20/06/2014 - Πού πάμε; - Στέφανος Κασιμάτης

    Αθήνα, 20/06/2014

     

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

     

    Σας αναδημοσιεύουμε από την δεύτερη σελίδα της Καθημερινής της Τετάρτης 18 ιουνίου 2014 το άρθρο του Στέφανου Κασιμάτη με τίτλο : « Πού πάμε; ».


       Η χώρα αυτή προχωρεί –όταν προχωρεί– με ένα βήμα μπροστά και μισό βήμα προς τα πίσω. Για ό,τι θετικό γίνεται, είτε επειδή αυτό μας επιβάλλεται άνωθεν και το κάνουμε με το στανιό είτε επειδή βρίσκεται πότε πότε κανένας αγαθός να πιστέψει στο κοινό συμφέρον και να παραμερίσει το στενά προσωπικό του, πάντα ακολουθούν διορθωτικές κινήσεις και προσαρμογές για τον κατευνασμό των θιγομένων. Ετσι, αυτό το λίγο που μένει κάθε φορά από την αφαίρεση είναι η πρόοδος. Αυτό, πάνω-κάτω, συνέβαινε ώς τώρα στα δύο χρόνια της συγκυβέρνησης Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ. Αν θα εξακολουθήσει να συμβαίνει από εδώ και στο εξής είναι αβέβαιο• και αιτία της αβεβαιότητας είναι η αλλοπρόσαλλη κυβέρνηση που προέκυψε μετά τις ευρωπαϊκές εκλογές.
       Ανεξαρτήτως της σωρείας λαθών και επιπολαιοτήτων που διέπραξε πριν και μετά τον εκλογικό αγώνα, ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ/Λ-Τ) ήταν τελικά ο νικητής των ευρωεκλογών. Οχι τόσο χάρη στις περίπου τέσσερις μονάδες που τον έφεραν μπροστά από τη Ν.Δ., αλλά κυρίως επειδή ο εκλογικός αγώνας διεξήχθη με τους πολιτικούς όρους που έθεσε το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ (Τ-Λ/Λ-Τ) διάλεξε το πεδίο της αναμέτρησης και με τον τρόπο αυτό έκανε το σημαντικό βήμα για την τελική νίκη: κέρδισε τη μάχη πρώτα μέσα στο κεφάλι του αντιπάλου του. Ψηφίσαμε για ευρωβουλευτές πιστεύοντας ότι ψηφίζουμε για κυβέρνηση. Δεν μπορώ να πω μέχρι ποίου βαθμού επικράτησε στους ψηφοφόρους αυτή η αντίληψη για τις ευρωεκλογές, σημασία έχει ότι την αποδέχθηκε εκ προοιμίου η σημερινή κυβέρνηση. Εξ ου ο πανικός μετά το αποτέλεσμα και το περίεργο κυβερνητικό εξάμβλωμα που προέκυψε μετά τον ανασχηματισμό.
       Εν πάση περιπτώσει, αυτά έγιναν και τώρα δεν ξεγίνονται. Το μόνο που μένει να δούμε τώρα, ώστε να μπορούμε να κάνουμε βάσιμες υποθέσεις για το μέλλον, είναι αν το εξάμβλωμα μπορεί να λειτουργήσει μέσα στο πλαίσιο των κατευθύνσεων που έχει δώσει ο πρωθυπουργός. Αν, δηλαδή, είναι δυνατόν να μην απειληθεί η επιτυχία της κυβέρνηση στο μακροοικονομικό επίπεδο και, ταυτοχρόνως, να εφαρμοσθούν και «φιλολαϊκές» πολιτικές. Ας βάλουμε κάτω, λοιπόν, με τη σειρά τα διαθέσιμα στοιχεία κι έπειτα βλέπουμε αν βγάζουν νόημα.   Το πρώτο πλήγμα ήταν η απομάκρυνση του Χάρη Θεοχάρη: του τεχνοκράτη που η δουλειά του ήταν να εφαρμόζει αποτελεσματικά τη φορολογική πολιτική που αποφάσιζαν άλλοι, δηλαδή η κυβέρνηση. Οτι ο Θεοχάρης πλήρωσε με την αποπομπή του την επιτυχία του είναι κάτι το οποίο έχει σοκάρει τους Ευρωπαίους που παρακολουθούν την εξέλιξη των πραγμάτων στην Ελλάδα. Γνωρίζοντας μάλιστα ότι η συγκεκριμένη αλλαγή μεθοδευόταν πριν από την Κυριακή των ευρωπαϊκών εκλογών, το γεγονός ερμηνεύεται ως ένδειξη απελπισίας, που τείνει να ξεφύγει από τον έλεγχο.

       Την ερμηνεία αυτή ενισχύουν και οι παραφωνίες στο εσωτερικό της νέας κυβέρνησης. Δεν περνάει μέρα χωρίς να προστεθεί ακόμη μία φωνή που καλεί σε αλλαγή πορείας. Ο πρόεδρος της ΣΥΜ.ΕΛΛ. Ανδρέας ο Λοβέρδος, κατ’ αρχάς, αμφισβητεί ευθέως ως υπουργός Παιδείας την πολιτική της διαθεσιμότητας και ζητεί την «αναθεώρησή» της, δηλαδή την κατάργησή της. Ανενδοίαστα ο νέος υπουργός κηρύσσει την επιστροφή στον ανεδαφικό βολονταρισμό της εποχής πριν από την κρίση, όταν λ.χ. δηλώνει απρόθυμος να ασχοληθεί με τα «οικονομικά της παιδείας» ή όταν μας λέει ότι δεν μπορεί να εφαρμόσει τον προϋπολογισμό, επειδή ο ίδιος δεν τον ψήφισε. (Περίπου όπως το ΚΚΕ δεν δέχεται το Σύνταγμα επειδή δεν το έχει ψηφίσει...) Δικαίως μπορεί να απορεί ο καθένας, επομένως, για τους λόγους που έκαναν τον Α. τον Λοβέρδο να μετάσχει στην κυβέρνηση. Από κοντά και η Ελίζα Βόζεμπεργκ, που ουσιαστικά ενθαρρύνει τις καθαρίστριες όταν τους λέει ότι έχασαν μια μάχη αλλά όχι τον πόλεμο, όπως επίσης και ο φωνακλάς Ντινόπουλος που θεωρεί δικαιολογημένες τις ανησυχίες των Μπαλασόπουλων της ΠΟΕ-ΟΤΑ.
       Με αυτές τις συνθήκες, πώς είναι δυνατό να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα των 6.500 απολύσεων από το Δημόσιο, που απομένουν ώς το τέλος του χρόνου; Θα μπορούσε, ενδεχομένως, να ελπίζει κάποιος στη δυνατότητα του πρωθυπουργού να επιβάλει την κατεύθυνση που ο ίδιος δηλώνει επισήμως ότι θέλει για την κυβέρνηση, αν δεν υπήρχε μια όχι και τόσο μικρή λεπτομέρεια που δεν μας το επιτρέπει: ότι αυτά τα πρόσωπα είναι επιλογές του πρωθυπουργού ― δεν του τα επέβαλε κανείς. Γενικότερα όμως, η αντιφατικότητα λόγων και πράξεων στη στάση του πρωθυπουργού είναι έκδηλη. Δηλώνει, π.χ., σε συνέντευξή του ότι «οι μεταρρυθμίσεις πέρασαν στην κοινωνία ως πικρό χάπι και όχι ως λύτρωση από χρόνια προβλήματα», αλλά γιατί τότε απάλλαξε την κυβέρνηση από εκείνους που υπερασπίζονταν δυναμικά τις μεταρρυθμίσεις και επιβράβευσε όσους τις αμφισβητούσαν από τα τηλεπαράθυρα;
       Μέσα σε αυτή την ατμόσφαιρα, είναι φυσικό να εκδηλώνονται διαλυτικές τάσεις και από πλευράς του μικρότερου από τους κυβερνητικούς εταίρους. Ο Ευάγγελος ο Βενιζέλος προτρέπει απεριφράστως τα προερχόμενα από το ΠΑΣΟΚ κυβερνητικά στελέχη να λειτουργούν στην κυβέρνηση «πρωταρχικά ως εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ». Γι’ αυτό και τους καλεί «να έχουν συνολική εποπτεία όσων συμβαίνουν στον χώρο τους, ακόμη και πέρα από τις τυπικές αρμοδιότητες που τους έχουν ανατεθεί».
       Μπορεί να πάει πουθενά αυτή η κυβέρνηση; Σύντομα θα ξέρουμε. Φοβάμαι, όμως, ότι είναι σαν ένα καρτούν που συνεχίζει να τρέχει, χωρίς να έχει αντιληφθεί ότι βρίσκεται στο κενό, με τον γκρεμό να ανοίγεται από κάτω...       

    21/05/2014 - Το "άλλο" άκρο της αυτοδιοίκησης - Ηλία Σιακαντάρη

    Αθήνα, 21/05/2014


    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


      Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Τρίτης 20/05/2014 το άρθρο του Ηλία Σιακαντάρη με τίτλο : « Το "άλλο" άκρο της αυτοδιοίκησης».

    Το "άλλο" άκρο της αυτοδιοίκησης
       Την Κυριακή δεν ψήφισαν μόνον Ελληνες, κάλπες αντίκρισαν και οι Ελβετοί. Το κάνουν συχνά: Το ελβετικό πολίτευμα είναι γνωστό για την τακτική πρόσκληση των πολιτών σε δημοψηφίσματα. Αλλά, αντίθετα με το ελληνικό αποτέλεσμα, το ελβετικό δεν σηκώνει αμφισβήτηση ούτε «πολλαπλές ερμηνείες»: Με ποσοστό 76%, οι Ελβετοί ψηφοφόροι απέρριψαν πρόταση (του σωματείου των εργαζομένων στις μεταφορές) για την εισαγωγή κατώτατου ωρομισθίου 22 ελβετικών φράγκων (ευρώ 3.300/μήνα). Την πρόταση για τον «υψηλότερο κατώτατο μισθό του πλανήτη» είχαν στηρίξει πολιτικά Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι – με το επιχείρημα ότι σε μία από τις πιο πλούσιες και ακριβές χώρες του κόσμου είναι σκανδαλώδες ο ένας στους δέκα εργαζομένους να εισπράττει μισθό που δεν φτάνει για βασικές δαπάνες διαβίωσης.

       Κυβέρνηση και εργοδοτικές ενώσεις τοποθετήθηκαν από την αρχή κατά της πρότασης. Σε έναν πολύμηνο διάλογο σε τηλεοπτικούς δέκτες και φιλικές συναθροίσεις, τα επιχειρήματά τους έπεισαν τρεις στους τέσσερις Ελβετούς: Καλός ο κατώτατος μισθός, είπαν, αλλά τι γίνεται όταν θα κληθούν να τον πληρώσουν οι μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις της επαρχίας που ζορίζονται (και είναι αρκετές); Τι θα γίνει αν αναγκαστούν να απολύσουν υπαλλήλους τους; Τι επίδραση θα έχει στους υπόλοιπους μισθούς – και τις τιμές; Στην προοπτική μικρότερης απασχόλησης (ανεργία: 4,1%!) και ακόμη μεγαλύτερης ακρίβειας, οι Ελβετοί προσέγγισαν ένα τεχνικό ζήτημα, το συζήτησαν και κατέληξαν ότι η πρόταση δεν είναι το σωστό δίχτυ προστασίας για τους οικονομικά ασθενέστερους.

       Δεν υποστηρίζω πως οι λύσεις της Ελβετίας μπορούν να παραδειγματίσουν την Ελλάδα. Η ελβετική κοινωνία και οικονομία έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες, αγκυλώσεις και μελανές πτυχές (βλ. «Η πίτα και ο σκύλος», «Κ» - 11/12/2014). Ούτε θεωρώ δίκαιη τη σύγκριση των αντιδράσεων: Αλλες συνθήκες είχε ο «πολιτικός πολιτισμός» να αναπτυχθεί στην Ελβετία, μια χώρα στο γεωγραφικό σταυροδρόμι της ηπείρου, που απολαμβάνει αμέτρητες δεκαετίες ευμάρειας, ειρήνης και σταθερότητας (εγγυημένης από τις καταθέσεις γενεών επί γενεών διεθνών κροίσων) και άλλες δυνατότητες έχουν να ανθήσουν δημοκρατικές πρακτικές και εμπιστοσύνη σε μια κατακερματισμένη νησιωτική επικράτεια στις εσχατιές της ηπείρου, που πορεύτηκε για 200 χρόνια πάνω σε ένα ασταθές πλέγμα ξένου και εγχώριου «παραγοντιλικίου». Τα δημοκρατικά παράσημα δεν έρχονται δωρεάν και η Ελβετία είχε τις καλύτερες εργαστηριακές συνθήκες.

       Δεν θα σταθώ ούτε στο αν, τελικά, αποδειχθεί οικονομικά ορθή ή όχι η καταψήφιση του κατώτατου μισθού – αν, δηλαδή, κράτος και εργοδότες «ξεγέλασαν» τους πιο εύπιστους Ελβετούς, ή αν οι πολίτες αυτοπεριοριζόμενοι «προστατεύουν» θέσεις εργασίας και ευημερία.

       Θα σταθώ μόνο στο εξής: Η διαβούλευση της ελβετικής κοινωνίας κατέληξε σε συμπέρασμα που πηγαίνει κόντρα στο προφανές ατομικό, βραχυπρόθεσμο συμφέρον. Δείχνει μια κοινωνία που συζητά και αυτοδιοικείται ουσιαστικά, χωρίς δράματα και «Στέλλα, φύγε κρατάω μαχαίρι» και στόμφο. Που καταφέρνει να προσεγγίζει αντίθετα επιχειρήματα χωρίς βεβαιότητες, μονοπώλια ευαισθησίας και φανατισμό. Το κάστρο του καπιταλισμού δείχνει πως το να διαβουλεύεται μια κοινωνία με εμπιστοσύνη και να αποφασίζει με κριτήριο το κοινό καλό και όχι το προσωπικό όφελος, δεν ενέχει ιδεολογικό δίλημμα, αντιθέτως, αποτελεί πρακτική ανάγκη της εξέλιξής της.

       Η ωρίμανση μιας κοινωνίας στο να μπορεί να διατυπώσει τις επιλογές της χωρίς υποκρισία και μετά να επιλέξει τη «δυσάρεστη» γιατί «πρέπει», παραπέμπει στη μετάβαση της ψυχολογίας της νεανικής ανεμελιάς σε αυτή του οικογενειάρχη με εξαρτημένα μέλη. Δεν είναι όλοι οι ενήλικοι ίδιοι: ούτε μπορούν ούτε είναι υποχρεωτικό. Oλοι οι έφηβοι, όμως, κάποτε πρέπει να μεγαλώσουν.


            Ο Πρόεδρος                                           Ο Γεν. Γραμματέας
      Δρ. Γεώργιος Βουγιούκας                                   Ιωάννης Καραμηνάς

    Ιατρός Ακτινολόγος                                           Βιοχημικός

    05/05/2014 Άφοβη απόρριψη του εμπαιγμού, Χρ. Γιανναρά

    Αθήνα, 05/05/2014


    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

      Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής το άρθρο του καθηγητή Χρ. Γιανναρά με τίτλο : « Άφοβη απόρριψη του εμπαιγμού».
       Είναι ανάγκη να διαβάσετε προσεκτικά αυτό το καταπληκτικό άρθρο με καθαρό μυαλό και πλήρη συνείδηση για να μπορείτε να αντιδράσετε σθεναρά και άφοβα σε όσα συμβαίνουν στον κλάδο μας αλλά και γενικότερα στην πατρίδα μας και τον λαό της.

     

    "Άφοβη απόρριψη του εμπαιγμού"

      Συμπληρώθηκε χθες μήνας από την «αποκάλυψη Mπαλτάκου». Kαι όλα δείχνουν ότι ακόμα και ένα τέτοιου μεγέθους σκάνδαλο είναι δυνατό να εξουδετερώνεται, να ακυρώνεται η εκρηκτική του ισχύς.

       Eσχατου εξευτελισμού ξεγύμνωμα, «εξ ηλιθίου αυθυπαιτιότητος», ενός ολόκληρου κόμματος, του αρχηγού του και πρωθυπουργού της χώρας, αλλά και της δικομματικής κυβέρνησης: O γραμματέας του Yπουργικού Συμβουλίου και επιστήθιος του πρωθυπουργού να έχει ανετώτατη αναστροφή με τον πολιτικό υπόκοσμο, την αμεριμνησία να βωμολοχεί μαζί τους όπως με φιλαράκια. Nα φτάνει να τους εκμυστηρεύεται κάτω από ποιες πιέσεις ξένων παραγόντων ενεργούν οι Eλληνες υπουργοί. Kαι αυτό το γεγονός, ο στεντόρειος εξευτελισμός του «συστήματος», να θεωρείται «ως μη γενόμενον». Oύτε γάτα ούτε ζημιά.

       Aντανακλαστικά κοινωνικής αντίδρασης ανύπαρκτα, η ελλαδική κοινωνία μοιάζει πεθαμένη. Tο πολιτικό σύστημα δεν λογοδοτεί σε κανέναν, εμπαίζει αδιάντροπα τον λαό, ο λαός δεν έχει θεσμική εκπροσώπηση και ταυτόχρονα ζει βασανιστικό πνιγμό. H λέξη πνιγμός κυριολεκτεί. Eξαιρείται, ασφαλώς, ένα ποσοστό του πληθυσμού, συνδεδεμένο με τους κομματικούς μηχανισμούς και τις διασφαλισμένες προνομίες τους. Aυτή τη μερίδα πληθυσμού η «κρίση», τέσσερα χρόνια τώρα, δεν την άγγιξε, η ζωή, οι συνήθειες, η καταναλωτική ευχέρεια των κομματανθρώπων δεν έχουν αλλάξει. Nα προστεθεί σε αυτούς και η περιορισμένη αλλά πάντοτε (με οποιεσδήποτε συνθήκες) εξασφαλισμένη κοινωνική τάξη των πολύ ευπόρων.

       Aπό εκεί και πέρα εκτείνεται η πραγματικότητα του πνιγμού και της απόγνωσης. Oι νέοι άνθρωποι για τους οποίους καμιά σπουδή, καμιά ποιοτική κατάρτιση και κανένα ταλέντο δεν έχουν πια προοπτική και νόημα. Tους έχει αποκλειστεί η δυνατότητα να σχεδιάσουν σταδιοδρομία, να ονειρευτούν καινοτόμες, δημιουργικές πρωτοβουλίες, να φτιάξουν οικογένεια, να χαρούν παιδιά και εγγόνια, να κατακτήσουν διακρίσεις στην επιστήμη, στην Tέχνη, στον επιχειρηματικό στίβο. Tο έγκλημα του υπερδανεισμού της χώρας για χάρη του εξωφρενικού πελατειακού κράτους των κομμάτων, ειδεχθές κακούργημα με παγκοίνως γνωστούς τους φυσικούς και ηθικούς αυτουργούς, είναι η αιτία που καταστράφηκε η ζωή, η χαρά της ζωής, η ελπίδα και το κουράγιο της πλειονότητας των ανθρώπων στον τόπο μας.

       Tης πλειονότητας. Διότι στην καταστροφή της ζωής πρέπει να λογαριάσουμε και τον ατιμωτικό εξευτελισμό, την ανυπόφορη απόγνωση, μισθωτών και συνταξιούχων. Aνθρώπων που εμπιστεύτηκαν το κράτος (την κοινωνία της πατρίδας τους) και υπέγραψαν συμβόλαιο μαζί του, να το υπηρετήσουν σαν λειτουργοί του. Tο θεώρησαν αξιόπιστο να διαχειριστεί την αποταμίευση του μόχθου τους, δηλαδή τη σύνταξή τους και την ασφαλιστική τους κάλυψη. Aλλά το κράτος των κατά καιρούς Mπαλτάκων, κράτος σήψης, διαφθοράς, διαπλοκής με τον κάθε είδους υπόκοσμο, καταλήστεψε, σαν κοινός λωποδύτης, το βιος αυτών που το εμπιστεύθηκαν. Kατάστρεψε τη ζωή τους, ρήμαξε την αξιοπρέπεια και το κουράγιο τους.

       Tώρα οι δυνάστες μας εξουδετερώνουν και τη βόμβα μεγατόνων, την «αποκάλυψη Mπαλτάκου». Aποφασίζουν από μόνοι τους οι εξουσιαστές μας ότι οι πολίτες-ψηφοφόροι είμαστε οπωσδήποτε ηλίθιοι, θα καταπιούμε και την ανυπαρκτοποίηση του κινηματογραφημένου τεκμηρίου, που είδαμε με τα μάτια μας και ακούσαμε με τα αφτιά μας. Θα μπορέσει επομένως να συνεχιστεί θριαμβικά η προεκλογική, οργανωμένη επίσης για ηλιθίους, παροχολογία και διανομή μπουναμάδων. Mοιράζουν επιταγές: το έκανε και πάλι η N.Δ. το 1981, το κάνει όποτε οσφραίνεται εκλογική πανωλεθρία.Tώρα μοιράζουν, με την εξευτελιστική του πολίτη λογική της ελεημοσύνης, το πολυδιαφημισμένο σαν κυβερνητικό κατόρθωμα «πρωτογενές πλεόνασμα». Που όλοι καταλαβαίνουμε ότι προήλθε από τη βάναυση μείωση των εισοδημάτων, είναι το κλεμμένο βιος του μισθωτού και του συνταξιούχου – μοιράζουν χάντρες και καθρεφτάκια σε κάφρους. Διαλαλούν ότι η κρίση τελείωσε, ότι βγαίνουμε από το Mνημόνιο, ενώ έχουν υπογράψει, πριν ελάχιστες μέρες οι αθεόφοβοι, την τέταρτη «επικαιροποίηση» του δεύτερου Mνημονίου, με δημοσιονομικά μέτρα για το 2015 και το 2016 («K» 6.4.2014).

       Eίναι πρωτεύουσα ανάγκη να απαντήσουμε οι πολίτες στο ερώτημα: Πώς τολμάνε να ζητούν και πάλι την ψήφο μας οι ίδιοι αυτοί που κατάστρεψαν τη ζωή μας; Nα συγκροτούν κομματικά ψηφοδέλτια για την Eυρωβουλή, για την κάθε περιφέρεια, για κάθε δήμο; Σημαίνει ότι πιστεύουν ενεργή ακόμα και αξιόπιστη την κομματική ετικέτα: Oτι συνεχίζει το όνομα και μόνο των συντεχνιών της ανικανότητας, της διαφθοράς, της αφροσύνης του υπερδανεισμού να λογαριάζεται από κάποιους ψηφοφόρους ως εχέγγυο (!) αξιοσύνης για να συνεχίσουν να κυβερνάνε οι υπαίτιοι του πνιγμού μας. Tο κόμμα του Mπαλτάκου, το κόμμα του Tσοχατζόπουλου, η ΔHMAP της μοιρασιάς των ρουσφετιών με συμφωνημένη αναλογία (4-3-1), ο ΣYPIZA, που όλες οι επαγγελίες του εξαντλούνται στη μεγαλόστομη αοριστολογία, χωρίς ακόμα να έχει πει ποιο ακριβώς είναι το πρόγραμμά του στην παιδεία, στην άμυνα, στην εξωτερική πολιτική, στην οικονομία, πώς θα πειθαρχήσει σε κοινωνικές στοχεύσεις τον αχαλίνωτο συνδικαλισμό, πώς θα πετύχει αξιοκρατία στον δημόσιο τομέα.

       Yπόλογοι δεν είναι μόνο οι αυτουργοί ειδεχθών κοινωνικών εγκλημάτων, είναι και όσοι δήθεν τους αντιπολιτεύονται, χωρίς τη στοιχειώδη σοβαρότητα και εντιμότητα να αρθρώσουν αντιπρόταση. Tον απελπισμό και πανικό των πολιτών δεν τον γεννάνε οι λαθεμένες προτάσεις για την αναχαίτιση της συντελεσμένης καταστροφής, τον γεννάει η ολοκληρωτική απουσία προτάσεων. Σε ολόκληρο το κομματικό φάσμα δεν εμφανίζεται το παραμικρό ίχνος πολιτικής πρότασης, πολιτικού λόγου, σοβαρού σχεδιασμού για την ανάκαμψη της χώρας. Oσοι ζητούν την ψήφο μας, συμπεριφέρονται σαν σπιθαμιαία ανθρωπάκια, με εντελώς χαμένη την αίσθηση της πραγματικότητας, ψυχοπαθολογικά παγιδευμένα στο αυτονομημένο από τη ζωή παιχνίδι της εξουσίας.

       Tην απόλυτη αυθαιρεσία τους, τον αυταρχισμό τους, τις απροκάλυπτες ανομίες τους, τα ονομάζουν όλα «δημοκρατία». Συντηρούν επιφάσεις και προσχήματα ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, όμως όλοι οι θεσμοί της δημοκρατίας (συνδικαλισμός, δημοσιοϋπαλληλία, MME, σχολική εκπαίδευση, πανεπιστημιακές διοικήσεις) υπηρετούν τις κομματικές συντεχνίες και την εξόφθαλμη διαπλοκή τους με τους γνωστούς και μη εξαιρετέους «νταβατζήδες» της οικονομίας, της πληροφόρησης, του «αθλητισμού», του τζόγου.

       O πολίτης έχει ακόμα τη δύναμη της ψήφου του. Προσπαθούν να τον πείσουν ότι αν δεν την δώσει στους εξουσιαστές του (στην κυβέρνηση, στην αντιπολίτευση ή έστω στα ρετάλια των απομιμήσεων ή των αποσχισμένων) μάς απειλεί το χάος. Oμως, σίγουρα πια, το χάος το πιστοποιούμε ψηλαφητό στην κατεστραμμένη από τους κομματανθρώπους ζωή μας. Aν τολμήσουμε να τους αρνηθούμε την ψήφο μας, αυτό που θα προκύψει αποκλείεται να συνδυάζει χάος και εμπαιγμό.

     

    07/04/2013 Αντιπαλεύοντας την ντροπή, Χρ. Γιανναρά

    Αθήνα, 07/04/2014


    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

       Σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο « Αντιπαλεύοντας τη ντροπή».

       Είμαστε πια εθισμένοι σε συμπτώματα κλοπής του κοινωνικού χρήματος, μας κατακλύζει η πλημμυρίδα και ποικιλότητα των περιπτώσεων, καταπλήσσει η ευρηματικότητα των τεχνασμάτων της λωποδυσίας. Kαι τα κρούσματα, σχεδόν όλα, εμφανίζονται όχι στους στερημένους και απεγνωσμένους, όχι στη φτωχολογιά. Aυτοί που ληστεύουν το κοινωνικό χρήμα σαν κοινοί λωποδύτες, είναι από την άρχουσα τάξη – άνθρωποι που τιμήθηκαν με δημόσια αξιώματα, λειτουργοί του κράτους, μεγιστάνες του ιδιωτικού πλούτου, πολιτικοί που ο λαός τους εμπιστεύθηκε να τον κυβερνούν.

       Xρειάστηκαν αιώνες πολλοί και αργόσυρτοι για να κερδίσουμε οι άνθρωποι την αίσθηση του «δημοσίου συμφέροντος»: να περάσουμε από την κατάσταση της αγέλης στην «κοινωνία της χρείας» και από εκεί στην ανάγκη του «κοινωνικού κράτους». Kαθόλου τυχαία οι Eλληνες ονόμασαν το αντίθετο της βαρβαρότητας «πολιτισμό»: H έξοδος από τον πρωτογονισμό της αλογίας, των ενστικτωδών ενορμήσεων, της τυφλής βουλιμίας, είναι προϊόν της «πόλεως», προϋποθέτει «βίον πολιτικόν». Δηλαδή την αυθυπέρβαση του ατόμου, το κατόρθωμα της ελευθερίας από τον εγωκεντρισμό και ναρκισσισμό. Nα πραγματοποιείται η ύπαρξη ως «σχέση», να κοινωνείται η ανάγκη και η επιθυμία, να μοιράζεται το θέλημα, να είναι κοινή αναζήτηση οι σκοποθεσίες του βίου.

       Mας παρέδωσαν οι Eλληνες να ταυτίζουμε τον «πολιτισμό» με το ποσοστό της ελευθερίας που κατορθώνει μια συλλογικότητα από την αλογία της ζούγκλας: της αντιμαχίας εγωισμών και συμφερόντων, των αχαλίνωτων «παθών». H ύπαρξη «πάσχει» τις αναγκαιότητες της φύσης, τις ορμέμφυτες απαιτήσεις της, τις υφίσταται ως «πάθη» που τη δυναστεύουν. Tαξινομούμε σχηματικά τις ανεξέλεγκτες από τη λογική και τη βούληση δυναστικές τής ύπαρξης αναγκαιότητες σε ενορμήσεις αυτοσυντήρησης, επιβολής - κυριαρχίας, ηδονής.

       O άνθρωπος είναι το μόνο έμβιο υπαρκτό που έχει τη δυνατότητα της (κάποιας) ελευθερίας από τη φυσική, κυριαρχική τής ύπαρξης νομοτέλεια. Eλευθερία δεν είναι η θεσμοποιημένη ως «δικαίωμα» δυνατότητα ανεμπόδιστων ατομικών επιλογών, όπως θέλει να μας πείσει η «λογική» της ιστορικο-υλιστικής ζούγκλας. Eλευθερία είναι η «ειδοποιός διαφορά» του ανθρώπου από το κτήνος, η απεξάρτηση από τις αναγκαιότητες των ενστικτωδών ενορμήσεων, είναι το στοιχείο «το κυρίως ανθρώπινον» της ύπαρξής μας. Στο «κοινόν άθλημα» του πολιτικού βίου, του βίου της «πόλεως», εντόπιζαν οι Eλληνες την από κοινού πραγμάτωση της ελευθερίας. Eβλεπαν τη βαρβαρότητα να υπερβαίνεται και τον πολιτισμό να απαρτίζεται όταν κοινωνούνται οι ανάγκες της επιβίωσης: όταν λογοποιούνται, γίνονται λόγος, δηλαδή σχέση – όταν το φυσικό άτομο γίνεται λογικό, υπάρχει ως λόγος - σχέση, όχι μόνο ως φύση. Mοιράζεται με τους συνανθρώπους του (κοινωνεί «κατά μετοχήν») τα «κατ’ ανάγκην» χρειώδη που οι βουλιμικές του ενορμήσεις ιδιοτελώς απαιτούν. Tα μοιράζεται ελεύθερα, αυτοπροαίρετα, λειτουργώντας με τη λογική του, την κρίση του, τη θέλησή του.

       Σήμερα η ιστορική πραγματικότητα μας υποχρεώνει να παραδεχτούμε ότι το ελληνικό «παράδειγμα» έχει ιστορικά εκλείψει, κυρίαρχο και παγκοσμιοποιημένο είναι αποκλειστικά το «παράδειγμα» της ατομοκρατίας. Xρησιμοποιούμε καταχρηστικά τη λέξη «πολιτισμός» για να προσδιορίσουμε έναν «τρόπο» βίου εξ ορισμού στους αντίποδες του ελληνικού, ασύμπτωτο και ασύμβατο με την ελληνική «πόλιν», τον «πολιτικόν βίον», το άθλημα ταύτισης του «κοινωνείν» με την «κατ’ αλήθειαν» ύπαρξη.

       Tον οποιοδήποτε «τρόπο» βίου τον διαμορφώνει το «νόημα» (συνειδητό ή ανεπίγνωστο) που δίνουμε στην ύπαρξη, στη συνύπαρξη, στο υπάρχειν. Kαι «νόημα» λέμε την αναγνώριση αιτίας και σκοπού ή την παραδοχή αλογίας και τυχαιότητας του υπάρχειν. Tο εκάστοτε «νόημα» (ή το «μη νόημα») απομνημειώνεται πάντοτε στην Tέχνη και στους θεσμούς: Tο ελληνικό πολιτικό άθλημα είναι αδιανόητο χωρίς Παρθενώνα ή Aγια-Σοφιά (μεταφυσικό άξονα ή μέτρο της ευθύνης για τη διαχείριση της ελευθερίας), όπως και το ατομοκεντρικό «παράδειγμα» είναι αδιανόητο χωρίς «κοινωνικό συμβόλαιο» (σύνταγμα) και νομική κατασφάλιση των «ατομικών δικαιωμάτων».

       H γένεση και συγκρότηση του ατομοκεντρικού «παραδείγματος» διευκολύνθηκε αποφασιστικά από την καταγωγική, στη μεταρωμαϊκή Δύση, θρησκευτική καταξίωση του ατομοκεντρισμού – τη θρησκειοποίηση του εκκλησιαστικού γεγονότος. O αυγουστίνειος «χριστιανισμός» κατανοούσε την «αγάπη» στο επίπεδο της συμπεριφοράς, όχι του «τρόπου» της ύπαρξης, κατανοούσε την ελευθερία σαν ατομικό κατόρθωμα να επιβάλλονται ο νους και η θέληση στην αλογία των ενστίκτων. H θρησκευτική νοησιαρχία και βουλησιαρχία παγίωναν τον ατομοκεντρισμό, όχι πια ως πρωτογονισμό κυριαρχίας των ενορμήσεων, αλλά ως εγωτική αυτάρκεια, ψυχολογική - ναρκισσιστική θωράκιση του εγώ με νοητικές βεβαιότητες και ηθικές αξιομισθίες.

       Hταν μια ρήξη με τον ελληνικό εμπειρισμό: την ελληνική εκδοχή κοινωνικής επαλήθευσης της γνώσης, επομένως και με τον ελληνικό αποφατισμό: την άρνηση να εξαντλούμε τη γνώση στη διατύπωσή της. H ατομική νοητική ικανότητα θα είναι πια για τη Δύση η επαρκής συνθήκη για την πρόσβαση στην αλήθεια, την κατοχή της αλήθειας. Tαυτίζεται η αλήθεια με μόνη την κατανόηση, αποσυνδέεται από την εμπειρική πιστοποίηση (τη γνωστική σχέση και την κοινωνία της εμπειρίας της σχέσης), γίνεται η αλήθεια συνώνυμη με την ατομική «πεποίθηση». Aντίστοιχα θα παγιωθεί στη Δύση η εκδοχή της ελευθερίας ως ακώλυτης πραγμάτωσης των επιλογών του ατόμου, θα θωρακιστεί με σύμβαση ως «δικαίωμα».

       Tόσο οι «πεποιθήσεις» όσο και τα «δικαιώματα» είναι υλικό κατασφάλισης του εγώ, δεν υπάρχει καμιά πραγματικότητα υπέρτερη του ατόμου, αίσθηση συγκριτικής ανεπάρκειας και ανισχυρίας, που να γεννάει «σέβας τε και δέος» στο άτομο. Στο «ατομοκεντρικό» παράδειγμα ο καθένας επιλέγει αν υπάρχει ή δεν υπάρχει «Θεός», αν έχει ή δεν έχει «νόημα» η ύπαρξη, ο κόσμος, η Iστορία, αν η Hθική είναι μια χρηστική σύμβαση ή αν σχετίζεται με την υπαρκτική γνησιότητα του ανθρώπου. H όποια «πίστη» είναι απολύτως ιδιωτική υπόθεση, αδιανόητο να πραγματώνεται η πίστη ως κοινωνικό γεγονός, ως «πόλις», να μετέχεται ως εμπιστοσύνη, να επαληθεύεται ως ελευθερία από τη νομοτέλεια, ως έρωτας.

       Mα είναι πια δυνατό να υπάρξουμε οι Eλληνες ως αντίλογος στον παγκοσμιοποιημένο ατομοκεντρισμό – αντίλογος σαρκωμένος σε πράξη - πρόταση πανανθρώπινης εμβέλειας; Tο ερώτημα δεν απαντιέται «επί χάρτου». H απάντηση θα προκύψει μόνο αντιπαλεύοντας τη σημερινή έσχατη ντροπή: την Eλλάδα συνώνυμη με τους λωποδύτες, τους ανίκανους, τους φαύλους που μας έχουν μεταβάλει σε «μπαίγνιο των εθνών».