09/05/2018 - Εχθροί και φίλοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη χώρα μα, Ν. Μαραντζίδη

    Αθήνα, 09/05/2018

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

       Σε συνέχεια της χθεσινής αναδημοσίευσης του άρθρου του καθηγητή Χρ. Γιανναρά, αναδημοσιεύουμε πάλι από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 06/05/2018 άλλο ένα επίσης εξαιρετικό άρθρο  του καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτη καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα κ. Νίκου Μαραντζίδη, με τίτλο : « Εχθροί και φίλοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη χώρα μας », για να θυμηθούμε και να συνειδητοποιήσουμε ποιός έχει την κύρια ευθύνη για το σημερινό κατάντημα της χώρας, το οποίο οφείλεται στην αλλαγή της νοοτροπίας που καλλιεργήθηκε την δεκαετία του ’80 στην μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών, νοοτροπία στην οποία κυριαρχεί ο τυχοδιωκτισμός, η άκρατη ιδιοτέλεια και η απύθμενη υποκρισία και η οποία νοοτροπία είναι η κύρια αιτία όλων των δεινών που μας συμβαίνουν σήμερα.
      Εχθροί και φίλοι της φιλελεύθερης δημοκρατίας στη χώρα μας, Νίκου Μαραντζίδη
    Δύο φορές, και όχι μία, κατά τη Μεταπολίτευση η χώρα είχε την εμπειρία διακυβέρνησης από κόμματα, που ξεκίνησαν ιδεολογικά από τη ριζοσπαστική αριστερά. Το ΠΑΣΟΚ, όπως και ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε δεσμούς με ακροαριστερές οργανώσεις και καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής, της κομμουνιστικής Ευρώπης και της Μέσης Ανατολής, που σόκαραν τη φιλελεύθερη Δύση. Στην αρχική του φάση, μάλιστα, το ΠΑΣΟΚ ανέπτυξε αδυσώπητη αντιδυτική ρητορική και κατηγορούσε τους Ευρωπαίους σοσιαλιστές ως καπιταλιστικό παρακλάδι. Οι προεκλογικές εξαγγελίες του ΠΑΣΟΚ το 1977-1981 περιελάμβαναν έξοδο από την ΕΟΚ και απομάκρυνση των νατοϊκών βάσεων. Επρόκειτο για ένα ριζοσπαστισμό, που εντονότερό του η χώρα είχε να δει από τη δεκαετία του ’40.
    Για να αποτιμήσουμε το μέγεθος της απειλής έναντι της φιλελεύθερης δημοκρατίας, δεν αρκεί πάντως η ανάλυση της ιδεολογίας, χρειάζονται και άλλες μεταβλητές: η οργανωτική δύναμη του κόμματος, η φυσιογνωμία της ηγεσίας του, η σχέση κόμματος-κράτους, η φύση της οικονομίας, ο βαθμός ελέγχου της πληροφορίας. Εννοείται επίσης πως παράγοντες όπως η φυσιογνωμία του κομματικού ανταγωνισμού, η θεσμική κληρονομιά και ο βαθμός διεθνοποίησης της χώρας είναι κρίσιμης σημασίας. Η σύγκριση του ΠΑΣΟΚ των ετών 1980-1985 και του ΣΥΡΙΖΑ 2014-2018 προσφέρει ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
    Από οργανωτικής πλευράς, το ΠΑΣΟΚ ήταν βουνό μπροστά στον ΣΥΡΙΖΑ. Το 1981 οι σοσιαλιστές είχαν περίπου 100.000 μέλη και το 1985 ξεπερνούσαν τις 220.000. Το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να κάνει κινητοποίηση σε κάθε χωριό της Ελλάδας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αντιθέτως, το 2014 είχε μετά βίας 30-35.000 μέλη και μετά τη διάσπαση του 2015 πολύ λιγότερα. Το ΠΑΣΟΚ μπορούσε να στελεχώσει και τον τελευταίο φάρο και τελωνείο, ο ΣΥΡΙΖΑ αμφιβάλλω αν καλύπτει τον στενό πυρήνα του κράτους. Από το 1981 έως το 1986, το ΠΑΣΟΚ εποίκισε το κράτος. Ο δημόσιος τομέας αυξήθηκε κατά περίπου 200.000 άτομα (κατ’ άλλους παραπάνω). Ο «πρασινοφρουρός» με την κάρτα μέλους του ΠΑΣΟΚ ήταν η απτή εικόνα της στρατηγικής μετατροπής του Δημοσίου σε ιμάντα του κόμματος.
    Χάρη στην οργανωτική του δύναμη, το ΠΑΣΟΚ των ετών 1980-1985 επηρέαζε πολλές ομάδες συμφερόντων – αντιθέτως ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αδύναμος κι εδώ. Είχε την πλειοψηφία στις δύο μαζικότερες συνδικαλιστικές οργανώσεις (ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ), έλεγχε εργατικά κέντρα, επιστημονικούς και φοιτητικούς συλλόγους, επηρεάζοντας και κινητοποιώντας άμεσα ή έμμεσα εκατομμύρια ανθρώπους. Εχτισε κορπορατιστικές ρυθμίσεις δημιουργώντας ένα πανίσχυρο πλέγμα, κόμμα-κράτος-ομάδες συμφερόντων, σε μια χώρα όπου μεγάλα τμήματα της οικονομίας εξαρτιόνταν από το κράτος.
    Ως προς τη φύση της ηγεσίας του, το ΠΑΣΟΚ αυτών των ετών ήταν αρχηγικό κόμμα, δεν είχε καμία σχέση με την κουλτούρα εσωτερικής δημοκρατίας της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας ή του ευρωκομμουνισμού. Ηταν «βοναπαρτικό» κόμμα. Η θέληση του Παπανδρέου επιβαλλόταν στους κομματικούς θεσμούς μέχρι γελοιοποίησής τους πολλές φορές. Η θέσπιση της εκλογής των βουλευτών με λίστα το 1985 ήταν η αποθέωση της στρατηγικής του ηγέτη για έλεγχο των θεσμών. Κόμμα, κυβέρνηση, Κοινοβούλιο μπορούσαν να ελέγχονται ταυτόχρονα από ένα άτομο και το στενό του περιβάλλον.
    Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει καλύτερη ποιότητα εσωκομματικής δημοκρατίας και είναι λιγότερο αρχηγικός.
    Το ΠΑΣΟΚ, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, είχε εργαλειακή αντίληψη των θεσμών. Ο Παπανδρέου υπογράμμιζε πως «δεν υπάρχουν θεσμοί, μόνο λαός». Το 1985 ψήφισε Πρόεδρο Δημοκρατίας και συνταγματικές αλλαγές υπό έντονα αμφισβητούμενες συνθήκες μαζί με το πιο σταλινικό κόμμα της Ευρώπης, το ΚΚΕ.
    Μετέτρεψε το πολιτικό σύστημα σε πρωθυπουργοκεντρικό, εξασθένησε θεσμούς που λειτουργούσαν ως αντίβαρο (ΠτΔ).
    Τη δεκαετία του ’80, η Ελλάδα ήταν η μόνη χώρα στη δυτική Ευρώπη με κρατικό μονοπώλιο ραδιοτηλεοπτικής ενημέρωσης. Για το 1,5 εκατ. αναλφάβητων ανθρώπων το 1983, η μόνη πηγή ενημέρωσης ήταν η κρατική/κομματική προπαγάνδα της ΕΡΤ. Επιπλέον, το ΠΑΣΟΚ είχε σημαντική επιρροή στον Τύπο. Το 1985 η «Αυριανή» πουλούσε ημερησίως 200-250.000 φύλλα. Η σύγκριση εδώ είναι περιττή.
    Συμπερασματικά, το ριζοσπαστικό αντι-ιμπεριαλιστικό ΠΑΣΟΚ εξελίχθηκε σταδιακά σε κυβερνητικό εθνικολαϊκιστικό κόμμα και στη συνέχεια σε σοσιαλδημοκρατικό, όχι από επιθυμία αλλά από ανάγκη επιβίωσης και προσαρμογής στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και στο σύγχρονο περιβάλλον. Το ΠΑΣΟΚ από αντιευρωπαϊκό κόμμα έγινε πρωταθλητής του ευρωπαϊσμού και υποστηρικτής της φιλελεύθερης δημοκρατίας (α λα ελληνικά). Το ίδιο θα συμβεί και με τον ΣΥΡΙΖΑ στο μέλλον, αργά ή γρήγορα. Οι Ευρωπαίοι σοσιαλιστές που καλούν συνεχώς τον Τσίπρα στις συναντήσεις τους έχουν αντιληφθεί τη δυναμική. Θα την αντιληφθούν και οι Ελληνες σύντροφοί τους, γιατί «η ζωή αλλάζει δίχως να κοιτάζει τη δική σου μελαγχολία».
    Ας αφήσουμε όμως την Ιστορία. Η πραγματική και όχι υποκριτική υπεράσπιση της φιλελεύθερης δημοκρατίας γίνεται στα πεδία του κράτους δικαίου, της ανοιχτής κοινωνίας, της καταπολέμησης των ανισοτήτων και των ατομικών δικαιωμάτων, όχι του νατιβισμού, της ξενοφοβίας, της ομοφοβίας και του εθνικισμού. Η στάση του Β. Βενιζέλου υπέρ της κυβερνητικής ρύθμισης που αναγνωρίζει δικαίωμα αναδοχής παιδιών και σε ομόφυλα ζευγάρια είναι η έμπρακτη απόδειξη σε τι αναφέρομαι εδώ και καιρό.
    * Ο κ. Νίκος Μαραντζίδης είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας και επισκέπτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Καρόλου στην Πράγα.