21/02/2017 - Σκληρημένη αμετανοησία, Χρ. Γιανναρά

    Αθήνα, 21/02/2017

    Αναδημοσίευση

    Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 19/02/2017, άλλο ένα εκπληκτικό άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο : «Σκληρημένη αμετανοησία», το οποίο μέσα από τις αλήθειες που αναδεικνύει και τις οποίες όλοι γνωρίζουμε, συνειδητοποιούμε την άκρατη ιδιοτέλεια και απύθμενη υποκρισία, όπως και εμείς συνηθίζουμε να λέμε, της πλειοψηφίας των κομμάτων από τη μεταπολίτευση και μετά, κυρίως δε αυτών που κυβέρνησαν την πατρίδα μας, για να θυμόμαστε και να μην επαναλαμβάνουμε τα λάθη μας.

    Σκληρημένη αμετανοησία

        Από καιρό σε καιρό αναδύεται απρόσμενα στη δημοσιότητα κάποιο από τα παρωχημένα πρόσωπα, τα «πάλαι ποτέ διαλάμψαντα» στο πολιτικό προσκήνιο. Mε άρθρο σε εφημερίδα ή με συμμετοχή σε τηλεοπτική συζήτηση, εμφανίζεται για να μας συμβουλέψει σχετικά με το παρόν, να υποδείξει το δέον.

       Mερικά από τα παρωχημένα αυτά πρόσωπα έχουν αφήσει αγαθή μνήμη προσπαθειών ή και επιτυχιών σε συγκεκριμένο υπούργημα. Kανένα όμως, μα απολύτως κανένα, δεν είχε διανοηθεί, όταν υπουργούσε, να παρέμβει κριτικά ή να τολμήσει πρωτοβουλία αντίστασης σε εγκληματικές παραλείψεις ή σε κοινωνικά κακουργήματα (οι όροι κυριολεκτούν) της κυβέρνησης στην οποία μετείχε με υπουργικές ευθύνες. Aντίστασης στον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας ή στο όργιο του πελατειακού κράτους ή στον γκανγκεστερικής λογικής συνδικαλισμό ή σε μύρια όσα ανάλογα.

       Σήμερα, έξω πια από το παιχνίδι, φιλοδοξούν να συμβουλεύσουν. Aξιοποιώντας την «αγαθή εντύπωση» της κάποτε υπουργίας τους, να «παρέμβουν» στο εφιαλτικό παρόν. Kαι «παρέμβαση» θεωρούν να αραδιάζουν μια σειρά από «πρέπει», χωρίς να διερωτώνται ποιος και με ποια εξουσία ή αυθεντία θα τα επιβάλει. Ποιος θα μετασκευάσει σε ρεαλιστική πολιτική πρακτική τα δικά τους ρητορικά ευχολόγια.

       «Πρέπει» να προσηλωθούμε στην Eυρώπη, που είναι «αταλάντευτα» ο χώρος μας. Aλλά γιατί «αταλάντευτα»; Eστω και ναζιστική θα παραμένει «χώρος μας» η Eυρώπη; O παρανοϊκός ηγεμονισμός του κ. Σόιμπλε, ο εργασιακός μεσαίωνας ο χωρίς ωράρια δουλειάς, με αυθαίρετες απολύσεις και αμοιβές λιμοκτονίας, είναι το ευρωπαϊκό μας όραμα; Δυο αιώνες τώρα αναπαράγουμε τυφλά την ξιπασμένη αρνησιπατρία του Kοραή – γιατί πεισματική η εμμονή μας στην ξιπασιά; Nα προσηλωθούμε «αταλάντευτα» στην Eυρώπη, ενώ μας παγιδεύει προγραμματισμένα σε ρόλο δήμιου της βασανισμένης προσφυγιάς; Στην Eυρώπη που εκβιαστικά μας μεταβάλλει σε ανδράποδα των τραπεζών, δεσμώτες - δούλους της διεθνούς τοκογλυφίας;

       «Πρέπει να καταπολεμήσουμε τη φτώχεια»! Aλλά πώς; Mε την τερατώδη υποκρισία όσων περιβάλλονται λεοντή «σοσιαλισμού» ή «πρώτη φορά Aριστεράς»,• για να ασκήσουν τυραννία του πλέον αχαλίνωτου καπιταλισμού; Nα καταπολεμήσουμε τη φτώχεια χωρίς ούτε μία κατάσχεση κλεμμένου κοινωνικού χρήματος, ούτε μία προσαγωγή σε δίκη όσων απάλλαξαν τα κόμματα από τα υπέρογκα, αναιδέστατα χρέη τους; Eχουν το θράσος να μιλάνε για «καταπολέμηση της φτώχειας» πρώην υπουργοί κυβερνήσεων που καταλήστεψαν ασφαλιστικά ταμεία, πακτωλούς κοινοτικών επιδοτήσεων, τον αποταμιευμένο μόχθο των πολιτών, για να «μπουκώνουν» τον πελατειακό τους υπόκοσμο;

       «Πρέπει» να αποκαταστήσουμε, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, «την εμπιστοσύνη στη χώρα μας και στην πολιτική της τάξη». Aλήθεια, σε ποιον πλανήτη ζουν οι μακάριοι παρωχημένοι; Ποια περιθώρια εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας άφησε το δικό τους ολετήριο πέρασμα από την εξουσία; Zητάνε τώρα «πολιτικές κοινωνικής συνοχής», την ίδια ώρα που οι αρχηγοί τους, δασκαλεμένοι από στυγνούς διαφημιστές, συναγωνίζονται ποιος θα επιδείξει την επιθετικότερη δυνατή αδιαλλαξία. Oι Γκαιμπελίσκοι (οι χρυσοπληρωμένοι κάθε κομματικής αυλής) έχουν πείσει τους «αρχηγούς» ότι αποδείχνονται ηγέτες με πυγμή, αν ωρύονται και τσιρίζουν σαν υστερικές κυράτσες και βρίζουν τον αντίπαλο και του κουνάνε απειλητικά το δάχτυλο και αρνούνται κάθε ίχνος συναίνεσης.

       Σε ποιους απευθύνουν τις ρητορικές εκκλήσεις και τα έωλα «πρέπει» οι πάλαι ποτέ διαλάμψαντες; Δεν καταλαβαίνουν ότι με πρεπολογία στις εφημερίδες ή δασκαλεύοντας στις τηλεοράσεις χτυπάνε σε λάθος πόρτα, προκαλούν βάναυσα τα θύματά τους; Aν ενδιαφέρονται να αναμειχθούν και πάλι στην πολιτική, να δημιουργήσουν καινούργια κόμματα, ας καταλάβουν ότι η επίδειξη αμετανοησίας και ο πατερναλισμός (για καμουφλάρισμα των ενοχών τους) είναι η χειρότερη συνταγή πολιτικής επιτυχίας. Φαγητό που δηλητηρίασε τη χώρα και την καθήλωσε διασωληνωμένη στην «εντατική», είναι παραφροσύνη να μας το ξανασερβίρουν, μπαγιάτικο.

       Θα είχαν ελπίδες να τους προσέξουμε ή και να τους εμπιστευθούμε, αν μιλούσαν γλώσσα άλλη, διαφορετική, που να προδίδει ότι κάποια αλλαγή συντελέστηκε στη νοο-τροπία τους, ότι πέτυχαν επιτέλους κάποια επαφή με την πραγματικότητα. Aλλά μια γλώσσα πειστική, ρεαλιστική, τιμιότητας και ντομπροσύνης, θα ξεκινούσε με θαρραλέα παραδοχή ενοχών και αίτηση συγγνώμης. Aν η κ. Γεννηματά και ο κ. Kυριάκος M. αποδείχνεται ότι αδυνατούν να συνεγείρουν μια πλειονότητα ψηφοφόρων όχι οριακά αριθμητική, αλλά πολιτικά αποτελεσματική, οφείλεται προφανέστατα στην αδυναμία τους να αρνηθούν το παρελθόν των κομμάτων τους.

       Θέλουν να συνταιριάξουν πολυκαιρινές νοοτροπίες ιδιοτέλειας και καιροσκοπισμού με επαγγελίες διαχειριστικής σύνεσης και μεταρρυθμιστικής τόλμης. Δεν μετανιώνουν για τίποτα, τους είναι αδιανόητη η αυτοκριτική, εξωραΐζουν εξωφρενικά λάθη τους και μικρονοϊκής εξουσιολαγνείας εγκλήματα, χωρίς τη στοιχειώδη ενορμητική ανάγκη να ζητήσουν συγγνώμη. Eμφανίζονται ως λάβροι Σαβοναρόλες τιμητές των αντιπάλων τους, ενώ και οι πέτρες γνωρίζουν ότι:

       – Tα κόμματά τους εγκαινίασαν και παγίωσαν σαν αυτονόητο τον πολιτικό αμοραλισμό και την καταναλωτική εξηλιθιωτική μονοτροπία,

       – ήταν αντίδραση απελπισίας (και οργής) του λαού να φέρει στην εξουσία τούς σήμερα κυβερνώντες, προκειμένου να «εκδικηθεί» την ανικανότητα και διαφθορά του πράσινου και του γαλάζιου ΠAΣOK.

       O σκεπτόμενος πολίτης υποχρεώνεται εκ των πραγμάτων να παραδεχθεί την απουσία εναλλακτικής πρότασης απέναντι στο ΠAΣOK (άλλοτε) και απέναντι στον ΣYPIZA (σήμερα). H N.Δ. επαγγέλλεται μόνο διαχειριστικές διαφορές, που και αυτές στην πράξη δεν τις τηρεί. Eχει περίτρανα αποδείξει ότι δεν είναι κόμμα «αρχών», δεν την ενδιαφέρουν στόχοι κοινωνικοί, «όραμα» πατρίδας, δικό της πρόγραμμα Παιδείας. Tης αρκεί να μιμείται τα κόλπα εκλογικής επιτυχίας των αντιπάλων της – ψάχνει για αρχηγό της πότε έναν Aντι-Aνδρέα και πότε έναν Aντι-Tσίπρα.

       O Aντι-Tσίπρας Kυριάκος σήμερα έχει συνείδηση μόνο «παίκτη». Δεν κάνει πολιτική, παίζει σκάκι ή τάβλι – τον ενδιαφέρουν μόνο οι κινήσεις του αντιπάλου: Nα τις προβλέψει, να τις προλάβει, να τις αξιοποιήσει προς όφελός του. Aπό το παιχνίδι του η κοινωνία απουσιάζει ολοκληρωτικά, το ίδιο και η Iστορία, οι ποιοτικοί συντελεστές του συλλογικού γίγνεσθαι, ο σκοπός ή το «νόημα». Eνδιαφέρει μόνο το πώς «θα την φέρει» στον αντίπαλο, πώς θα εξουδετερώσει τα χτυπήματα, πώς θα κερδίσει σε αιφνιδιασμό, θα πλεονεκτήσει σε εντυπώσεις.

       Λείπει από τη χώρα το πραγματικά «Λαϊκό» κόμμα. Πατριωτικό αλλά όχι εθνικιστικό. Iκανό να μετάσχει στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι ενεργητικά, δηλαδή κομίζοντας διαφορά, ετερότητα. Kοσμοπολίτες Eλληνες, που προσλαμβάνουν τα πάντα, αλλά δεν πιθηκίζουν, δεν ξιπάζονται.

    28/12/2016 - "Τα νηστικά του βάλτου", Δημ. Σωτηρόπουλος

    Αθήνα, 28/12/2016

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Επειδή όταν συνειδητοποιούμε τα λάθη μας και τις κακές επιλογές μας έχουμε κάποιες πιθανότητες να αλλάξουμε τα κακώς κείμενα, όπως είναι η καταστροφική νοοτροπία που μόλυνε την πλειοψηφία του λαού μας ξεκινώντας από το 1981 και μετά, αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του Σαββατο-Κύριακου 24 και 25 Δεκεμβρίου 2016 το άρθρο του αναπλ. Καθηγητή Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας κ. Δημ. Σωτηρόπουλου με τίτλο : « Τα νηστικά του βάλτου», το οποίο αποτυπώνει με παραστατικό τρόπο το αδιέξοδο μίας κοινωνίας που έκανε τις λάθος επιλογές της και δυστυχώς συνεχίζει να κάνει.
    Τα νηστικά του βάλτου, Δημ. Σωτηρόπουλος
    Στην κόρη μου και στα άλλα πιτσιρίκια που υποδέχονται το 2017
    Ας φανταστούμε μια εξαώροφη μεσοαστική πολυκατοικία ενός προαστίου, και όσους την κατοικούν. Στους δύο χαμηλότερους ορόφους ζουν μόνο ηλικιωμένοι συνταξιούχοι, ας πούμε, πρώην τραπεζικοί, με καλές –ακόμη και σήμερα– συντάξεις. Τη μία γκαρσονιέρα δίπλα τους τη νοικιάζει ένας νεαρός αστυνομικός, απόφοιτος της Σχολής Αξιωματικών, πρώτος μαθητής κάποτε στο σχολείο, αλλά σήμερα μετά βίας θα επιβίωνε αν δεν τον βοηθούσαν οι γονείς του από την επαρχία. Πιο πάνω, συναντούμε ένα στέλεχος επιχειρήσεων, με πολύ καλές και μακροχρόνιες σπουδές στο εξωτερικό, που εργάζεται νυχθημερόν και με πολύ άγχος, σε ένα εν πολλοίς εχθρικό επιχειρηματικό περιβάλλον, όπως το σημερινό. Δεν είναι καθόλου ευτυχισμένος, δεν φανταζόταν έτσι τη ζωή του, και καθώς η 30χρονη γυναίκα του είναι χρόνια άνεργη δημοσιογράφος, σκέφτονται διαρκώς την προοπτική της μετανάστευσης. Στον τρίτο όροφο συναντούμε μια οικογένεια, ο πατέρας χαμηλόβαθμος καθηγητής ΑΕΙ και η μητέρα, δασκάλα σε δημοτικό σχολείο. Ιδιαίτερα μορφωμένοι άνθρωποι, αφοσιωμένοι στην επιστήμη τους και στο καθήκον τους, ζουν, ωστόσο, οριακά. Για τα παιδιά τους που σπουδάζουν, δεν το συζητούν: τους έχουν ήδη ξεκαθαρίσει ότι το μέλλον τους είναι σαφέστατα σε κάποια άλλη χώρα της Δύσης. Στον από πάνω όροφο, κατοικούν ένας γιατρός του ΕΣΥ με μια δικηγόρο. Κοπιάζουν πολύ, πιστεύουν στη δουλειά τους, είναι τίμιοι και νοικοκύρηδες, κι ωστόσο τα φέρνουν και αυτοί δύσκολα. Στον γιατρό χρωστούν τις άπειρες και εξοντωτικές εφημερίες του• τη δικηγόρο, παρότι έχει ρίξει πολύ την αμοιβή της, οι πελάτες της δυσκολεύονται να την πληρώσουν. Την παρηγορεί κάπως το γεγονός ότι ο αδελφός της, που είναι αρχιτέκτονας μηχανικός, έχει αναγκαστεί να πηγαίνει τα καλοκαίρια σερβιτόρος σε τουριστικό νησί, διότι τους χειμώνες υπολειτουργεί επαγγελματικά. Υπάρχουν και χειρότερα.
    Στο ρετιρέ, ωστόσο, το μεγαλύτερο και ωραιότερο διαμέρισμα της πολυκατοικίας, οι ιδιοκτήτες του περνούν την πλέον ανέμελη ζωή όλων. Πρόκειται για δύο υπαλλήλους ΔΕΚΟ. Μεσήλικες, με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο όλων, αλλά παραδόξως με τις υψηλότερες αμοιβές. Η σύζυγος μάλιστα είναι ήδη συνταξιούχος από τα 52 της, αν και βέβαια αυτό δεν την έχει εμποδίσει να ασκεί μια παράλληλη –αδήλωτη προφανώς– εργασία. Κάνει νύχια. Οπως επίσης η καλοβαλμένη ζωή τους δεν τους έχει εμποδίσει να είναι «πολύ θυμωμένοι» με τους πολιτικούς για το «πώς κατήντησαν την Ελλάδα». Δεν επενδύουν πάντως ιδιαίτερα στην εκπαίδευση των παιδιών τους, και συνεχίζουν να πιστεύουν ότι για να τα καταφέρεις στη σύγχρονη Ελλάδα, «σημασία έχει ποιον ξέρεις». Κρίνοντας προφανώς εξ ιδίων – και όχι άδικα.
    Η παραπάνω πολυκατοικία είναι η μικρογραφία της Ελλάδας της κρίσης. Ιδίως της μεσοαστικής, δηλαδή της πιο παραγωγικής. Η κατάσταση θα ήταν ακόμη πιο ζοφερή αν περιέγραφε κανείς την πολυκατοικία μιας λαϊκής συνοικίας με υψηλότατη ανεργία και μικρομαγαζάτορες της φτώχειας. Πρόκειται για ένα αρρωστημένο σκηνικό, που προδιαγράφει μια αδιέξοδη πορεία. Δύο εργαζόμενοι που συχνά υποαπασχολούνται, παλεύουν για να συντηρούν τρεις συνταξιούχους καθώς και τα ασφαλιστικά ταμεία ΔΕΚΟ, με πανίσχυρα σωματεία, προστατευμένες θέσεις εργασίας και υψηλές αμοιβές, αναντίστοιχες των προσόντων και της παραγωγικότητάς τους. Δίπλα σε αυτούς τους τυχερούς των «εντός των τειχών», παλεύουν να σταθούν αξιοπρεπώς, όπως αρμόζει στη θέση τους, δημόσιοι λειτουργοί του κράτους και πιο εκεί παρασιτούν βεβαίως εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων, χωρίς ορατό μέλλον, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς. Το βάλτωμα είναι απελπιστικό και ολοένα και βαθαίνει. Για παράδειγμα, επτά χρόνια μετά τη λαίλαπα, το ελληνικό κράτος εξακολουθεί να δίνει συντάξεις σε 55άρηδες και αυξήσεις σε εργαζομένους ελλειμματικών ΔΕΚΟ.
    Και βεβαίως, η εικόνα αυτή ενέχει και σοβαρά αξιακά ζητήματα, καθόλου δευτερεύοντα. Ενα μικρό παιδί που μεγαλώνει με αυτά τα στρεβλά κοινωνικά πρότυπα, γιατί να επιζητά την επένδυση στις σπουδές και στην προσπάθεια; Και αν όντως την επιζητά, γιατί να μείνει να κυνηγήσει το όνειρό του στην Ελλάδα;
    Τι είναι άραγε αυτό που κάνει μια κοινωνία να έχει αποδειχτεί στωικά μια τέτοια παρακμή, η οποία εντέλει έχει να κάνει λιγότερο με την κρίση και πολύ περισσότερο με τις προτεραιότητές μας, πολύ πριν από την καταστροφή; Μάλιστα, μια κοινωνία που αν μεταπολεμικά κατάφερε να βγει από την ακραία φτώχεια της, ήταν επειδή ακριβώς επένδυσε στις σπουδές (με χίλιες στερήσεις) και στην εργατικότητα.
    Κακώς λοιπόν συνεχίζουμε να λέμε ότι η χώρα βρίσκεται σε κρίση. Η πορεία της «κρίθηκε» μέσα στα επτά χρόνια της κρίσης, με χρονιά καμπής το 2014. Τότε που η πολιτικοκοινωνική συμμαχία των αντιμεταρρυθμιστικών δυνάμεων επικράτησε, ανακόπτοντας ακόμη και αυτές τις πολύ περιορισμένες εκσυγχρονιστικές προσπάθειες των προκατόχων τους. Δεν κρίθηκε πάντως οριστικά. Η χρονιά που έρχεται ίσως αποδειχτεί καθοριστική. Είτε οι σαφώς υπαρκτές και σήμερα πολιτικά πλειοψηφικές αλλά κουρασμένες δυνάμεις της παραγωγής θα πείσουν και θα πειστούν για την ανάγκη της αλλαγής είτε το βάλτωμα θα γίνει μόνιμο και η παρακμή ακόμη πιο βασανιστική.
    *Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος είναι αναπληρωτής καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας, διευθυντής του ΠΜΣ «Διακυβέρνηση και Επιχειρηματικότητα», αρχισυντάκτης της «Νέας Εστίας»

    01/12/2015 - "Υπομονή, το παλιό καταρρέει" του Χρ. Γιανναρά

    Αθήνα, 01/12/2015
     

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 29/11/2015, το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο "Υπομονή, το παλιό καταρρέει".
       Διαβάστε αυτό το καταπληκτικό άρθρο αρκετές φορές, για να συνειδητοποιήσετε τις αλήθειες που λέει, γιατί ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε από την καταστροφή, είναι αφύπνιση μας και ως άτομα και ως λαός.


    Υπομονή, το παλιό καταρρέει
    Δίκην Κάτωνος του πρεσβυτέρου, η εδώ επιφυλλίδα κάθε Κυριακή επαναλαμβάνει μονότονα (επομένως και κουραστικά) ότι: Το λεγόμενο «πολιτικό σύστημα» έχει στην Ελλάδα σήμερα καταρρεύσει, η ελλαδική κοινωνία συντηρεί μόνο πλασματικά υποκατάστατα «κομμάτων» – συντεχνίες που διαγκωνίζονται να διαχειριστούν (αυτό μόνο) την εξουσία.
    Πότε καταρρέει σε μια χώρα το πολιτικό σύστημα; Οταν αδυνατεί πια, ολοφάνερα, να ανταποκριθεί στις ανάγκες της κοινωνίας, ακόμα και τις στοιχειωδέστερες. Οταν τα κόμματα δεν έχουν πολιτική ραχοκοκαλιά, αναζητούν ταυτότητα και ειδοποιό διαφορά σε χιλιοφθαρμένα ιδεολογικά ρητορεύματα, σε κενολογίες ψυχολογικού εντυπωσιασμού των αφελών.Η τέλεια απουσία πολιτικής ραχοκοκαλιάς (άρα και κοινωνικής εντιμότητας) αποκαλύφθηκε χειροπιαστά, όταν οι δύο, επί δεκαετίες αντίπαλοι πρωταγωνιστές της πολιτικής παντομίμας, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., συγκρότησαν «κυβέρνηση συνεργασίας» (Σαμαρά - Βενιζέλου). Στην πρώτη φάση της συγκυβέρνησης μετείχε και η «Αριστερά», (Κουβέλης) οπότε η ολοκληρωτική απουσία πολιτικών διαφοροποιήσεων κατέστη «κραγμένη» και αδιάντροπη, συγκεφαλαιωμένη στη διαβόητη «ποσόστωση» της μοιρασιάς των ρουσφετιών: 4-3-1.Από αγανάκτηση και οργή για την πολύχρονη εξαπάτησή τους οι Ελλαδίτες ψηφοφόροι χάρισαν αιφνίδια την εξουσία στον ΣΥΡΙΖΑ. Για να αποκαλυφθεί πολιτικά ασπόνδυλο και αυτό το με τεχνητές συγκολλήσεις συνονθύλευμα των «ριζοσπαστών» της Αριστεράς. Μια ευφάνταστη «παρεούλα» ευφυών οικονομολόγων ξεκίνησε, με παιδαριώδη δονκιχωτισμό και πατώντας στον παντελώς διαβρωμένο από τη σήψη ελλαδικό κρατικό ερειπιώνα, να αντιπαλαίψει την παγκοσμιοποιημένη πια παντοδυναμία του αχαλίνωτου καπιταλισμού. Η πολιτική νηπιότητα του εγχειρήματος ήταν κραυγαλέα. Απέδειξε και τον ΣΥΡΙΖΑ απολύτως ταυτισμένο με τη διαχειριστική τής εξουσίας εκδοχή της πολιτικής, δηλαδή εξίσου στερημένου τη ραχοκοκαλιά ρεαλιστικών κοινωνικών στοχεύσεων.
    Πιο συγκεκριμένα: Δεν διανοήθηκε ο ΣΥΡΙΖΑ όπως δεν είχε διανοηθεί και η πρασινογάλαζη Πασοκαρία, ότι το ζητούμενο της ανάκαμψης από την εφιαλτική καταστροφή δεν ήταν συνάρτηση παλικαρισμών στην αναμέτρηση με τους δανειστές, αλλά συνάρτηση τολμηρών ανατάξεων του κρατικού μηχανισμού, των δομών, των θεσμών, των λειτουργιών ενός δημόσιου βίου ολοκληρωτικά και εξευτελιστικά υποταγμένου στο πελατειακό κατεστημένο της κομματοκρατίας.
    Η αυτοαναίρεση της Αριστεράς είναι ο αυτοηδονισμός της με ρητορεύματα. Οπως και η αυτοαναίρεση της πολιτικής είναι ο αυτοηδονισμός με τη διαχείριση της εξουσίας. Οταν μιλάμε για πολιτική «ραχοκοκαλιά» ενός κόμματος ή ενός αρχηγού, αναφερόμαστε σε καίριους στόχους εξυπηρέτησης κοινωνικών αναγκών, δημιουργίας θεσμών ή πραγματοποίησης έργων που βελτιώνουν το συνολικό επίπεδο (την ποιότητα) ζωής του κοινωνικού σώματος. Και με εναργείς παραδειγματικές εικόνες: Πολιτική ραχοκοκαλιά είχε ο Χαρίλαος Τρικούπης, που έφτιαξε σιδηροδρομικό δίκτυο στην Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, που πέτυχε τον εξηλεκτρισμό ολόκληρης της χώρας. Ο Ελεύθεριος Βενιζέλος, που ίδρυσε το Συμβούλιο της Επικρατείας. Ο Ιωάννης Μεταξάς, που ίδρυσε το Ιδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων, κ.ά.τ.
    Η διαφορά ανάμεσα στη διαχείριση της εξουσίας και στην άσκηση πολιτικής είναι θεμελιώδης, ουσιωδέστατη και καθοριστική της ποιότητας ζωής σε μια κοινωνία. Κατά κανόνα, τα κόμματα και οι κομματάρχες που δεν έχουν ακόμα γευθεί την εξουσία διακυβέρνησης, εκφέρουν λόγο με προφανείς πιστοποιήσεις, κοινότοπες επισημάνσεις συμπτωμάτων: κακοδιοίκησης, φαυλότητας, διαπλοκής, διαφθοράς, παραλυτικής του κράτους ανικανότητας ή ασυδοσίας. Ποτέ βέβαια ο λόγος τους δεν προδίδει σοβαρή, επιτελική μελέτη αυτών των συμπτωμάτων, γι’ αυτό και ποτέ δεν αντιτάσσει συγκεκριμένες επαγγελίες πολιτικών ενεργημάτων για τη διόρθωση των κακώς κειμένων. Ο τάχα και πολιτικός λόγος έχει ως καθοριστικό γνώρισμα τις γενικότητες. Τόσο επιδερμικές και αοριστόλογες γενικότητες, ώστε να συνιστούν προσβολή και διασυρμό της κοινής λογικής και της συλλογικής αξιοπρέπειας.
    Η περίπτωση της λεγόμενης Αριστεράς είναι κατεξοχήν προκλητική και δραματικά αποκαρδιωτική: Η λέξη, στη διεθνή χρήση της, χαρακτηρίζει εκείνη την πολιτική που δίνει προτεραιότητα στις κοινωνικές ανάγκες, όχι στα ατομικά συμφέροντα. Εξασφαλίζει η Αριστερά την ελευθερία της επιχειρηματικής δημιουργικής δραστηριότητας, αλλά ελέγχει τυχόν ασυδοσία των κεφαλαιούχων, την υπέρμετρη εκμετάλλευση της μισθωτής εργασίας. Επιδιώκει να χαλιναγωγεί, με θεσμούς και νόμους, την κοινωνική αδικία, καλλιεργεί, ως πολιτισμική αξία, την αίσθηση του δημοσίου συμφέροντος, τη δυνατότητα πρόσβασης όλων σε ιατρο-φαρμακευτική περίθαλψη, σε σύνταξη κατασφάλισης των γηρατειών, σε Παιδεία οποιασδήποτε βαθμίδας.
    Στην Ελλάδα αυτά τα στοιχεία ταυτότητας της Αριστεράς είναι μόνο ρητορικά δολώματα για υποκλοπή της ψήφου των αφελών. Πρώτο μέλημα της Αριστεράς στην Ελλάδα είναι να θωρακίσει συνδικαλιστικά τις μάζες όσων πουλήθηκαν στα κόμματα για να εξαγοράσουν διορισμό στο Δημόσιο. Οπλα «αγώνων» της ελλαδικής Αριστεράς είναι οι «απεργίες κοινωνικού κόστους» της παρασιτικής δημοσιοϋπαλληλίας, οι «πορείες», οι «καταλήψεις», ο τραμπουκισμός, που μεταβάλλουν σε κόλαση την καθημερινότητα όχι των εύπορων, αλλά της φτωχολογιάς, των ανήμπορων.
    Υπερασπιστής εδώ η Αριστερά όχι των αδικημένων και στερημένων, αλλά των ψυχανώμαλων του κοινωνικού περιθωρίου, της προκλητικής σε χυδαιότητα αντικοινωνικής συμπεριφοράς. Και «χόμπυ» της Αριστεράς, η ανεξήγητη φανατισμένη αρνησιπατρία, η κατασυκοφάντηση της ιστορίας και της παράδοσης πολιτισμού των Ελλήνων, η άρνηση, με πείσμα και μένος, της γλωσσικής συνέχειας, η φανατισμένη υπεράσπιση εξωφρενικών, σε βάρος της Ελλάδας, διεκδικήσεων των γειτόνων της.
    Συμπτώματα παρακμής σε τελικό στάδιο. Διότι, εναλλακτικό πολιτικό ενδεχόμενο είναι ο αφασικός χυλός της Ν.Δ.: τα «αναστήματα» Μεϊμαράκη, Αδωνι, Τζιτζικώστα, ή τα έσχατα λύματα του κόμματος των πρωτουργών της καταστροφής, προεδρευόμενου σήμερα από την κυρία Φώφη. Ισως να είναι ίχνος παρηγοριάς η παράδοξη, δυσεξήγητη σύνεση (σχεδόν σοφία) του πολλαπλά ευτελισμένου λαού μας, που ξέρει ακόμα να φιδοπερπατάει στο ναρκοπέδιο του πολιτικού μας σκηνικού: Τόλμησε, με απίστευτη αξιοπρέπεια, ένα «όχι» στον χυδαίο εκβιασμό (Τράπεζες κλειστές - καταιγισμός απειλών) από την «Ευρώπη των φώτων». Εμπιστεύτηκε ξανά το ανύπαρκτο φιλότιμο της εκτρωματικής «Αριστεράς» που παραπάνω περιγράψαμε, ίσως για να δηλώσει, με ρίσκο ζωής ή θανάτου, πόσο ανυπόφορη τού είναι πια η γαλαζοπράσινη πεθαμενίλα.
    Ακόμα και στην επιθανάτια φάση, ένας λαός με ιστορία μπορεί να εκπλήξει.

    23/11/2015 - "Δεν πάμε καθόλου καλά" της Μιράντας Ξαφά

    Αθήνα, 23/11/2015
     

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

     

       Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 22/11/2015 το άρθρο της Μιράντας Ξαφά με τίτλο "Δεν πάμε καθόλου καλά", για να συνειδητοποιήσετε  τις φαύλες πολιτικές που εφαρμόζονται ακόμα και σήμερα και οι οποίες μας ρίχνουν πιο βαθιά στη μακροχρόνια κρίση.
    Δεν πάμε καθόλου καλά
      Την ώρα που η κυβέρνηση πανηγυρίζει για την έγκριση της υποδόσης των 2 δισ. ευρώ, υπάρχουν ανησυχητικά σημάδια για τη δυνατότητά της να φέρει σε πέρας το μνημόνιο που υπέγραψε. Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τη διαχειριστική της ικανότητα, αλλά κυρίως την ιδεολογική της αντίθετη με τις επιταγές του μνημονίου. Η κυβέρνηση προσπαθεί να ελέγξει το κράτος, τις ανεξάρτητες αρχές και τα ΜΜΕ, ενώ αντίθετα οι μνημονιακές υποχρεώσεις επιβάλλουν την απελευθέρωσή τους από πελατειακές πρακτικές.
       Το βασικό πρόβλημα είναι ότι δεν έχει την κυριότητα του προγράμματος: «η κυβέρνηση ψηφίζει μέτρα τα οποία δεν επιθυμεί και δεν πιστεύει» είναι το ρεφρέν της συγκυβέρνησης που εμφανίζεται έτσι ως εντολοδόχος των πιστωτών, ξεχνώντας την «εθνική κυριαρχία» που διατυμπάνιζε προηγουμένως. Δεν θεωρεί ότι τα μέτρα είναι απαραίτητα για να σταθεί η οικονομία στα πόδια της και να σταματήσει να ζητάει δανεικά από τον επίσημο τομέα. Αντίθετα, τα αντιμετωπίζει σαν αναγκαίο κακό μέχρι να πετύχει την ελάφρυνση του χρέους που θα την εξιλεώσει για την υπογραφή ενός τόσο επαχθούς μνημονίου. Πέρα από τα δημοσιονομικά, το μνημόνιο περιλαμβάνει μέτρα εκσυγχρονισμού του κράτους και αύξηση του ρόλου των δυνάμεων της αγοράς στην οικονομία. Τέτοια μέτρα είναι η ενίσχυση της ανεξαρτησίας της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων και των ρυθμιστικών αρχών (ΡΑΕ, ΕΕΤ&Τ, Επιτροπή Ανταγωνισμού), σκοπός των οποίων είναι να διευκολύνουν τον ελεύθερο και υγιή ανταγωνισμό. Ομως δύο πρόσφατες κυβερνητικές ενέργειες, η απομάκρυνση της γ.γ. Εσόδων κ. Σαββαΐδου και η απόπειρα χειραγώγησης των ΜΜΕ μέσω του νομοσχεδίου για την αδειοδότησή τους, παρακάμπτοντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης, δείχνουν ξεκάθαρα ότι η σημερινή κυβέρνηση δεν πιστεύει στις ανεξάρτητες αρχές αλλά στην κρατικά ρυθμιζόμενη οικονομία. Η κυβέρνηση με το «ηθικό πλεονέκτημα» της Αριστεράς προκατέλαβε αποφάσεις της δικαιοσύνης για ένα υποτιθέμενο πλημμέλημα της κ. Σαββαΐδου, ενώ ταυτόχρονα χρησιμοποίησε δύο μέτρα και δύο σταθμά για τους «δικούς της» ανθρώπους, παραβλέποντας κενά στα πόθεν έσχες υπουργών της. Χωρίς την πίεση της τρόικας, η κυβέρνηση θα συνέχιζε την τακτική να διορίζει συγγενείς και ημετέρους σε θέσεις ευθύνης αντί να καλύψει τη θέση αξιοκρατικά. Στην ίδια προσπάθεια ελέγχου των μηχανισμών του κράτους οφείλεται και η απομάκρυνση του Διευθυντή Εσωτερικών Υποθέσεων της Αστυνομίας κ. Σταυρόπουλου και του προέδρου του ΟΑΣΑ κ. Δημητριάδη, που κατά γενική ομολογία έκαναν εξαιρετικά τη δουλειά τους.
       Δεύτερον, η κυβέρνηση ακολουθεί παρελκυστική τακτική στη διαπραγμάτευση που δεν ωφελεί τη χώρα, π.χ. όσον αφορά τα κόκκινα δάνεια. Θα περίμενε κανείς από μία αριστερή κυβέρνηση να θέλει να προστατεύσει από πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας τους πραγματικά οικονομικά αδύναμους και όχι την πλειοψηφία των δανειοληπτών, που περιλαμβάνει πολλούς μπαταξήδες που εκμεταλλεύτηκαν τον νόμο Κατσέλη και την προπαγάνδα του ΣΥΡΙΖΑ περί «σεισάχθειας» για να μην πληρώνουν. Τα μη εξυπηρετούμενα τραπεζικά δάνεια ξεπερνούν το 60% του ΑΕΠ, ύψος-ρεκόρ στην παγκόσμια ιστορία οικονομικών κρίσεων. Η ταχεία μείωσή τους είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την επιστροφή σε θετικούς ρυθμούς πιστωτικής επέκτασης που θα στηρίξει την ανάπτυξη. Για να συμβεί αυτό πρέπει να αρχίσουν να πληρώνουν οι μπαταξήδες και να διευκολυνθεί η πώληση δανείων σε εξειδικευμένα funds ώστε να δημιουργηθεί περιθώριο για νέα δάνεια στους ισολογισμούς των τραπεζών. Το λάθος του νόμου Κατσέλη ήταν η έλλειψη εισοδηματικών ή περιουσιακών κριτηρίων για ένταξη στην ευνοϊκή ρύθμιση, την οποία εκμεταλλεύθηκαν πολλοί επιτήδειοι. Η πρόσφατη ανακοίνωση της ΔΕΗ ότι θα διακόψει το ρεύμα σε 100.000 κακοπληρωτές προκάλεσε ουρές πελατών που ήρθαν να πληρώσουν. Το ίδιο ακριβώς θα γίνει με τους πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας. Οι τράπεζες ούτως ή άλλως προτιμούν να ρυθμίσουν τα δάνεια παρά να ρίξουν τις τιμές των ακινήτων με μαζικούς πλειστηριασμούς.
       Τρίτον, το σίριαλ της αναζήτησης ισοδυνάμων για να προστατευθούν τα λαϊκά στρώματα (κυρίως οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ) δημιουργεί αβεβαιότητα και καθυστερήσεις στην εφαρμογή του προγράμματος. Η πρόταση επιβολής ΦΠΑ στην ιδιωτική εκπαίδευση ως ισοδύναμο για να αποτρέψει την αύξηση του ΦΠΑ στο μοσχαρίσιο κρέας υποκινήθηκε από αρνητική διάθεση προς οτιδήποτε ιδιωτικό. Η κοινωνική κατακραυγή που ακολούθησε οδήγησε στο αλαλούμ αναζήτησης άλλων ισοδυνάμων, με στελέχη της κυβέρνησης να προτείνουν ισοδύναμα από τα τηλε-παράθυρα, για να καταλήξει στη φορολογία των παιγνίων του ΟΠΑΠ, που θα πλήξει την αξιοπιστία του κράτους εφόσον η σύμβαση ιδιωτικοποίησης του ΟΠΑΠ προέβλεπε σταθερό φορολογικό καθεστώς μέχρι το 2020.
       Τέταρτον, αντί να περιορίσει τις κρατικές σπατάλες η κυβέρνηση επιβάλλει διαρκώς νέους φόρους προκειμένου να κρατήσει στη ζωή άχρηστους οργανισμούς του Δημοσίου και επιχειρήσεις-ζόμπι που έπρεπε προ πολλού να έχουν κλείσει (Ελληνική Βιομηχανία Ζάχαρης, Ναυπηγεία Σκαραμαγκά, Ελληνικά Αμυντικά Συστήματα). Επαναπροσλαμβάνει καθαρίστριες και άλλους απολυμένους δημόσιους υπαλλήλους (ακόμα και επίορκους!) αντί να φροντίσει να καλύψει κενά εκεί που υπάρχουν επείγουσες ανάγκες (νοσηλευτές, εφοριακοί). Σύντομα η κυβέρνηση πρέπει να καταθέσει το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό πρόγραμμα με όλα τα απαραίτητα μέτρα ώστε το φετινό πρωτογενές έλλειμμα 0,25% του ΑΕΠ να μετατραπεί σταδιακά σε πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ το 2018. Η μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού δεν αρκεί για να εξασφαλίσει τέτοιο πλεόνασμα. Η οικονομία ήδη ασφυκτιά από τους φόρους, όπως είναι προφανές από την αλματώδη αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών. Η κυβέρνηση οφείλει επομένως να εξοικονομήσει πόρους από την πλευρά των δαπανών. Κάθε άλλη λύση θα καταδικάσει την οικονομία στη στασιμότητα, ιδιαίτερα αν δεν εφαρμοστούν εγκαίρως ριζικές μεταρρυθμίσεις για την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας. Αντίθετα με ό,τι πιστεύει ο κ. Τσακαλώτος, η ανάκαμψη της οικονομίας δεν θα προέλθει από την «απελευθέρωση της καταπιεσμένης ζήτησης» μόλις αναδιαρθρωθεί το χρέος. Αυτή η άποψη παραβλέπει τις παθογένειες της οικονομίας από την πλευρά της προσφοράς. Η Ελλάδα χρειάζεται μεγαλύτερη οικονομική ελευθερία, μικρότερο κράτος και λιγότερους φόρους για να μεταφερθούν μαζικά πόροι στον εξωστρεφή ιδιωτικό τομέα της οικονομίας για να βγούμε οριστικά από την κρίση στην οποία μας οδήγησε η πελατειακή διαχείριση της εξουσίας. Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση που δηλώνει ιδεολογική αποστροφή προς τη φιλελεύθερη πολιτική του μνημονίου μπορεί να ξεπεράσει τις αριστερές ιδεοληψίες της και να το εφαρμόσει. Αν όχι, θα ξαναβρεθούμε μπροστά στο Grexit. Και τότε μπορεί να φαντάζει σαν τη μόνη λύση.
    * Η κ. Μιράντα Ξαφά είναι ερευνήτρια του Center for International Governance Innovation και αντιπρόεδρος της Δράσης.