27/04/2015 - "Άμεση συμφωνία με τους δανειστές" και "Όλα έχουν χαθεί από την μάχη του Πέτα"

    Αθήνα, 27/04/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

       Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 26/04/2015 το άρθρο του Ν. Οικονομίδη με τίτλο «Άμεση συμφωνία με τους δανειστές» και το άρθρο του Στ. Κασιμάτη με τίτλο « Όλα έχουν χαθεί από την μάχη του Πέτα», για να συνειδητοποιήσετε όσοι έχετε καθαρό μυαλό και μπορείτε να σκέφτεστε ακόμη, πόσο κοντά είναι ο εφιάλτης που μπορεί να ζήσουμε.

     

    Άμεση συμφωνία με τους δανειστές - Ν. Οικονομίδη


       Το ελληνικό κράτος δεν έχει πια χρήματα. Η σημερινή κυβέρνηση, υποσχόμενη προεκλογικώς να διανείμει σημαντικά ποσά στους πληγέντες από τη λιτότητα, δεν μπορεί πια ούτε να πληρώσει τις κανονικές ανάγκες του κράτους. Σε λίγες εβδομάδες, η Ελλάδα δεν θα μπορεί να πληρώνει μισθούς και συντάξεις και τις δανειακές υποχρεώσεις της στο ΔΝΤ και σε άλλους.

       Μέχρι τα μέσα Μαΐου, η Ελλάδα χρειάζεται να αναχρηματοδοτήσει 2,8 δισ. ευρώ έντοκα γραμμάτιά της. Παραδοσιακά, αυτά αγοράζονται από ελληνικές τράπεζες. Αλλά τώρα οι ελληνικές τράπεζες περιορίζονται από την ΕΚΤ στο ποσό που μπορούν να αγοράσουν και δεν μπορούν να αγοράσουν όσο αγόραζαν οι ξένες τράπεζες παλαιότερα. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τις 14 Μαΐου η Ελλάδα θα χρειαστεί να καλύψει από μόνη της (μέσω της ΤτΕ) 700 εκατ. ευρώ από νέες εκδόσεις εντόκων και να πληρώσει 774 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ, συνολικά 1,474 δισ. ευρώ, επιπλέον μισθών και συντάξεων και άλλων εξόδων. Το κράτος έχει, επίσης, μεγάλη μείωση των εισπράξεων, αφού πολλοί δεν πλήρωσαν φόρους, περιμένοντας την παρούσα κυβέρνηση να τους μηδενίσει, μειώσει ή αναβάλει. Μένοντας με ελάχιστα αποθεματικά, για να αποφύγει την άμεση χρεοκοπία, η κυβέρνηση άρπαξε βίαια τα ρευστά των φορέων, Ταμείων, Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των αγροτικών και άλλων επιδοτήσεων για έργα. Και η έλλειψη ρευστότητας γίνεται πιο οξεία όσο περνάει ο χρόνος. Μέχρι τις 18 Ιουνίου, η Ελλάδα θα χρειαστεί να αγοράσει η ίδια (μέσω ΤτΕ) 2 δισ. ευρώ έντοκα και να πληρώσει 2,361 δισ. ευρώ στο ΔΝΤ, συνολικά να πληρώσει 4,361 δισ. ευρώ. Αυτά τα ποσά δεν καλύπτονται παρά μόνον με εξωτερικό δανεισμό. Αποκομμένη από τις χρηματαγορές, η μόνη πιθανότητα είναι ο δανεισμός από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ.

       Η λύση. Η καλύτερη (και πραγματικά η μόνη) λύση είναι η Ελλάδα να φτάσει σε μια ρεαλιστική συμφωνία με τους δανειστές στην Ε.Ε. και το ΔΝΤ ακόμη και την ύστατη στιγμή. Οι δανειστές θα δώσουν φθηνό χρήμα στην Ελλάδα (το παρόν πρόγραμμα έχει τόκο 1,82%). Η Ελλάδα θα εφαρμόσει περικοπές στον δημόσιο τομέα (μειώνοντας τους μη χρειαζόμενους υπαλλήλους και κάνοντας αξιολόγηση), θα ξαναρχίσει τις ιδιωτικοποιήσεις, θα ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα και την αγορά εργασίας για να κάνει την οικονομία πιο ανταγωνιστική. Ολα αυτά βοηθούν την ελληνική οικονομία και θα έπρεπε να γίνουν ακόμη κι αν δεν τα ζητούσαν οι δανειστές. Ομως, η σημερινή κυβέρνηση εξελέγη με μια πλατφόρμα που υποσχόταν ακριβώς τα αντίθετα απ’ ό,τι επιβάλλεται να κάνει τώρα. Αλλά μια μεγάλη κωλοτούμπα είναι αναγκαία για να μη βρεθεί η Ελλάδα στη χρεοκοπία.

       Τι θα γίνει χωρίς συμφωνία; Τα σενάρια της χρεοκοπίας. Υπάρχουν δύο σενάρια. Στο πρώτο, «χρεοκοπία μέσα στο ευρώ», που προτιμά η κυβέρνηση, η Ελλάδα πληρώνει μόνο μισθούς και συντάξεις. Δεν πληρώνει τα εξωτερικά δάνεια, ακόμη και εκείνα προς το ΔΝΤ. Αυτό δημιουργεί «πιστωτικό γεγονός», σηματοδοτώντας τη χρεοκοπία. Οι τράπεζες θα βρεθούν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση επιβίωσης, με άμεση επιβολή έλεγχου ροής κεφαλαίων και πλαφόν στις αναλήψεις. Η ΕΚΤ θα πρέπει να αποφασίσει αν θα συνεχίσει να υποστηρίζει τις ελληνικές τράπεζες και ένα κράτος της Ευρωζώνης σε χρεοκοπία. Με τον καιρό, η Ελλάδα θα αναγκαστεί να φύγει από το ευρώ στη νέα δραχμή ή πιεζόμενη από την ΕΚΤ και την Ευρωζώνη ή ακόμη και εθελοντικά, αφού η κυβέρνηση θα έχει τεράστιες δυσκολίες να λειτουργήσει αποτελεσματικά στην κατάσταση χρεοκοπίας μέσα στο ευρώ.

       Στο δεύτερο σενάριο, η Ελλάδα πληρώνει τα εξωτερικά δάνεια, αλλά αρχίζει να πληρώνει μισθούς, συντάξεις και άλλα έξοδα του Δημοσίου με χρεωστικά σημειώματα (στα αγγλικά IOY – I Owe You). Αυτά τα IOY θα γίνουν γρήγορα το νέο εσωτερικό, βαθιά υποτιμημένο παράλληλο νόμισμα. Οι τράπεζες μπορεί να εμποδιστούν από την ΕΚΤ να τα αποδέχονται, αλλά με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα ανταλλάσσονται με μεγάλη έκπτωση ως προς το ευρώ από έναν τρομαγμένο και εξαθλιωμένο πληθυσμό. Θα επιβληθεί έλεγχος κίνησης κεφαλαίων και περιορισμοί στις αναλήψεις. Με τον καιρό, τα ΙΟΥ θα μετονομαστούν σε νέα δραχμή.

       Χρεοκοπία μέσα ή έξω από το ευρώ οδηγεί στην καταστροφή της νέας δραχμής. Και με τα δύο σενάρια χρεοκοπίας, μέσα σε εβδομάδες, η Ελλάδα είναι έξω από το ευρώ. Στη διαδικασία αλλαγής προς τη νέα δραχμή, οι ελληνικές τράπεζες θα αντιμετωπίσουν τεράστιες αναλήψεις (bank run), πιθανή απόσυρση ή μη μεγέθυνση της στήριξής τους από την ΕΚΤ και θα καταρρεύσουν. Η νέα δραχμή θα είναι βαθιά υποτιμημένη, οι τιμές θα διπλασιαστούν ή τριπλασιαστούν, εξαθλιώνοντας τους Ελληνες και φέρνοντας τα εισοδήματά τους στο επίπεδο αυτών της δεκαετίας του 1950. Ελλείψεις κρίσιμων εισαγόμενων αγαθών, όπως καυσίμων και φαρμάκων, είναι πολύ πιθανές, αφού, ως αποτέλεσμα της χρεοκοπίας, δεν θα δίνεται πίστωση από τους εξαγωγείς προς ελληνικές εταιρείες και το ελληνικό κράτος και το συνάλλαγμα θα είναι δυσεύρετο. Από χώρα στον πυρήνα της Ευρωζώνης η Ελλάδα θα καταντήσει μικρό κράτος της Μέσης Ανατολής, έρμαιο των μεγάλων δυνάμεων της περιοχής, ιδιαίτερα της Τουρκίας.

       Τα μειονεκτήματα της χρεοκοπίας και στα δύο σενάρια είναι τεράστια. Ετσι, η δυνατότητα μιας ρεαλιστικής συμφωνίας με τους πιστωτές για να αποφευχθεί η χρεοκοπία είναι σαν ο από μηχανής θεός. Αλλά η κυβέρνηση, που εξελέγη για να βρει καλύτερους όρους μέσα στην Ευρωζώνη, δεν φαίνεται να είναι καθόλου κοντά σε συμφωνία. Αντίθετα, φαίνεται να επανέρχεται στις ρίζες της στην άκρα Αριστερά. Οι υπουργοί της μιλούν για «ρήξη με τους πιστωτές», ο πρωθυπουργός δηλώνει ότι «η Ελληνική Δημοκρατία δεν εκβιάζεται» και ένα σημαντικό ρεύμα από βουλευτές απροκάλυπτα υποστηρίζει την καταστροφική λύση της νέας δραχμής. Είναι η ώρα της δύσκολης απόφασης να γίνει συμφωνία παρά το πολιτικό κόστος. Αλλιώς, μόνο ένα θαύμα μπορεί να σώσει την Ελλάδα από την άμεση ολική καταστροφή.
    * Ο κ. Νίκος Οικονομίδης είναι καθηγητής στο Stern School of Business του New York University.

      

    Όλα έχουν χαθεί από την μάχη του Πέτα - Στ. Κασιμάτη

     

       Εχω διαπράξει ένα μεγάλο σφάλμα –με επιπτώσεις στην ψυχική υγεία μου, φοβάμαι– και αισθάνομαι ότι πρέπει να σας πω γι’ αυτό, μην τυχόν την πατήσετε και εσείς. Εδώ και ένα μήνα ξεκίνησα να διαβάζω την Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως του Γεωργίου Φίνλεϊ, στη μετάφραση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που εκδόθηκε πρώτη φορά το 2008 από το Ιδρυμα της Βουλής των Ελλήνων. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό ανάγνωσμα, το οποίο μου είναι αδύνατο να το αφήσω• και αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα, όπως θα εξηγήσω στη συνέχεια.
       Κατ’ αρχάς, μολονότι δεν έχω στη διάθεσή μου το πρωτότυπο κείμενο στα αγγλικά, είναι φανερό από τη μετάφραση ότι ο Φίνλεϊ είναι ένας πολύ ικανός συγγραφέας, με έλεγχο της δομής του έργου και διακριτό, έντονα πολεμικό ύφος, το οποίο ο Παπαδιαμάντης καταφέρνει να αποδώσει. (Ειδικά το χιούμορ και η ειρωνεία του Φίνλεϊ αποκτά, μέσω της καθαρεύουσας του Παπαδιαμάντη, έναν σχεδόν Ροΐδειο τόνο). Εκτός από γοητευτικός συγγραφέας, όμως, ο Φίνλεϊ, που είχε σπουδάσει νομικά στο Εδιμβούργο, είναι και ικανός ιστορικός, με αξιόλογη αναλυτική σκέψη. Δεν χωρεί αμφιβολία ότι είχε μελετήσει καλά τους μεγάλους ιστορικούς του παρελθόντος και είχε διδαχθεί από τη μέθοδό τους.
       Εκείνο όμως που με κάνει να χαρακτηρίζω την εξιστόρηση του Φίνλεϊ συναρπαστική είναι ότι γίνεται από την οπτική γωνία των αξιών που ο ίδιος υπερασπίζεται. Ο Φίνλεϊ, που ήλθε στην Ελλάδα με την Επανάσταση και έκτοτε έμεινε για πάντα εδώ, δεν έχει αυταπάτες ούτε για τους Ελληνες και τον χαρακτήρα τους ούτε για το διοικητικό σύστημα μέσα στο οποίο απέκτησαν τις αντιλήψεις τους περί πολιτικής διοίκησης. Εξιστορεί τα συμβάντα, περιγράφει περιστατικά που έζησε και αναζητεί το νόημα της ευρύτερης εξέλιξης των γεγονότων του αγώνα υπό το πνεύμα του ευρωπαϊκού (και, ειδικότερα, του βρετανικού) φιλελευθερισμού. Ο Φίνλεϊ αγαπά τον τόπο και τους κατοίκους του και θέλει να δει την ανεξάρτητη Ελλάδα να καταλαμβάνει τη θέση που πιστεύει ότι της αρμόζει μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών της εποχής του: είναι, όπως θα λέγαμε σήμερα, ένας «εκσυγχρονιστής».
       Μη νομίσετε όμως ότι οι κρίσεις του για πρόσωπα και καταστάσεις υπακούουν στις θέσεις και τις πεποιθήσεις του. Συνολικά μιλώντας και εξαιρώντας την περίπτωση του Κολοκοτρώνη (bete noir για τον Φίνλεϊ...), περισσότερο αυστηρός είναι με την πλευρά τη δική του, εκείνων δηλαδή που δίνουν προτεραιότητα στη δημιουργία ισχυρής εκτελεστικής εξουσίας και πειθαρχημένου στρατεύματος. Αυτούς μέμφεται διαρκώς, όχι μόνο για την προσωπική ανικανότητα ή την ιδιοτέλειά τους, αλλά και επειδή δεν προσπάθησαν να αξιοποιήσουν προς όφελος των υπό δημιουργία κρατικών δομών τους προϋπάρχοντες τοπικούς θεσμούς αυτοδιοίκησης.
       Δεν αμφιβάλλω ότι οι επαγγελματίες ιστορικοί θα έχουν διάφορες ενστάσεις, με τις οποίες η επιστημονική αξία του έργου του Φίνλεϊ θα τίθεται εντός συγκεκριμένου πλαισίου. Εξάλλου, στην εισαγωγή του, ο Κων. Σβολόπουλος διατυπώνει ορισμένες. Εντούτοις, η ματιά του μένει συνεπής στις αξίες του και, από αυτή την πλευρά, το έργο είναι πολύτιμο για αναγνώστες που τους ενδιαφέρει ο διφυής χαρακτήρας της χώρας μας μεταξύ Δύσης και Ανατολής (η λεγόμενη ιδιαιτερότητα...) και ο γεωπολιτικός προσανατολισμός της.
       Αυτή η ματιά, λοιπόν, είναι που κάνει την ανάγνωση του Φίνλεϊ εμπειρία συναρπαστική και, συγχρόνως, οδυνηρή, σε κάποια σημεία μάλιστα σχεδόν αφόρητη. Η βασική θέση που χτίζεται με την αφήγησή του είναι ότι, οι εξεγερμένοι Ελληνες ή, πιο σωστά, η ηγεσία τους, κάλυψαν το κενό της σουλτανικής εξουσίας με όσες μεθόδους και πρακτικές είχαν μάθει στην υπηρεσία του Αλή Πασά. Θα μπορούσε να πει κάποιος επιγραμματικά (πάντα με μια δόση υπερβολής) ότι ο στρατιωτικός αγώνας του επαναστατημένου έθνους τελματώθηκε και παρά λίγο να χαθεί (ας είναι καλά οι μεγάλες δυνάμεις...), επειδή οι ισχυροί του τόπου, αντί να φτιάξουν ένα στοιχειώδες κράτος, προτίμησαν να μοιράσουν μεταξύ τους την εξουσία του σουλτάνου, με σκοπό –τι άλλο;– να την απολαύσουν.
       Οι παραλληλισμοί με το σήμερα είναι αναπόφευκτοι, καθώς διαβάζεις τα αδιανόητα καμώματα των «πατέρων του έθνους» και μάλιστα εν καιρώ πολέμου. Σας το λέω ειλικρινά ότι όλοι οι απίθανοι χαρακτήρες που έχουμε ζήσει στον δημόσιο βίο τα τελευταία χρόνια και εξακολουθούμε να ζούμε τώρα, με την απερίγραπτη συμπεριφορά τους, τη χυδαία απληστία τους και την ψωνάρα τους, όλοι υπάρχουν στον κόσμο που περιγράφει ο Φίνλεϊ. Ο χώρος επιτρέπει μόνο ένα παράδειγμα και ελπίζω ότι διάλεξα το καλύτερο...
       Βρισκόμαστε, φαντασθείτε, στο Μεσολόγγι λίγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη πολιορκία και στο ελληνικό στρατόπεδο «εις φιλόπατρις επιμελητής» προσπαθεί να βάλει τάξη και να ελέγξει τη διαφθορά που εξανεμίζει το δάνειο. Ζητεί λοιπόν να μετρήσει τους στρατιώτες του Μακρή, καθώς γνωρίζει ότι ο Μακρής δηλώνει τους δεκαπλάσιους από όσους έχει και εισπράττει αναλόγως από την κυβέρνηση. «Οι στρατιώται του Μακρή, κατά παρακίνησιν του αρχηγού των», γράφει ο Φίνλεϊ, «εδήλωσαν ότι το να μετρή τις τους οπλίτας είνε αυθαίρετος και δεσποτική πράξις, κ’ εκήρυξαν ότι ο μεταρρυθμιστής εκείνος επίτροπος ήτο εχθρός της συνταγματικής ελευθερίας». Τον έσπασαν στο ξύλο μάλιστα και έμεινε στο κρεβάτι κάτι εβδομάδες ο άνθρωπος...
        Αυτό είναι, λοιπόν, το πρόβλημά μου: διαβάζω τον Φίνλεϊ και απελπίζομαι. Πιάνω τον εαυτό μου μερικές φορές να σκέπτεται κάπως έτσι: «Τι Eurogroup, ρευστότητες και μεταρρυθμίσεις μου λες! Τι νόημα έχουν αυτά, αφού όλα έχουν χαθεί από τη μάχη του Πέτα...». Από την άλλη, βέβαια, αναλογιζόμενος τη σημερινή κρίσιμη καμπή της πορείας μας –που κουβεντιάζουμε πια ανοιχτά, υπό τον ευφημισμό «ρήξη», την έξοδο από τον πυρήνα της Ευρώπης–, αναρωτιέμαι αν είναι δυνατόν να αναιρέσουμε τον προσανατολισμό που έχει πάρει η χώρα σχεδόν δύο αιώνες τώρα, επειδή απλώς δεν μπορούμε να χωνέψουμε ότι οι Ευρωπαίοι δεν θέλουν να μας πληρώνουν για να ζούμε αξιοπρεπώς...