτευσης.

       Πίσω από όλα αυτά, όμως, κρύβονται οι βαθύτερες και πιο κρίσιμες αντιφάσεις του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει μια ομάδα που το λέει καθαρά και ξάστερα ότι θέλει την Ελλάδα εκτός ευρώ, ίσως και εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης για να μπορεί να χειρίζεται το κράτος και την οικονομία όπως θέλει. Υπάρχει μια ομάδα ακτιβιστών, οι οποίοι δεν θέλουν να βάλουν νερό στο κρασί τους και δεν τους ενδιαφέρει η συμβατική διαχείριση της εξουσίας. Και τέλος υπάρχει μια ομάδα ανθρώπων, χωρίς ιδιαίτερη εμπειρία είναι η αλήθεια στη διαχείριση ζωτικών υποθέσεων του κράτους, που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα σε φυγόκεντρες δυνάμεις χωρίς να... σκάσει η χώρα στο κεφάλι της.

      Λένε κάποιοι ότι η μόνη λύση είναι να φύγει μπροστά ο κ. Τσίπρας. Να εκμεταλλευθεί, δηλαδή, το «πολιτικό άστρο» του, όσο φέγγει με πειθώ, και να δημιουργήσει τη νέα Κεντροαριστερά, να γίνει ο νέος Ανδρέας. Εχει όμως ήδη αργήσει. Οι περισσότεροι πολιτικοί ηγέτες ξεκαθάρισαν τα του οίκου του κόβοντας κεφάλια όσο βρίσκονταν στην αντιπολίτευση. Ο κ. Τσίπρας δεν το έκανε είτε γιατί δεν το άντεχε είτε γιατί είναι εθισμένος σε έναν τρόπο κομματικής και πολιτικής λειτουργίας.

       Τώρα δοκιμάζει να κρατήσει όλους ευτυχείς, αλλά η καθημερινή διαχείριση κρατικών υποθέσεων, ειδικά στη σημερινή συγκυρία, είναι αμείλικτη, δεν μπορεί να περιμένει την ωρίμανση ανθρώπων και ατέρμονα κομματικά αχτίφ... Ο πρωθυπουργός θα πρέπει να διαλέξει πολύ γρήγορα ποιον δρόμο θα ακολουθήσει.

     

    Να χειροκροτήσουμε τις επιτυχίες του κ. Τσίπρα; - Διον. Γουσέτη


    Πρέπει να χειροκροτήσουμε τον κ. Τσίπρα, επειδή κατάλαβε ότι δεν θα κλείσει ούτε τρίμηνο στην εξουσία αν δεν καταφέρει να αποσπάσει και άλλα δανεικά από τους εταίρους μας; Ομολογουμένως, η «κωλοτούμπα» του ήταν εντυπωσιακή, μετά τις απειλές που έχει εκτοξεύσει εναντίον τους και ύστερα από δηλώσεις θυμωμένων υπουργών, όπως π.χ. του κ. Βούτση, ότι «είμαστε σε πόλεμο με τους δανειστές μας». Ευτυχώς, οι δανειστές μας είναι προσγειωμένοι στην πραγματικότητα και δεν παίρνουν τοις μετρητοίς τέτοια παιδιάστικα ξεσπάσματα. Είναι, όμως, αμφίβολο αν τελικώς θα καταφέρει να τα βρει με τους «θεσμούς». Ακόμα πιο αμφίβολη είναι η έγκριση της τελικής συμφωνίας, αν υπάρξει, από τους... ούλτρα αριστερούς του ΣΥΡΙΖΑ. Ο κ. Λαφαζάνης, ήδη, «βρυχάται» και, για να τον αφοπλίσει, ο κ. Τσίπρας σκηνοθέτησε ολόκληρη κοινοβουλευτική παράσταση. Μάλλον θα πρέπει –αν χρειαστεί– να τον συνδράμουν τα κόμματα της αντιπολίτευσης, ώστε να αποφύγουμε τον ακαριαίο θάνατο από οικονομικό έμφραγμα.

       Αυτό, όμως, απέχει από το να αξίζει χειροκρότημα ο κ. Τσίπρας, αφού στην καλύτερη περίπτωση δεν θα καταφέρει τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι είχε καταφέρει η κυβέρνηση Σαμαρά. Δεν θα καταφέρει ούτε ένα βήμα προς τη θεραπεία των χρόνιων ασθενειών και το άνοιγμα του δρόμου για την ανάπτυξη. Ποιες είναι οι χρόνιες ασθένειες; Ο Στέφανος Μάνος μάς θύμισε τις επισημάνσεις της έκθεσης του 1947 του Αμερικανού απεσταλμένου Πολ Πόρτερ. Εγραφε: «Δύο είναι τα προβλήματα της Ελλάδας: οι υπερβολικές δημόσιες δαπάνες και η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης». Πέρασαν 68 χρόνια και τα δύο προβλήματα δεν λύθηκαν. Αντίθετα, οξύνθηκαν. Οι μεν δαπάνες αυξήθηκαν κατακόρυφα και φτάσαμε στο σημείο να χρειάζονται δανεικά για να καλυφθούν. Η δε δημόσια διοίκηση έγινε πιο υδροκέφαλη, πιο εχθρική στους επενδυτές και πιο διεφθαρμένη. Φτάσαμε στο σημείο οι υπουργοί να μην ξέρουν πόσους υπαλλήλους έχουν.

       Η κυβέρνηση Σαμαρά δεν έκανε προσπάθεια να θεραπεύσει τις δύο ασθένειες. Δεν νοιάστηκε να οργανώσει ένα μικρότερο, ευέλικτο και φτηνότερο κράτος. Αντίθετα, για να καλύψει τις υπερβολικές δαπάνες του, επιδόθηκε σε φοροεπιδρομές που σκοτώνουν κάθε παραγωγή, κάθε προοπτική ανάπτυξης. Η κυβέρνηση Τσίπρα την υπερφαλαγγίζει, μιλώντας για «ανθρωπιστική κρίση» στην 36η πλουσιότερη χώρα του κόσμου και εξαγγέλλοντας νέους φόρους. Αντί για μείωση των δημόσιων δαπανών, ακούμε εξαγγελίες επαναπρόσληψης των ολίγων που άτσαλα απέλυσε ο κ. Σαμαράς και τον κ. Καμμένο να χτυπά την ανεργία με την… επανίδρυση των ΜΟΜΑ. Μαθαίνουμε ότι ο υφυπουργός κ. Κουράκης κήρυξε την επανάσταση εναντίον του υπουργού του Αριστείδη Μπαλτά, απαιτώντας να διοριστούν κομματόσκυλα ως περιφερειακοί διευθυντές εκπαίδευσης. Μαθαίνουμε ότι οι εκπρόσωποί μας δεν διαβάζουν τα έγγραφα τα οποία πάνε να διαπραγματευτούν. Και παρακολουθούμε το στράγγισμα των ασφαλιστικών ταμείων για την απολεσθείσα ρευστότητα. Μέχρι πότε θα αντέχει η τσέπη μας; Μέχρι πότε θα ανέχονται οι εταίροι μας τα παιδιάστικα καμώματά μας;

     

       Η πρωτοβουλία και οι συνέπειες - Μπ. Παπαδημητρίου

     

       Είναι προφανές ότι ο πρωθυπουργός είναι απασχολημένος με τρία ζητήματα.

       Πρώτον, αναζητεί εναγωνίως είτε με δανεικά, είτε με χαριστικές ρυθμίσεις προς ασυνεπείς φορολογουμένους, να γεμίσει το κρατικό ταμείο.

       Δεύτερον, λαμβάνει πολύ σοβαρά τις απειλές που διατυπώνονται από την οργανωμένη εσωτερική αμφισβήτηση των δήθεν «αριστερών».

      Τρίτον και σπουδαιότερο, ο κ. Τσίπρας δεν είναι σε θέση να εκτιμήσει με ακρίβεια και, ακόμη χειρότερα, να κατανοήσει επαρκώς, τις δυνατότητες συνεννόησης με τους ελεγκτές-εκπροσώπους των εταίρων και δανειστών, που συγκροτούν την «Ομάδα Βρυξελλών».

       Ας μείνω στο τελευταίο. Κανείς δεν γνωρίζει ποιος είναι ο στόχος της κυβέρνησης στις συζητήσεις που γίνονται, πασχαλιάτικα, στις Βρυξέλλες. Θέλει ο κ. Τσίπρας να δεσμευτεί μόνον σ’ ένα αρχικό πακέτο ρυθμίσεων, με αντάλλαγμα την επιστροφή του 1,9 δισ. ευρώ, ίσως και ενός ακόμη ποσού, ώστε να εορταστεί και το δικό μας Πάσχα, χωρίς κάποια τραπεζική αναταραχή;

       Με μια ματιά σε όσα διοχετεύει το επιτελείο του Μαξίμου, προς την –ήδη ημιεπίσημη– Ενημέρωση, μπορούμε να κρίνουμε πόσο ακανθώδης θα είναι η όποια συμφωνία με την πρώην τρόικα. Εφόσον, βεβαίως, δεν έχει αλλάξει τον τρόπο που σκέφτονται, αξιολογούν και συζητούν στις Βρυξέλλες, όπως με σιγουριά πρέπει να αναμένεται.

       Το πρόβλημα με τα μέτρα που έβαλε στο τραπέζι το υπουργείο Οικονομικών είναι η ασάφεια που τα χαρακτηρίζει. Κρίνετε μόνοι σας: Είναι πρακτικώς αδύνατον, σε οιονδήποτε τεχνοκράτη, Ελληνα ή ξένο, να βάλει κάποιο νούμερο δίπλα στα προτεινόμενα μέτρα.Ποιος μπορεί να υπολογίσει πόσα θα εισπράξει το κράτος, από: (α) έλεγχο των τοποθετήσεων Ελλήνων πολιτών σε λογαριασμούς στο εξωτερικό, (β) πόλεμο εναντίον της μη απόδοσης ΦΠΑ, (γ) ρύθμιση παλαιών οφειλών προς εφορία και ασφαλιστικά ταμεία; Κανείς! Κι όμως, το οικονομικό επιτελείο υπολογίζει, χωρίς να εξηγεί, ότι θα εισπράξει το ποσό των 1.675 εκατομμυρίων, με τις τρεις αυτές κινήσεις.

       Η καταστολή της φοροδιαφυγής, κατά πάγια αρχή ενός ορθολογικού και τεχνοκρατικά άρτιου δημοσιονομικού υπολογισμού, δεν μπορεί να θεωρείται σίγουρη πηγή εσόδων. Με άλλα λόγια, όπως όλα αυτά τα χρόνια ορθώς επέμειναν οι άνθρωποι των Βρυξελλών και του Ταμείου, «πιάστε πρώτα τους φοροφυγάδες και μετά υπολογίστε τα έσοδά σας από τη φοροδιαφυγή».

       Υπάρχει μια σπουδαία διαφορά σε όσα συμβαίνουν αυτές τις ημέρες. Η κυβέρνηση –ορθώς κατά την άποψή μου– επεδίωξε να είναι αυτή που έχει την πρωτοβουλία στην εισήγηση των προτάσεων επί των οποίων θα κρίνεται κάθε φορά το ελληνικό πρόγραμμα. Αν πέσει έξω, δεν θα μπορεί να τα ρίξει σε καμία «τρόικα» και σε κανέναν λανθασμένο... πολλαπλασιαστή. Το μόνο που θα πολλαπλασιάσει μια αποτυχία της είναι οι δυσκολίες των ανθρώπων αυτής της χώρας.

    30/03/2015 - ¨ Εγκλωβισμένοι όλοι στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ ¨ - ¨ Οι υπόδικοι και οι αοριστολόγοι ¨

    Αθήνα 30/3/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       
       Επειδή ο ενεργός και χρήσιμος πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης, σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 29/03/2015, το άρθρο του Στ. Κασιμάτη με τίτλο «Εγκλωβισμένοι όλοι στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ» και το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Οι υπόδικοι και οι αοριστολόγοι», για να μπορείτε να έχετε σφαιρικότερη άποψη για όσα μας συμβαίνουν.

     

    Στ. Κασιμάτη - Εγκλωβισμένοι όλοι στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ
     
       Στις ζοφερές συζητήσεις που έχω υποχρεωτικά (ως μη παντελώς ακοινώνητος, όσο και αν προσπαθώ...), αλλά είμαι βέβαιος ότι το ίδιο συμβαίνει και στις συζητήσεις που κάνετε εσείς με τους δικούς σας φίλους, συνήθως μένει στο τέλος ένα ερώτημα να αιωρείται: και ποια εναλλακτική έχουμε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει τη συντέλεια;
      Λοιπόν, εγώ έχω βρει έναν τρόπο για να κάνω την εύκολα προβλέψιμη απάντηση πιο ενδιαφέρουσα με το χιούμορ. Λέω: «Ο Αντώνης Σαμαράς» ― ξερά, χωρίς θαυμαστικά, αποσιωπητικά και τα τοιαύτα. Είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος για να πεις μια δυσάρεστη αλήθεια: ότι, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, πραγματική εναλλακτική δεν υπάρχει. Πραγματική, να το τονίσω ― όχι υποθετική, υπό διαμόρφωση ή ό,τι άλλο παρεμφερές κ.λπ.
       Η παραμονή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Ν.Δ. και, εξίσου, η αδυναμία των ικανών πολιτικών της νεότερης γενιάς να θέσουν το κοινό συμφέρον πάνω από τις φιλοδοξίες στερούν από το «κατ’ εξοχήν αστικό κόμμα» τη δυνατότητα να αλλάξει την αφήγηση για την κρίση. Ακόμη χειρότερα, το καταδικάζει να μένει εγκλωβισμένο στην αφήγηση που έφτιαξε ο ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση και η οποία τον οδήγησε στην εξουσία. Αυτό συμβαίνει επειδή στη μέχρι τώρα πορεία του ο Αντώνης Σαμαράς έχει ενσαρκώσει υποδειγματικά τη βαθιά αμφιθυμία της Ν.Δ. για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
       Ας μην τρομάζουμε με τη συγκεκριμένη λέξη επειδή έχει συνδεθεί με τη φάση του ΠΑΣΟΚ όπου ο Τσοχατζόπουλος ως έργο τέχνης έφθασε στην τελείωσή του. Το Μνημόνιο είναι, επί της ουσίας, η συμφωνία που συνάψαμε με τους εταίρους-δανειστές μας για να εκσυγχρονίσουμε το σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος μας, καθώς επίσης για να ανοίξουμε την οικονομία μας στη διεθνή πραγματικότητα. Είναι μια συμφωνία, δηλαδή, για να κάνουμε ό,τι θα οφείλαμε να είχαμε κάνει μόνοι μας, εφόσον θέλουμε να είμαστε στο ευρώ. Αν καταλήξαμε να φαίνεται σε όλο τον κόσμο ότι οι Ευρωπαίοι μάς επιβάλλουν ένα πρόγραμμα εκσυχρονισμού του κράτους είναι επειδή εμείς δεν είμαστε πρόθυμοι (ούτε ικανοί, όπως φαίνεται) να το κάνουμε για τον εαυτό μας. Δεν είναι περίεργο ότι αυτό το απλό μήνυμα το «κατ’ εξοχήν κόμμα» δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να το εκπέμψει με σαφήνεια και καθαρότητα, εδώ και πέντε χρόνια; Οχι, δεν είναι, απαντώ• και θα εξηγήσω παρακάτω.
       Η Ν.Δ. ήταν συνυπεύθυνη για τη χρεοκοπία, εξαιτίας της δημοσιονομικής σπατάλης, η οποία επί των ημερών της πενταετίας Καραμανλή εκτοξεύθηκε στα ύψη. Αυτό το μέρος της ευθύνης, στον βαθμό που τους αναλογεί, όχι μόνον ο ιδιοκτήτης της Ν.Δ. (αντιλαμβάνεσθε...), αλλά και όσοι υπουργοί, στελέχη, βουλευτές συμμετείχαν στο πάρτι και έφτιαξαν τη βάση της προσωπικής τους ισχύος δεν ήθελαν να το αναλάβουν. Και ήταν φυσικό, μέσα στον απόλυτο κυνισμό της πολιτικής ― κορόιδα ήταν; Υπήρχε εξάλλου το βολικό κακορίζικο, ο ΓΑΠ, για να φορτωθεί όλο το μέρος της ευθύνης.
       Να πληροφορήσω δε όσους το αγνοούν ότι το 2010 ο Κ. Καραμανλής ρωτήθηκε σχετικά με τη θέση της Ν.Δ. έναντι του Μνημονίου και ήταν κατηγορηματικά αρνητικός. Δεν ήταν λοιπόν μόνον ο Σαμαράς υπεύθυνος για την αμφιθυμία της Ν.Δ. απέναντι στην ευρωπαϊκή πίεση για εκσυγχρονισμό. Η κρατούσα τάση τότε στη Ν.Δ. ήταν η αντιεκσυγχρονιστική και, απλώς, ο Σαμαράς ήταν εκεί για να την ενσαρκώσει.
       Και την ενσάρκωσε περίφημα! Μαζοχιστής εκ φύσεως (αυτό το καταλάβαμε πια όλοι, πρόεδρε...), εξέφρασε αρχικά την αντιμνημονιακή τάση επί δύο χρόνια, με το επιχείρημα: «Μα θα αφήσουμε όλο το πεζοδρόμιο να πάει αριστερά;». Εσφαλμένο επιχείρημα, όπως έδειξε η εξέλιξη της ιστορίας: ήταν ο λάβρος αντιμνημονιακός λόγος τού «κατ’ εξοχήν αστικού κόμματος» αυτό που απελευθέρωσε τους πιο ακραίους ψηφοφόρους του (και δεν εννοώ ακραίους του Κέντρου...) από τον σεβασμό των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της χώρας και τους έστειλε να φτιάξουν τους ΑΝΕΛ και να ενισχύσουν τη Χρυσή Αυγή. Με την πίεση της πραγματικότητας που δέχθηκε ως πρωθυπουργός, όμως, ο Σαμαράς αναγκάστηκε να κάνει πλήρη αναστροφή και επί δύο χρόνια να πορευθεί τον δρόμο που τα προηγούμενα δύο κατήγγελλε. Παρά τα αποτελέσματα που πέτυχε, κυρίως χάρη στη σχέση με τον Στουρνάρα (όσο λειτούργησε) και στην αυτοθυσία πέντε ή έξι υπουργών του, έκανε ξανά αναστροφή προς την αρχική κατεύθυνση, απαξιώνοντας ουσιαστικά το δικό του επίτευγμα και όσους τον εμπιστεύθηκαν. Ετσι, αφού το μήνυμα της πρωθυπουργίας Σαμαρά ήταν ότι στο Μνημόνιο δεν υπάρχει σωτηρία, οι εκλογές ήταν περίπατος για τη ριζοσπαστική Αριστερά.
       Με τον Σαμαρά στο τιμόνι, η Ν.Δ. συντηρεί το αντιμνημονιακό κόμπλεξ της και μένει εγκλωβισμένη στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, τώρα πια το Μνημόνιο τελείωσε ― αν όχι ως πραγματικότητα, ως λέξη οπωσδήποτε. Ομως ο αγώνας για να εκσυγχρονισθεί η Ελλάδα μέσα στο ευρώ δεν έχει τελειώσει και όφειλε να είναι ο αγώνας τού «κατ’ εξοχήν αστικού κόμματος». Πώς να πει, όμως, ότι φτιάχνει κάτι καινούργιο που αξίζει, πώς να ζητήσει από τους άλλους να το πιστέψουν, όταν η Ν.Δ. δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της για το παλιό; Από την αρχή της κρίσης, αυτό ήταν και αυτό είναι το πρόβλημα της Ν.Δ. Αυτό θα είναι, επίσης, όσο το τσοπανόπουλο (μιλώ μεταφορικώς...) μένει για να φυλάει το αποδεκατισμένο μαντρί έως ότου γυρίσει ο τσέλιγκας.
       Στην παραπάνω βουκολική εν τη ευρεία εννοία εικόνα, τσέλιγκας είναι φυσικά ο Καραμανλής ο Υπαρκτός ― όπως θα τον λέω εφεξής, καθώς η πρωθυπουργία του συνέπεσε με την ακμή του Υπαρκτού Ελληνισμού. Ο στρατηγικός στόχος του δεν είναι να αναλάβει την ηγεσία της Ν.Δ., είτε της σημερινής είτε της όποιας Ν.Δ., διότι τότε αυτό που τόσα χρόνια θάβει επιμελώς, οι ευθύνες του, θα έβγαιναν ξανά στην επιφάνεια. Σκοπεύει μάλλον να επαναλάβει το επίτευγμα του θείου του, του κανονικού Καραμανλή, το 1974. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα νέο κόμμα, ευρωπαϊκό στον προσανατολισμό, αλλά πολυσυλλεκτικό σε ψήφους, και να πρωταγωνιστήσει σε μια νέα Μεταπολίτευση.
       Προϋπόθεση όλου αυτού, βέβαια, είναι να έχει προηγηθεί η πραγματική καταστροφή. Το σοκ που θα προκαλέσει είναι απαραίτητο και για να λησμονηθούν οι ευθύνες του Κωνσταντίνου του Υπαρκτού και για να συνενωθούν υπό τη σκέπη του διάσπαρτες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό είναι το εν εξελίξει «σχέδιο» στη Ν.Δ.• αυτό έρχεται και όλοι το διαισθάνονται. Ως τότε, Σαμαράς και Καραμανλής συμπορεύονται ισορροπώντας: ο μεν Σαμαράς δέχεται τη στήριξη του Καραμανλή, παρότι καταλαβαίνει την απώτερη σκοπιμότητα που βρίσκεται από πίσω, επειδή ελπίζει ότι θα καταφέρει να σταθεί, ο δε Καραμανλής την προσφέρει, επειδή βραχυπρόθεσμα χρειάζεται έναν διαχειριστή ενώ μεσοπρόθεσμα ελπίζει στην αποτυχία του Σαμαρά.
       ΥΓ.: Σχετικό πρόβλημα, σημειωτέον, είναι και το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ ― εξ ου και η συμπόρευση των δύο «αιωνίων», κατά την ποδοσφαιρική γλώσσα. Με μια τεράστια διαφορά όμως: το ΠΑΣΟΚ για να ξεφύγει από την αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αρνηθεί την ιδεολογία του, ενώ η Ν.Δ. πρέπει να αρνηθεί τις πολιτικές που την εξομοίωσαν με το ΠΑΣΟΚ. Οι μεν του ΠΑΣΟΚ πρέπει να αρνηθούν τη φύση τους, οι δε της Ν.Δ. μια κακή, χείριστη φάση της εξέλιξής τους, τη γαλάζια πασοκαρία. Για το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, η κρίση είναι υπαρξιακή και, γι’ αυτό, θα το οδηγήσει στον αφανισμό. Για τη Ν.Δ., όμως, είναι στο χέρι της να αποτρέψει τον δικό της αφανισμό.

     

    Χρ. Γιανναρά - Οι υπόδικοι και οι αοριστολόγοι

     

       Ασκηση κριτικής σκέψης: Γιατί ο πολύς κ. Σόιμπλε (και ό,τι αυτό το όνομα συμβολικά εκπροσωπεί) να εκφράσει τόσο απροσχημάτιστα την εύνοιά του για τις παρελθούσες γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις στην Ελλάδα και την οργισμένη απαρέσκειά του για τη σημερινή κυβέρνηση; (θυμηθείτε τη δήλωσή του ότι «η νέα ελληνική κυβέρνηση κατέστρεψε όλη την εμπιστοσύνη που είχε επιτευχθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση» – «Κ» 17.3.2015).

       Είναι αυτονόητο η ολοκληρωτική εξάρτηση μιας χώρας από τους δανειστές της να καθιστά προσχηματικές τις λειτουργίες τής δημοκρατίας σε αυτή τη χώρα. Αποφασίζουν σχεδόν για όλα οι «θεσμοί» που ορίστηκαν από τους δανειστές να επιτροπεύουν τη χώρα – η κυβέρνηση είναι στοιχείο περίπου διακοσμητικό και οι εκλογές για να αναδειχθεί κυβέρνηση, περίπου παντομίμα. Ομως, αφού οι δανειστές επιτρέπουν (ακόμα) την παντομίμα της δημοκρατίας, γιατί ενοχλούνται και εξοργίζονται με την τήρηση των προσχημάτων, γιατί δεν τα καταργούν;

       Η κριτική λειτουργία της λογικής δύο αιτίες για τη συντήρηση των προσχημάτων δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης μιας υπερχρεωμένης χώρας μπορεί να υποθέσει: Πρώτη αιτία, ότι τα προσχήματα καμουφλάρουν και παρηγορούν με ψευδαισθήσεις τις πολύ οδυνηρές για τον πληθυσμό επιπτώσεις της χρεοκοπίας: την ανεργία, για πολλούς την πείνα, τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής αδικίας, την άθικτη αναξιοκρατία, τον δραστικό περιορισμό του κράτους-πρόνοιας. Δεύτερη αιτία είναι, ότι τα προσχήματα συντηρούν φαντασιωσικά υποκατάστατα «αντίστασης» στην επιτρόπευση, κυρίως συντηρούν την παραισθησιογόνο «αριστερή» ρητορεία.

       Οι ελλαδικές κυβερνήσεις που εισέπραξαν τον απροσχημάτιστο έπαινο του κ. Σόιμπλε, οι γαλαζοπράσινες, ήταν φυσικά αδύνατο να διαπραγματευτούν «κόκκινες γραμμές» στοιχειώδους κοινωνικής - ανθρωπιστικής άμυνας απέναντι στις στυγνές αξιώσεις των δανειστών. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα ίδια αυτά κόμματα που τις συγκροτούσαν είχαν υπογράψει εν ψυχρώ τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, ήταν οι φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος – αποκλειστικά και μόνο για να τραφεί ο Μινώταυρος του πελατειακού κράτους (ο εγγυητής της εξουσίας τους). Ηταν οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν π.χ. «παραλάβει» υπουργείο και πεπραγμένα από τον Τσοχατζόπουλο, «χωρίς να αντιληφθούν» τη συντελεσμένη κακουργηματική καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος. Ή είχαν παραλάβει «ιεροκρυφίως» την παραποιημένη «λίστα Λαγκάρντ» και τη «φύλαγαν» στο γραφείο τους «ξεχασμένη». Ουσιαστικά υπόδικοι λοιπόν οι ίδιοι, πώς να υπερασπίσουν τον λαό από τις συνέπειες των δικών τους κακουργημάτων ή παραλείψεων;

       Ομως η κριτική σκέψη δοκιμάζεται και από τη σκανδαλώδη εμμονή της Αριστεράς στα προσχήματα. Γιατί να συμβιβάζεται και η Αριστερά με μία δήθεν αυτοδιαχείριση της επιτροπευόμενης χώρας μας, γιατί να κλείνει τα μάτια μπροστά στις πραγματικές αιτίες του υπερδανεισμού και της χρεοκοπίας; Ισως επειδή στα τελευταία σαράντα χρόνια η Αριστερά ξέμαθε να παλεύει για στόχους κοινωνικούς, ξέρει πια μόνο να ρητορεύει. Το είδος της Αριστεράς που έφτασε σήμερα να σχηματίσει κυβέρνηση προσχηματική, δεν γεννήθηκε από την ανάγκη να υπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες, γεννήθηκε για να διεκδικήσει καταναλωτικές απαιτήσεις. Δεν γέννησε τη σημερινή Αριστερά η λαχτάρα για κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοκρατία, η ανάγκη να εξαλειφθεί το «πελατειακό κράτος», η διαπλοκή και η διαφθορά, να πρωτεύσει η δίψα για την ποιότητα ζωής που χαρίζει η καλλιέργεια, η αυστηρών απαιτήσεων εκπαίδευση.

       Η Αριστερά που μας κυβερνάει σήμερα γεννήθηκε ταυτισμένη με την τυφλή καταναλωτική διεκδίκηση, τη συνδικαλιστική εκβιαστική αυθαιρεσία, τις απεργίες «κοινωνικού κόστους». Ταυτίστηκε σαράντα ολόκληρα χρόνια η Αριστερά με τον βασανισμό του λαϊκού σώματος από την απληστία διεκδικήσεων των συνδικαλισμένων «ρετιρέ», την υπεράσπιση των παρασιτικά διορισμένων εκλεκτών του πελατειακού κράτους. Κάλυψε πολιτικά και πρόσφερε την ετικέτα της η Αριστερά σε εγκλήματα αντικοινωνικής, χυδαία εγωκεντρικής κακοήθειας: επιδόματα πλαστογραφημένης αναπηρίας, συμπαράταξη με τους αετονύχηδες συνταξιοδοτημένους από τα πενήντα ή και τα σαράντα-τόσα τους χρόνια. Και αυτή την αντίφαση αριστερής ετικέτας και κτηνώδους εγωκεντρισμού ή καταστροφικής υστερίας τη γεφύρωνε πάντοτε μια μεγαλόστομη ξύλινη ρητορεία.

       Η Αριστερά που μας κυβερνάει σήμερα είναι εκ γενετής ρητορική – οι θεωρητικοί της, καθόλου τυχαία, είχαν ορμητήριο τα μπιστρό της πλατείας Κολωνακίου. Στις διαπραγματεύσεις τους σήμερα με τους δανειστές μας προτάσσουν ρητορεύματα που τα βαφτίζουν «πολιτικές προτάσεις διαπραγμάτευσης», ενώ οι σκληροπυρηνικοί καπιταλιστές συνομιλητές τους, ασύγκριτα συνεπέστεροι στον Ιστορικό Υλισμό από τους μαρξιστές, απαιτούν «νούμερα»: από ποιες περικοπές θα εξοικονομήσετε πόσα χρήματα.

       Ενα από τα οδυνηρότερα δείγματα «αριστερής» (τάχα μου) ρητορείας, που θέλει να εξωραΐσει την πολιτική ανοχή αντικοινωνικών - αντιλαϊκών εγκλημάτων, ήταν και η δήλωση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Γιάννη Πανούση, με αφορμή την ανεμπόδιστη δήωση και καταστροφή του κτιρίου της Νομικής από κουκουλοφόρους «καταληψίες»: «Η αστυνομία δεν είναι αρμόδια να επεμβαίνει στα ενδοοικογενειακά των πανεπιστημίων»! Αποψη λογική μιας «Αριστεράς» που θυσιάζει, με τέλειο αμοραλισμό, την κοινωνιοκεντρική της ταυτότητα στον βωμό του πολιτικού τυχοδιωκτισμού.

       Ο κ. Τσίπρας πήρε εντολή από την ελλαδική κοινωνία να ξαναστήσει τη λειτουργία της ζωής στη ρημαγμένη από φαύλους και ανίκανους πολιτικούς χώρα. Θεμελιώδης προϋπόθεση για να ανταποκριθεί σε αυτή την εντολή, είναι να «γεννήσει» πολιτικά μιαν όντως ριζοσπαστική, καινούργια Αριστερά. Καίρια πρόκληση, που θα την ζήλευε κάθε προικισμένος με «τσαγανό» πολιτικός. Καινούργια θα πει: μια Αριστερά ελευθερωμένη από τη δουλεία στον οικονομισμό, από τη σύνθλιψη της ζωής και των ελπίδων στα γρανάζια, τα ανθρωποφάγα, της εκβιαστικής διεκδίκησης. Κοινωνιοκεντρική Αριστερά, ελευθερωμένη από τη νοθεία, την παραποίηση, τον βαρβαρικό ατομοκεντρισμό, που κουβαλάει από γεννησιμιού του ο ελλαδικός πολιτικός μεταπρατισμός.  

     

    24/03/2015 - Η θετική εξέλιξη

    Αθήνα, 24/03/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       
       Σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 22/03/2015 το άρθρο του Νίκου Βέττα με τίτλο « Η θετική εξέλιξη», ένα σύντομο κείμενο το οποίο αναφέρει με εύκολα κατανοητό τρόπο τις σωστές και λανθασμένες ενέργειες που έγιναν και το τί πρέπει να γίνει σήμερα για να υπάρξει μία θετική εξέλιξη των πραγμάτων προς όφελος της κοινωνίας και της χώρας μας.

     

    Η θετική εξέλιξη - Ν. Βέττα


       Μέσα στους πολύ μεγάλους κινδύνους για την ελληνική οικονομία και κοινωνία, σκόπιμο είναι να εστιάσουμε στις θετικές προοπτικές. Η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης με τους εταίρους δεν θα ήταν σήμερα εφικτή, αν δεν είχαν προηγηθεί η επίτευξη πρωτογενούς πλεονάσματος και η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών το 2013-14. Αυτά, με τη σειρά τους, δεν θα μπορούσαν να είχαν επιτευχθεί χωρίς να έχει προηγηθεί το PSI το 2012. To PSI, πάλι, δεν θα ήταν δυνατό χωρίς το πρώτο μνημόνιο και την ένταξη της Ελλάδας σε πρόγραμμα το 2010. Βρισκόμαστε, λοιπόν, στον κρίσιμο κρίκο μιας αλυσίδας που απέτρεψε την ανεξέλεγκτη χρεοκοπία, φυσικά με πολύ μεγάλο κόστος για τους Ελληνες, που το δέχτηκαν κατανοώντας το ακόμη υψηλότερο κόστος που θα είχαν μεσοπρόθεσμα οι εναλλακτικές επιλογές.

       Τα πρόσφατα προβλήματα και αστοχίες πρέπει, επίσης, να είναι ξεκάθαρα. Το μνημόνιο προσέφερε χρήματα για τη σταθεροποίηση και χρόνο για την προσαρμογή, αλλά υπήρξε λιγότερη έμφαση από την επιθυμητή (κυρίως στην εφαρμογή) στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και περισσότερη στα δημοσιονομικά. Οσον αφορά στα διαρθρωτικά, η απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών θα έπρεπε να τρέξει πριν ή τουλάχιστον ταυτόχρονα με την απελευθέρωση της αγοράς εργασίας. Στα δημοσιονομικά, θα έπρεπε να είχε δοθεί μεγαλύτερη έμφαση στις δαπάνες και λιγότερη στους φόρους. Για τις δαπάνες, θα έπρεπε οι μειώσεις να ήταν περισσότερο επιλεκτικές και λιγότερο οριζόντιες. Για τους φόρους, επίσης, θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στη μείωση της φοροδιαφυγής και όχι στην αύξηση των συντελεστών.

      Ομως, παρά τα επιμέρους προβλήματα, ο κυριότερος λόγος αποτυχίας ήταν η παράταση της υψηλής αβεβαιότητας, η άρνηση της κοινωνίας να στηρίξει αλλαγές που θα ήταν συνολικά προς όφελός της και ότι το μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα εμφανίστηκε ως επιβαλλόμενο από το εξωτερικό, χωρίς επαρκή υποστήριξη στο εσωτερικό της χώρας. Σε αυτές τις συνθήκες, δεν αποτέλεσε έκπληξη η δραματική μείωση των επενδύσεων και η συνακόλουθη μείωση της απασχόλησης και του προϊόντος.

       Πού βρισκόμαστε λοιπόν τώρα, κι ενώ το ευρωπαϊκό περιβάλλον γίνεται σταδιακά πολύ ευνοϊκό και στα νομισματικά και στα δημοσιονομικά; Εφόσον η ελληνική οικονομία είναι ακόμη αποκομμένη από τις αγορές, θα πρέπει να υπάρξει πρόγραμμα σε συμφωνία με την ευρωζώνη. Το πρόγραμμα, αναγκαστικά, θα πρέπει να συνοδεύεται από όρους. Αυτά είναι τα προφανή δεδομένα. Ομως, ποιοι όροι είναι κατάλληλοι; Με βάση την εμπειρία των τελευταίων ετών, το πρόγραμμα που μπορεί να θέσει την Ελλάδα σε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης πρέπει να συνδυάζει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:

       Πρώτον, έμφαση στην αλλαγή των κανόνων της οικονομίας, σε δομικές μεταρρυθμίσεις, και όχι σε επιπλέον δημοσιονομική προσαρμογή, χωρίς βέβαια να υπάρξει οπισθοδρόμηση.

       Δεύτερον, προτεραιότητα να δοθεί στην πραγματική απελευθέρωση των αγορών προϊόντων και υπηρεσιών και στη δραστική απλούστευση των διαδικασιών στη δημόσια διοίκηση. Ο συνδυασμός των δύο αποτελεί και το μόνο υπόβαθρο και για την καταπολέμηση της διαφθοράς.

       Τρίτον, η ποιότητα στην απονομή δικαιοσύνης και στο εκπαιδευτικό σύστημα πρέπει να συγκλίνει τουλάχιστον στον μέσο όρο της Ευρώπης.

       Τέταρτον, δημόσιο δίχτυ προστασίας και υποστήριξης των πραγματικά αδύναμων στην ελληνική κοινωνία, πεδίο στο οποίο υπήρχαν κακές επιδόσεις ακόμη και πριν από την κρίση.

       Πέμπτον, η «ιδιοκτησία» του προγράμματος πρέπει να ανήκει στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία θα πρέπει να επιδιώξει γύρω από αυτό την ευρύτερη δυνατή συναίνεση. Οι κεντρικοί στόχοι πρέπει να είναι σαφείς και κοινά συμφωνημένοι, αλλά η επιλογή των επιμέρους πολιτικών να είναι ευθύνη όσων θα τις εφαρμόσουν στην πράξη.
       Εκτον, η ευρωπαϊκή πλευρά θα πρέπει να υποβοηθήσει ένα επενδυτικό κύμα, που θα αναπτυχθεί σε βάθος τριετίας.

       Εβδομον, οι πιστωτές θα πρέπει να εγγυηθούν ότι, όσο η ελληνική πλευρά επιδεικνύει πρόοδο στο μεταρρυθμιστικό πεδίο, το βάρος της εξυπηρέτησης του χρέους προς αυτούς δεν θα αυξηθεί, ακόμη και σε μεταγενέστερο χρόνο.
       Μια θετική εξέλιξη θα γίνει πιθανότερη αν η πολιτική για το υπόλοιπο του έτους θέσει δύο ενδιάμεσους στόχους. Κάθε επιμέρους μέσο πρέπει να εξετάζεται σε συνάρτηση με την επίτευξη για το τρέχον έτος ενός υψηλού ρυθμού ανάπτυξης – θα μπορούσε να επιδιωχθεί υπό όρους ένας ρυθμός στην περιοχή του 2%. Επίσης, το συντομότερο δυνατό, να υπάρξει διασαφήνιση προθέσεων και αναζήτηση συναινέσεων. Η παράταση της αβεβαιότητας μπορεί να δημιουργήσει τριβές και μη ανατρέψιμες εμπλοκές. Αντίθετα, σήμερα η σαφήνεια και από τις δύο συμβαλλόμενες πλευρές είναι απαραίτητη και μπορεί να αποδειχθεί εξαιρετικά δημιουργική.
       * Ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών.