23/02/2018 - "Οι κλέφτες και...οι κλέφτες", Ανδρέα Δρυμιώτη

    Αθήνα, 23/02/2018

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Εξαιτίας της επικαιρότητας που αφορά την υπόθεση NOVARTIS, ένα θέμα που λόγω της συνάφειας του αντικειμένου ο κλάδος μας γνωρίζει πολύ καλά και επειδή θέλουμε τα μέλη του Συνδέσμου μας να είναι σκεπτόμενοι και ενημερωμένοι πολίτες, όπως έχουμε αναφέρει επανειλημμένα σε προηγούμενες αναδημοσιεύσεις, αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του Σαβ/κου 17-18/02/2018, ένα καταπληκτικό άρθρο του κ. Ανδρέα Δρυμιώτη, συμβούλου επιχειρήσεων, με τίτλο : « Οι κλέφτες και … οι κλέφτες », το οποίο με απλό και εύκολα κατανοητό τρόπο περιγράφει την αποβλάκωση που έχει υποστεί η Ελληνική κοινωνία, η οποία την οδηγεί στην υποβάθμιση της ποιότητας του επιπέδου ζωής της και στην απώλεια της πραγματικής δημοκρατίας.
    Οι κλέφτες και … οι κλέφτες

    Ενας καλός φίλος μου έστειλε μερικές σκέψεις, οι οποίες αποδίδονται στον Voltaire. Προσπάθησα, αλλά δεν μπόρεσα να επιβεβαιώσω ότι πράγματι οι σκέψεις αυτές προέρχονται από τον Γάλλο φιλόσοφο, συγγραφέα και ιστορικό. Δεν έχει όμως καμία σημασία η προέλευσή τους αλλά το περιεχόμενό τους, το οποίο βρήκα ότι είναι πολύ αληθινό. Σας τις παραθέτω:
    «Στη ζωή υπάρχουν δύο είδη κλεπτών:
    – Ο κοινός κλέπτης είναι αυτός που σας κλέβει τα χρήματά σας, το πορτοφόλι σας, το ρολόι σας κλπ.
    – Ο κλέπτης πολιτικός είναι αυτός που σας κλέβει το μέλλον σας, τη γνώση σας, τον μισθό σας, την εκπαίδευσή σας, την υγεία σας, τη δύναμή σας, το χαμόγελό σας κλπ.
    – Μια μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο τύπων κλεπτών, είναι ότι ο κοινός κλέφτης σας επιλέγει για να σας κλέψει, ενώ τον πολιτικό κλέφτη είστε εσείς που τον διαλέγετε για να σας κλέψει.
    – Και η άλλη μεγάλη διαφορά είναι ότι τον κοινό κλέφτη συνήθως τον πιάνει η αστυνομία, ενώ ο πολιτικός κλέπτης πολύ συχνά προστατεύεται από συνοδεία αστυνομίας».
    Παρακαλώ να προσέξετε τη διατύπωση. Δεν αναφέρεται σε κατάχρηση δημοσίου χρήματος, ούτε όμως σε ιδεολογίες. Απλά χαρακτηρίζει τους πολιτικούς συλλήβδην «κλέφτες» γιατί όντως με τις πολιτικές τους, κλέβουν το μέλλον σου, αλλά κυριότερα το μέλλον των παιδιών σου, για το οποίο δουλεύεις προκειμένου να τους εξασφαλίσεις μια καλύτερη ζωή.
    Σαν μηχανικός που είμαι, μου αρέσει να απλοποιώ τα προβλήματα. Παρακαλώ, ακολουθήστε τον συλλογισμό μου. Σήμερα, το δημόσιο χρέος, δηλαδή αυτό που χρωστά η χώρα μας, είναι πάνω κάτω 325 δισεκατομμύρια ευρώ. Με απλά λόγια κάθε Ελληνας, ακόμα και το νεογέννητο που θα γεννηθεί σήμερα, κουβαλάει στην πλάτη του ένα χρέος 32.500 ευρώ, τα οποία κάποτε πρέπει να αποπληρώσουμε στους δανειστές. Δηλαδή μια τριμελής οικογένεια χρωστά, έστω και αν δεν το έχει συνειδητοποιήσει, 3 * 32.500 = 97.500 ευρώ, πέρα από τα τυχόν στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια που μπορεί να έχει! Πόσοι ψηφοφόροι νομίζετε ότι έχουν συνειδητοποιήσει αυτή την πολύ απλή αλλά οδυνηρή αλήθεια; Καμία δημοσκόπηση δεν μας έχει φωτίσει, μέχρι σήμερα, σχετικά με το ποσοστό αυτό, αλλά προσωπικά πιστεύω ότι είναι πολύ χαμηλό. Πάμε όμως παρακάτω. Αν τους ρωτήσουμε για το πώς δημιουργήθηκε αυτό το τεράστιο δημόσιο χρέος, το οποίο χρωστάμε όλοι και ο καθένας χωριστά, είμαι βέβαιος ότι η μεγάλη πλειονότητα θα μας δώσει την ίδια απάντηση: Τα λεφτά τα έφαγαν η Siemens, η Novartis, τα εξοπλιστικά, οι Πολιτικοί, ο Τσοχατζόπουλος, τα Κόμματα, τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης, οι Εργολάβοι, οι ολιγάρχες κ.ο.κ. Βλέπετε, αυτή είναι η άποψη που επικρατεί, την οποία έχουν καλλιεργήσει τόσο τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης όσο και οι Πολιτικοί μας. Αυτό τους βολεύει, γιατί έτσι μπορούν να διαχειρίζονται την κατάσταση προς όφελός τους.
    Μετά την παραπάνω ανάλυση, προκύπτει φυσικά το αμείλικτο ερώτημα. Πού πήγαν τα λεφτά αυτά, ώστε να δημιουργηθεί αυτό το τεράστιο και δυσβάσταχτο δημόσιο χρέος; Ενα μικρό μέρος φυσικά πήγε στα σκάνδαλα που προανέφερα, αλλά δυστυχώς το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος σπαταλήθηκε σε αλόγιστες παροχές προκειμένου οι εκάστοτε κυβερνώντες να εξασφαλίσουν μόνο την επανεκλογή τους. Οσοι πολιτικοί προσπάθησαν να μιλήσουν με ειλικρίνεια βρέθηκαν εκτός πολιτικής. Ποιος, λοιπόν, φταίει για όσα μας συμβαίνουν; Εμείς, φυσικά, που επιλέγουμε με την ψήφο μας τους «κλέφτες» που κλέβουν το παρόν και το μέλλον μας.
    Ελάτε να δούμε ένα άλλο παράδειγμα που επιβεβαιώνει ότι οι πολιτικοί μας αποπροσανατολίζουν ώστε να παίζουμε στο δικό τους γήπεδο με τους δικούς τους κανόνες και με στημένο διαιτητή. Τις τελευταίες βδομάδες στην επικαιρότητα κυριαρχεί η υπόθεση Novartis. Πρωτοσέλιδα, αναλύσεις, αντίγραφα των καταθέσεων, ανάμειξη του FBI• δηλαδή όλα τα συστατικά για μια «σκανδαλώδη» ιστορία. Σαν υπόθεση εργασίας ας δεχτούμε ότι όλα όσα καταμαρτυρούν οι κουκουλοφόροι μάρτυρες είναι απολύτως ακριβή. Παρακαλώ, σημειώστε ότι σε καμία περίπτωση δεν τα θεωρώ ακριβή αλλά τα δέχομαι σαν υπόθεση εργασίας προκειμένου να αναδείξω τις ταχυδακτυλουργικές ικανότητες των πολιτικών που θα τις ζήλευαν ακόμα και οι διασημότεροι illusionist όπως ο David Copperfield και οι Penn and Teller. Αν αθροίσουμε όλα τα χρήματα που υποτίθεται ότι πήραν όλοι οι εμπλεκόμενοι πολιτικοί, δεν ξεπερνάμε το ποσό των 45 εκατομμυρίων ευρώ. Αυτό το ποσόν είναι σταγόνα στο ωκεανό των δισεκατομμυρίων που φαγώθηκαν στην υγεία στην ίδια περίοδο. Με συντηρητικούς υπολογισμούς η σπατάλη είναι περίπου 15 δισεκατομμύρια ευρώ! Ποιοι έφαγαν αυτά τα χρήματα; Φαρμακοβιομηχανίες ξένες και ελληνικές, φαρμακαποθήκες, φαρμακοποιοί, γιατροί, εργαστήρια, κλινικές και εν γένει όσοι εμπλέκονται στο πάρτι της υγείας που όλοι ζήσαμε και που ακόμα ζούμε. Παρ’ όλες τις προσπάθειες, ακόμα και σήμερα εξακολουθεί να γίνεται υπερβολική και περιττή συνταγογράφηση (πρόσφατο άρθρο μου στην ΚτΚ της 26ης Νοεμβρίου 2017, με τίτλο «Απάτες στη συνταγογράφηση και πληροφορική), διπλάσιες καισαρικές από τον μέσο όρο της Ευρώπης, περιττές εξετάσεις και συνεχώς εφευρίσκονται νέοι τρόποι για την κατάχρηση της φυσικής αδυναμίας που όλοι έχουμε στο θέμα της υγείας.
    Ετσι ακριβώς συνέβη στην υπόθεση της Novartis. Ολοι επικεντρωθήκαμε στην ανάμειξη των πολιτικών προσώπων και χάνουμε την ουσία της υπόθεσης. Φυσικά ο τυχόν χρηματισμός πολιτικών προσώπων ακόμα και με μικροποσά είναι και πρέπει να είναι κατακριτέος, αλλά παράλληλα δεν πρέπει να χάνουμε τον πραγματικό στόχο.
    Εξάλλου η έρευνα για τη Novartis που ξεκίνησε στις ΗΠΑ είχε στόχο τις παράνομες πρακτικές της εταιρείας για τη διεύρυνση της επιρροής της και την προώθηση των προϊόντων της. Η τυχόν εμπλοκή πολιτικών προσώπων που βοήθησαν προς την κατεύθυνση αυτή είναι το κερασάκι στην τούρτα. Ο κύριος στόχος ήταν η κατευθυνόμενη συνταγογράφηση μέσω του εκμαυλισμού των γιατρών με χρήματα, ταξίδια, δώρα και ό,τι άλλο επιθυμούσαν.
    Ομως, σε αυτόν τον στόχο συμβάλαμε ΟΛΟΙ. Στις 25 Απριλίου 2009, πολύ πριν ξεσπάσει η κρίση στην Ελλάδα, ο Αντώνης Καρακούσης έγραφε στο ΒΗΜΑ για το θέμα αυτό: «…Με τα χρόνια επεκτάθηκε και τώρα δείχνει να έχει λάβει χαρακτηριστικά οργανωμένης παρέμβασης σε ολόκληρο το σύστημα Υγείας. Η δομή του είναι πυραμοειδής. Ξεκινά από τις πανεπιστημιακές κλινικές, οι οποίες δίνουν τη γραμμή για τα νέα και ακριβά φάρμακα, και επεκτείνεται στις κατώτερες βαθμίδες, κατατρώγοντας ως άλλη ενδημική νόσος τα σωθικά του παραπαίοντος Εθνικού Συστήματος Υγείας. Οι δημόσιες δαπάνες Υγείας, με την ευθύνη και των γιατρών, εξελίσσονται τα τελευταία χρόνια με τρελούς ρυθμούς, μοναδικούς στον κόσμο. Εχουν πλέον ξεπεράσει εκείνες της εθνικής άμυνας και αποτελούν μία από τις μεγαλύτερες πηγές τροφοδότησης των ελλειμμάτων και του δημόσιου χρέους… Αγγίζει τα όρια του οργανωμένου εγκλήματος και επί της ουσίας η συνδυασμένη δράση δεν διαφέρει σε τίποτε από εκείνη των κοινών ληστών. Με τη διαφορά ότι στην προκειμένη περίπτωση οι ληστές φορούν κοστούμια και αθώες άσπρες μπλούζες».
    Για να ολοκληρώσουμε το θέμα των φαρμάκων και της σημερινής κατάστασης, θέλω να σας θυμίσω ότι είμαστε η χώρα της Ευρώπης με το μικρότερο ποσοστό γενόσημων φαρμάκων. Η αυξημένη χρήση γενόσημων θα περιόριζε σημαντικά τη φαρμακευτική δαπάνη. Ποιος είναι υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή; Είναι οι φαρμακοποιοί που προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι τα γενόσημα δεν είναι κατάλληλα για τους Ελληνες και οι δημοσιογράφοι που τους έβγαζαν συνεχώς στα κανάλια και τρόμαξαν τον κοσμάκη, ο οποίος στο θέμα της υγείας δικαιολογημένα έχει ευαισθησίες και ανησυχίες.
    Δυστυχώς όμως, αυτός, ο κακά ενημερωμένος, κόσμος θα κληθεί σε κάποια στιγμή να ψηφίσει και ουσιαστικά να διαλέξει τον πολιτικό που θα του εμπιστευθεί το μέλλον του.
    Κλείνω με τα λόγια του Winston Churchill που πιστεύω ότι ταιριάζουν στην περίπτωσή μας: «Το καλύτερο επιχείρημα εναντίον της Δημοκρατίας, είναι μια πεντάλεπτη συζήτηση με τον μέσο ψηφοφόρο». Παντού και πάντοτε το ίδιο πρόβλημα: Αγνοια!
    * Ο κ. Ανδρέας Δρυμιώτης είναι σύμβουλος επιχειρήσεων.

    13/02/2018 - "Τραγωδικός φανατισμός"- Χρ. Γιανναράς

    Αθήνα, 13/02/2018

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ
      

    Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 11/02/2018, άλλο ένα εκπληκτικό άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο : «Τραγωδικός φανατισμός», για όσους ακόμα σκέφτονται.
    Τραγωδικός φανατισμός - Χρ. Γιανναράς
    Οι Ελληνες φανατιζόμαστε εύκολα. Η ρομαντική εξήγηση γι’ αυτό είναι η βεβαιότητα, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, ότι τη συναρπαστική ομορφιά του ελληνικού τοπίου, φωτός, κλίματος, την οφείλουμε στην παρουσία θεών – «πάντα πλήρη θεών είναι». Η αδιάκοπη συνύπαρξη με την ομορφιά, δηλαδή με τους θεούς, μας καθιστά ένθεους, θεόληπτους (στα λατινικά fanaticos, από το fanum: τόπος ιερός).
    Η απομυθοποιημένη, ψυχολογική ερμηνεία σήμερα βεβαιώνει ότι φανατικούς μάς καθιστά η ανασφάλεια. Η επιβίωσή μας στην ελλαδική κοινωνία είναι αβέβαιη, όλα εκκρεμή, επισφαλή, ευπρόσβλητα, κινδυνώδη. Εχουμε ανάγκη, ασυνείδητη αλλά επιτακτική, κάπου να ασφαλιστούμε, να γαντζωθούμε από κάτι σίγουρο, ισχυρό, δυσμετάβλητο – να «ανήκουμε» σε μια συλλογικότητα, σε ένα άθροισμα πολλών, σε κάποια πίστη ή θαυμασμό ή επιδίωξη που συσπειρώνει ανθρώπους και τους συνεγείρει.
    Οι Ελληνες φανατιζόμαστε εύκολα. Η ρομαντική εξήγηση γι’ αυτό είναι η βεβαιότητα, από τα αρχαία κιόλας χρόνια, ότι τη συναρπαστική ομορφιά του ελληνικού τοπίου, φωτός, κλίματος, την οφείλουμε στην παρουσία θεών – «πάντα πλήρη θεών είναι». Η αδιάκοπη συνύπαρξη με την ομορφιά, δηλαδή με τους θεούς, μας καθιστά ένθεους, θεόληπτους (στα λατινικά fanaticos, από το fanum: τόπος ιερός).
    Η απομυθοποιημένη, ψυχολογική ερμηνεία σήμερα βεβαιώνει ότι φανατικούς μάς καθιστά η ανασφάλεια. Η επιβίωσή μας στην ελλαδική κοινωνία είναι αβέβαιη, όλα εκκρεμή, επισφαλή, ευπρόσβλητα, κινδυνώδη. Εχουμε ανάγκη, ασυνείδητη αλλά επιτακτική, κάπου να ασφαλιστούμε, να γαντζωθούμε από κάτι σίγουρο, ισχυρό, δυσμετάβλητο – να «ανήκουμε» σε μια συλλογικότητα, σε ένα άθροισμα πολλών, σε κάποια πίστη ή θαυμασμό ή επιδίωξη που συσπειρώνει ανθρώπους και τους συνεγείρει.
    Αν η ανασφάλεια γεννιέται από ατομικά μειονεκτήματα φυσικά ή οικογενειακές καταβολές δύσκολες ή συγκυριακές ατυχίες και αντιξοότητες, τότε ο φανατισμός (η τυφλή προσκόλληση) θα επενδυθεί σε συσπειρώσεις μάλλον απλοϊκές, συχνά αφελείς ή και μικρονοϊκές: Προσκόλληση, μέχρι σημείου μονομανίας, σε ποδοσφαιρική ομάδα ή στη θρησκοληψία ή σε κομματικό ποιμνιοστάσιο ή σε ψυχαναγκαστική εξάρτηση από το Facebook ή στη λατρεία «λαϊκών» τραγουδιστών ή σε νυχθήμερη εξάρτηση από το τηλεοπτικό θέαμα κ.ά.α.
    Αν η ανασφάλεια γεννιέται από ευρύτερα κοινωνικά συμπτώματα «κρίσης» χρεοκοπίας, διαφθοράς του πολιτικού συστήματος, παράλυσης του κρατικού μηχανισμού, εξευτελιστικής επιτρόπευσης της χώρας, τότε ο φανατισμός θα επενδυθεί στις ίδιες μάλλον καταφυγές, αλλά ψυχολογικά θωρακισμένες επιμελέστερα με αξιωματικές αποφάνσεις και εγωιστικό πείσμα. Θα τολμούσε κανείς τον ισχυρισμό (συναγόμενον από την καθημερινή παρατήρηση) ότι όσο πιο «μορφωμένος» είναι ο Ελλαδίτης σήμερα τόσο πιο φανατικά προσκολλημένος σε «βεβαιότητες», «πεποιθήσεις» και «πληροφορίες» γεννήματα της ψυχολογικής του ανάγκης. Είναι απίστευτο πόσο «πρωτόγονα» ο Ελλαδίτης σήμερα ταυτίζει την υπεράσπιση των πολιτικών του επιλογών με την εγωιστική του αυτοάμυνα, τον ναρκισσισμό του.
    Μοιάζει πρωτόγονος ο φανατισμός αυτής της αυτοάμυνας, γιατί είναι τυφλός και καταργεί τη μνήμη. Αν ήταν όμως να αποδώσουμε ευθύνες, θα λέγαμε ότι για τον πολιτικό πρωτογονισμό και την πολιτική αμνησία ένοχος δεν είναι τόσο ο πολίτης όσο οι θεσμοί, η μεθοδική αχρήστευση της λειτουργίας τους. Το γεγονός λ.χ. ότι βρίσκονται «νομίμως» στο Κοινοβούλιο κόμματα που στο καταστατικό τους δηλώνουν απερίφραστα την αντίθεσή τους στην κοινοβουλευτική δημοκρατία, το γεγονός ότι οι ελλαδικές κυβερνήσεις υπογράφουν «μνημόνια» που η τήρησή τους διέπεται και ερμηνεύεται σύμφωνα με το Αγγλικό μόνο Δίκαιο, το γεγονός ότι είναι αυτονόητη στην Ελλάδα η ατιμωρησία των επαγγελματιών της πολιτικής ακόμα και για φρικώδη οικονομικά και διαχειριστικά εγκλήματα (υπερδανεισμός, ασύδοτες προσλήψεις στο Δημόσιο, κατάργηση ελέγχου και αξιολόγησης των δημόσιων λειτουργών), ένας τέτοιος κρατικοποιημένος αμοραλισμός εμπεδώνει αυτονόητα τον πολιτικό πρωτογονισμό και τον φανατισμό ως αυτοάμυνα.
    Πρωτογονισμός και αμνησία συντηρούν και τρέφουν τον φανατισμό των Ελλαδιτών. Σχεδόν κάθε φορά στις εκλογές, η φράση που κυριαρχεί στα χείλη είναι: «Να φύγει ο τωρινός, κι ας έρθει ο οποιοσδήποτε». Ξεχνάμε ότι ο σημερινός «οποιοσδήποτε» είναι ο χθεσινός «τωρινός», που τον αποπέμψαμε «μετά βδελυγμίας» για να καταστήσουμε «τωρινό» τον τότε «οποιονδήποτε». Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι ο πιο αδίστακτος (γι’ αυτό και πιο καταστροφικός) φανατισμός είναι αυτός του απογοητευμένου πολίτη, ο φανατισμός της αηδίας.
    Αηδία, σιχασιά για τον πρωτογονισμό της πολιτικής μας πραγματικότητας, αλλά και πικρία, οδύνη ανυπόφορη. Σχεδόν κάθε μέρα και κάποιο γεγονός επιτείνει τη ρήξη του πολίτη με την πολιτική, τον φανατισμό της προσκόλλησης σε μια πολωτική αντίθεση, που μπορεί ίσως να παρηγορεί εφήμερα τον θυμό, αλλά καταστρέφει όλο και πιο ανεπανόρθωτα την κοινωνική συνοχή. Δεν υπάρχει ομαδικός βασανισμός που να συνθλίβει πιο εξουθενωτικά τον ψυχισμό των ανθρώπων, από το να παγιδεύονται, εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι μιας πρωτεύουσας πολεοδομικής τερατουργίας, για ώρες ολόκληρες, μέσα σε λεωφορεία, υπόγειους σιδηρόδρομους ή στα ιδιωτικά τους αυτοκίνητα, επειδή η κυβέρνηση ξεναγεί στα αξιοθέατα τον πρόεδρο ή πρωθυπουργό ή αξιωματούχο της τάδε ή δείνα χώρας. Και να επαναλαμβάνεται αυτή η κόλαση, κάθε τρεις και λίγο, προκειμένου να ψηφοθηρήσει και επιδειχθεί η θλιβερή μετριότητα του δημάρχου με εικονικούς «μαραθώνιους», ποδηλατικούς «γύρους» της πόλης ή άλλη δημαρχιακή, σαδιστική έμπνευση.
    Είμαστε φανατικοί οι Ελληνες: ή υπερασπιστές της μικρόνοιας και του πρωτογονισμού των κομμάτων ή καταγγέλτες, αλλά με τον φανατισμό του ανήμπορου, που μόνο πάσχει και οδυνάται μέχρι τρέλας, χωρίς να τελεσφορεί. Ωστόσο, ακόμα και με κόστος μη μετρήσιμης οδύνης, ο τραγωδικός αυτός φανατισμός θα μπορούσε να συνεχίσει να επιβιώνει σαν έμμεση παραπομπή στην ταυτότητα του Ελληνισμού: την «γιγαντομαχίαν περί της ουσίας». Θα μπορούσε, αν παράπλευρα σωζόταν η ελληνικότητα ως γλώσσα, η ελληνικότητα ως ιστορική συνείδηση, η ελληνικότητα ως λαϊκό σώμα ενορίας: συλλογικότητα με άξονα «νοήματος» της ύπαρξης. Αυτές οι τρεις προϋποθέσεις χάνονται ή έχουν πια χαθεί, νομοτελειακά θα έχουν αποσβεσθεί σε ελάχιστα χρόνια.
    Με φανατισμό θα προσθέσω: Συμβολοποιημένα ονόματα, όπως Ν.Δ., ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ, θα μείνουν στους αιώνες σαν αφοδευτήρια της πανανθρώπινης αηδίας, οργής και κατάρας, για το έγκλημά τους να αφελληνίσουν τον Ελληνισμό ύστερα από τρεις χιλιάδες χρόνια ιστορίας.

    22/01/2018 - " Η προειδοποίηση του κ. Γ. Χουλιαράκη", Κ. Καλλίτση

    Αθήνα, 22/01/2018

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

    Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 21/01/2018 το άρθρο – ανάλυση του Κώστα ΚΑΛΛΙΤΣΗ με τίτλο :«Η προειδοποίηση του κ. Γ. Χουλιαράκη», για να συνειδητοποιήσουμε την νέα πραγματικότητα και να προσγειώσουμε όσους ονειρεύονται να επανέλθουμε στην νοοτροπία και τις πρακτικές της καταστροφικής δεκαετίας του 1980.

    Η προειδοποίηση του κ. Γ. Χουλιαράκη - Κώστα ΚΑΛΛΙΤΣΗ
    Μιλώντας στην παρουσίαση του πολύ ενδιαφέροντος και χρήσιμου συλλογικού τόμου «Κατανοώντας την ελληνική κρίση», ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Χουλιαράκης, μεταξύ άλλων επανέλαβε μία εκτίμηση και απηύθυνε μία προειδοποίηση – κατά τη γνώμη μου και οι δύο είναι σημαντικές.
    Η εκτίμηση: Την κρίση δεν την έφεραν τα μνημόνια, αλλά η κρίση έφερε τα μνημόνια και, μάλιστα, χωρίς αυτά η χρεοκοπία θα ήταν σίγουρη, η δημοσιονομική προσαρμογή ασύγκριτα βιαιότερη και η έξοδος της χώρας από την Ευρωζώνη βεβαία. Φρέσκαρε έτσι τη μνήμη όλων, υπενθυμίζοντας ότι το 2010 η Ελλάδα κατάφερε να συνάψει το μνημόνιο και έτσι, χάρη σε αυτό, να αποφύγει την ολοσχερή καταστροφή, σε μια εποχή, μάλιστα, που οι ευρωπαϊκές συνθήκες απαγόρευαν ολωσδιόλου τη διάσωση κράτους- μέλους της Ευρωζώνης.
    Μια υπενθύμιση χρήσιμη, πάλι, στην τρέχουσα συγκυρία, αφού ορισμένες συνιστώσες της αξιωματικής αντιπολίτευσης, εκείνες που υπήρξαν πρωτεργάτες της κατερείπωσης της χώρας ιδιαίτερα τα χρόνια 2007-2009, αντί να ζητήσουν συγγνώμη από τον ελληνικό λαό και (μετά..) να σιωπήσουν, πασχίζουν να υποδείξουν ως αιτίες της κρίσης τα μνημόνια και τις «συνωμοσίες» με τις οποίες, δήθεν, αυτά τα μνημόνια επιβλήθηκαν στη χώρα μας. Και, βεβαίως, το κάνουν, όχι μόνο με την ανοχή αλλά και την υποστήριξη που τους παρέχουν τα πιο πολιτικά καθυστερημένα στοιχεία του σημερινού κυβερνητικού συνασπισμού. Αν δεν κάνω λάθος, άλλωστε, ο κ. Χουλιαράκης είναι, αν όχι ο μόνος, πάντως ένας εκ των ελαχίστων σημερινών υπουργών, που δεν έχουν μασήσει τα λόγια τους και έχουν αναφερθεί με σαφήνεια στις συνέπειες της δημοσιονομικής φαυλότητας εκείνης της περιόδου.
    Και η προειδοποίηση: Είναι υπαρκτός ο κίνδυνος να επιστρέψουμε στις παλιές συνήθειες της αλόγιστης δημοσιονομικής πολιτικής («να ανοίξουν οι κάνουλες», όπως από επίσημα χείλη έχει γλαφυρά ειπωθεί), πολύ περισσότερο καθώς το 2019 είναι χρόνος τριών προγραμματισμένων εκλογικών αναμετρήσεων, ενώ δεν αποκλείεται να ακολουθήσουν κι άλλες, αλλεπάλληλες, ανάλογα με τα αποτελέσματα των εθνικών εκλογών. Και σε μια έντονη εκλογική ατμόσφαιρα, η ροπή της οποιασδήποτε κυβέρνησης να ανοίξει τις κάνουλες, εύκολα μπορεί να αποδειχθεί ασυγκράτητη, με βαριές συνέπειες για τη χώρα, παρά την ιδιαίτερα αυστηρή επιτήρηση που θα ασκείται από τους επίσημους δανειστές μας.
    Η έξοδος της χώρας από τα μνημόνια δεν συνεπάγεται την είσοδό της στον παράδεισο, οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν με τεράστιο κοινωνικό κόστος απομένουν να αξιοποιηθούν ώστε να στηριχθεί η οικονομική μεγέθυνση και να δημιουργηθούν διατηρήσιμες θέσεις εργασίας, στο πλαίσιο ενός νέου οικονομικού υποδείγματος βιώσιμης ανάπτυξης. Η προσπάθεια αυτή ή θα γίνει σε συνθήκες δημοσιονομικής πειθαρχίας είτε δεν θα υπάρξει διόλου, θα πνιγεί εν τη γενέσει της.
    Διότι οι διεθνείς αγορές σου παρέχουν βαθμούς ελευθερίας μεγαλύτερους από τους μηδενικούς που επιτρέπει η τρόικα, αλλά και οι αγορές έχουν τους κανόνες τους και απαιτούν ένα δικό τους τύπο πειθαρχίας. Ή σε εμπιστεύονται και σε δανείζουν ή δεν σε εμπιστεύονται (χωρίς πολιτικές διαπραγματεύσεις, συμβιβασμούς και άλλες πολιτικού χαρακτήρα ανοχές και συνεννοήσεις…) ή δεν σε δανείζουν και βυθίζεσαι αύτανδρος σε χρεοκοπία. Μάλιστα, αυτή τη φορά, χωρίς δίχτυ ασφαλείας, χωρίς επάρατα μνημόνια ως σωσίβιο, χωρίς ευρωπαϊκή και διεθνή αλληλεγγύη, πεταγόμαστε εκτός ευρώ και μένουμε μόνοι, πάμφτωχοι και «ελεύθεροι» (βλ. καταδικασμένοι...) να λύσουμε μεταξύ μας τις διαφορές μας...
    Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γ. Χουλιαράκης είπε το αυτονόητο. Ορισμένη εντύπωση που προκάλεσαν οι δηλώσεις του, δεν είναι δικό του πρόβλημα. Είναι πρόβλημα ενός μέρους της ελληνικής κοινωνίας και ενός ακόμη μεγαλύτερου μέρους του πολιτικού προσωπικού της, όσων αδυνατούν ή δεν τους συμφέρει (αυτοί είναι οι περισσότεροι...) να κατανοήσουν αυτό, ακριβώς, το αυτονόητο. Οτι πρέπει από τώρα να ληφθούν μέτρα, ώστε να διασφαλιστεί η σταθερότητα της δημοσιονομικής πορείας και μετά τον Αύγουστο του 2018. Γιατί –το αναδιατυπώνω με άλλα λόγια– αν αυτή τη φορά αποτύχουμε, αύριο το 2010 θα φαντάζει σαν μια γλυκιά νοσταλγία...

    09/01/2018 - Συλλαβίζοντας : "διαχείριση", "μεταρρύθμιση", Χρ. Γιανναρά

    Αθήνα, 09/01/2018

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ του Σαβ/κου 6-7/01/2018, άλλο ένα πολύ καλό άρθρο του Καθ. Χρ. Γιανναρά με τίτλο : « Συλλαβίζοντας : «διαχείριση» - «μεταρρύθμιση» ».
       Διαβάστε το για να γνωρίζετε τα πραγματικά γεγονότα, να μαθαίνετε την αλήθεια, να αντιλαμβάνεστε τις καταστάσεις και να προβληματίζεστε.

    Συλλαβίζοντας : «διαχείριση» - «μεταρρύθμιση» - Χρ. Γιανναράς

    Δεν μπορώ να εντοπίσω στην Ελλάδα σήμερα (ίσως δικό μου το λάθος) κόμμα ή κομματάρχη που να ξεφεύγει από την ισοπεδωτική και κυρίαρχη διαχειριστική εκδοχή της πολιτικής. Κατά διαστήματα, κάποιοι καινοφανείς επίδοξοι «ηγέτες» μιλάνε και για «μεταρρυθμίσεις», αλλά είναι περισσότερο από φανερό ότι και πάλι τη διαχείριση εννοούν – μέχρις εκεί φτάνει ο νους τους.
    «Μεταρρυθμίσεις» απαιτούν από την Ελλάδα και τα μεγάλα κέντρα της διεθνούς τοκογλυφίας, το κατ’ ευφημισμόν λεγόμενο «Διεθνές Χρηματοπιστωτικό Σύστημα». Στο στημένο με ολοκληρωτικούς μηχανισμούς ψυχολογικό παιχνίδι των εντυπώσεων, συνείδηση «δανειστή» (και όχι της τοκογλυφίας) έχουν και οι πολίτες κρατών-μελών του Eurogroup, των οποίων οι τράπεζες κρατούν ακόμα εθνικές ονομασίες, μόνο επειδή τα πιο εγκληματικά τους «λάθη» (όπως ο υπερδανεισμός της Ελλάδας στη δεκαετία 1998-2008) τα φορτώνουν στις κυβερνήσεις τους, και αυτές στις πλάτες των πιο αδύναμων υπερδανεισμένων.
    Οι «μεταρρυθμίσεις» που ζητάνε από την Ελλάδα τα «χρηματοπιστωτικά» αυτά «κέντρα» ταυτίζονται με την πλήρη «ιδιωτικοποίηση» της κοινωνικής περιουσίας: Ο,τι αποτελεί κοινό και κοινωνούμενο από όλους αγαθό (το νερό που πίνουμε, το ηλεκτρικό ρεύμα, το οδικό δίκτυο, τα λιμάνια, τα τρένα, τα αεροδρόμια, τα νοσοκομεία, τα φάρμακα, η νοσηλεία – ό,τι η Ευρώπη ονόμασε «δημόσιο συμφέρον» και πανηγύρισε την προστασία του, μόλις στον 13ο αιώνα, ως είσοδο στον πολιτισμό) να παραχωρηθεί σήμερα στο μανιασμένο παιχνίδι κερδοσκοπίας, ήδη πάμπλουτων ιδιωτών.
    Αν αυτός ο σαρωτικός θρίαμβος του πρωτογονισμού, η παλινδρόμηση από τη συνείδηση της «κοινωνίας» στα αντανακλαστικά της αγέλης, χαρακτηριστεί «μεταρρύθμιση», τότε η λέξη μπορεί άνετα να εναρμονιστεί με το σκόπιμο τέλμα της «διαχείρισης». Εμφατικό παράδειγμα, η σημασία που δόθηκε εν Ελλάδι στον όρο «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση» στα σαράντα τέσσερα χρόνια της λεγόμενης «μεταπολίτευσης»: Επανανακάτωμα της ίδιας πάντα σούπας, με στόχο τον επιδερμικό εντυπωσιασμό, τη φτηνιάρικη φιγούρα, την εξαπάτηση των αφελών.
    Νομίζω, κι ας χαρακτηριστεί αφελής ή ανεδαφική η άποψή μου, ότι η λέξη «μεταρρύθμιση» έχει νόημα μόνο όταν προϋπάρχει ένας κοινωνικός στόχος. Δεν είναι «μεταρρύθμιση» η μεθοδική προετοιμασία πρακτικών προϋποθέσεων για να επιτευχθεί ο στόχος, όχι. Ο κοινωνικός στόχος είναι η «λογική» για να επιχειρηθεί μια μεταρρύθμιση. Απλοϊκό, αλλά όχι αφελές παράδειγμα: Ενας ρεαλιστικός κοινωνικός στόχος μπορεί να είναι η αύξηση της παραγωγικότητας. Ψάχνουμε τότε για «πρακτικές» που θα μπορούσαν να υπηρετήσουν αυτόν τον στόχο: λ.χ. να απλουστευθεί η διαδικασία και να μειωθούν τα επιτόκια για να δανείζεται ο πολίτης από τις τράπεζες. Ή (επί το συριζαϊκότερον) να μοιράσει το κράτος «πλεόνασμα» από τη φορολόγηση, σε πολίτες που θα παρουσιάσουν πειστικό προγραμματισμό επιχειρηματικού εγχειρήματος.
    Και οι δυο αυτές «πρακτικές» απέχουν έτη φωτός από τη «λογική» μιας μεταρρύθμισης. Ο στόχος «αύξηση» της «παραγωγικότητας» είναι κοινωνικός όχι όταν εφευρίσκεται ή προκρίνεται για να «υπηρετήσει» (χρηστικά) την κοινωνία. Είναι κοινωνικός όταν τον «γεννάει» η κοινωνία. Πώς θα βοηθήσει η κεντρική εξουσία (ή θα προκαλέσει) τέτοια σωτήρια «γέννα»; Σε αυτού του ερωτήματος τη «λογική» εντάσσεται και αυτήν υπηρετεί η μεταρρύθμιση. Θα ψάξουμε για να εντοπίσουμε κοινωνικές μεταβλητές, δυσδιάκριτες ίσως για τον άσχετο ή ατάλαντο, αλλά ικανές να μας δώσουν το σκοπούμενο αποτέλεσμα. Ποια καίρια λ.χ. μεταρρύθμιση του «αναλυτικού προγράμματος» των γλωσσικών μαθημάτων και των μαθηματικών στο σχολείο θα ευνοούσε να «γεννηθεί» (αβίαστα, οργανικά) στη νοο-τροπία και στον ψυχισμό του παιδιού η χαρά της δημιουργίας, της παραγωγικότητας, να απωθηθεί η νέκρα της χρησιμοθηρίας; Ή, ποια αλλαγή της «λογικής» του δημοσιοϋπαλληλικού κώδικα θα μεταμόρφωνε τη δημοσιοϋπαλληλία, από άσυλο εξασφάλισης των άτολμων, των μέτριων, των παρασιτικής νοοτροπίας συμπολιτών μας, σε ζηλευτή καριέρα κοινωνικού λειτουργήματος, έργο μετρητής αποδοτικότητας, καταξίωσης και αξιοπρέπειας;
    Αν κρίνουμε από την καθημερινή τηλεοπτική εικόνα του πολιτικού προσωπικού της χώρας αλλά και των λειτουργών «ενημέρωσης» του πολίτη, στην ελλαδική κοινωνία των τελευταίων τουλάχιστον σαράντα χρόνων δεν υπάρχει πεδίο, επομένως ούτε και ενδεχόμενο, να προκληθεί ευθέως πολιτικός ή δημοσιογράφος με το ερώτημα: Πώς καταλαβαίνετε τη λέξη «μεταρρύθμιση», τι διαφέρει για σας η «μεταρρύθμιση» από τη «διαχείριση»; Και φοβούμαι ότι τέτοιο ερώτημα δεν μπορεί να τεθεί σήμερα σε κανένα πεδίο του συλλογικού στην Ελλάδα βίου: Δεν θα μπορούσαν λ.χ., τόσες δεκαετίες τώρα, τα συνδικαλιστικά όργανα των δικαστών, έστω και παράλληλα με τις εκβιαστικά αδηφάγες μισθολογικές τους εξασφαλίσεις, να είχαν μελετήσει, οργανώσει και επιβάλει μια λειτουργική μεταρρύθμιση του συστήματος απονομής δικαιοσύνης, ως αντιπρόταση στο χάος και τη δαιδαλώδη αναποτελεσματικότητα του σήμερα;
    Δεν θα μπορούσαν να έχουν κάνει το ίδιο οι ηγεσίες των Ενόπλων Δυνάμεων, τουλάχιστον ως εισήγηση στους θλιβερούς, κάθε φορά, πολιτικούς προϊσταμένους τους; Το ίδιο δεν θα μπορούσαμε να έχουμε κάνει οι πανεπιστημιακοί καθηγητές μεταρρυθμίζοντας (στο χέρι μας ήταν) τουλάχιστον τη μεγάλη ντροπή: το εξεταστικό μέσα στα πανεπιστήμια σύστημα ή τον παλαιοημερολογίτικο αναχρονισμό του μαγκανοπήγαδου «παραδόσεις - εξετάσεις»; Δεν θα μπορούσαν οι επίσκοποι της «επικρατούσης εν Ελλάδι θρησκείας» να αρνηθούν τον εξευτελισμό της εκλογής τους δίχως δημόσια κρίση, δίχως αιτιολόγηση της ψήφου των εκλεκτόρων, με μόνη αξιολογική διαδικασία το παρασκήνιο;
    Είμαστε μια κοινωνία βυθισμένη όλο και πιο ανέλπιδα στην παρακμιακή αφασία. Μας έχουν συμβεί όλα τα πιο εφιαλτικά που θα μπορούσαμε να φανταστούμε. Και ξεγελιόμαστε, σαν μωρά παιδιά, με ψευδαισθήσεις. Για πόσο ακόμα;