12/01/2015 - "Πόσο ανίκανοι, πόσο αφερέγγυοι" και "Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι"

Αθήνα, 12/01/2015

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

 

Σας αναδημοσιεύουμε από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 11/01/2015 το άρθρο του Χρ. Γιανναρά «Πόσο ανίκανοι , πόσο αφερέγγυοι» και το άρθρο του Στ. Ράμφου «Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι», δύο πολύ σοβαρών και υπεύθυνων αρθρογράφων, στην προσπάθεια μας να αφυπνίσουμε συνειδήσεις επειδή η προσεχής εκλογική διαδικασία και το αποτέλεσμα της, έχει εξαιρετικά κρίσιμη σημασία για το μέλλον της πατρίδας μας και του λαού της.


Χρ. Γιανναράς – «Πόσο ανίκανοι , πόσο αφερέγγυοι»

Αυτή τη φορά η προεκλογική περίοδος είναι βραχύτατη, δεν υπάρχει χρόνος για να μελετηθεί μεθοδικά η χάραξη εκλογικής στρατηγικής των κομμάτων. Βέβαια, και όταν υπάρχει χρόνος, η στρατηγική είναι μάλλον είδος άγνωστο στον ελλαδικό πολιτικό βίο, προεκλογικά την αναπληρώνουν «επί χρήμασι» οι επαγγελματίες του εντυπωσιασμού. Τα κόμματα πουλάνε μόνο εντυπώσεις και η οργανωμένη πώληση εντυπώσεων είναι χρυσοπληρωμένο επιτήδευμα άσχετο με την πολιτική. Για τους επαγγελματίες της πλύσης εγκεφάλου των μαζών οι επαγγελίες διακυβέρνησης της χώρας και οι επαγγελίες αποτελεσματικότητας απορρυπαντικών αποβλέπουν στον ίδιο στόχο: Να κερδίσουν πελάτες, όχι να πληροφορήσουν πολίτες.

Οι πληροφορίες που έχουμε οι ψηφοφόροι για την πολιτική που θα ασκήσουν τα κόμματα αναλαμβάνοντας την εξουσία, είναι συνήθως άκρως ανεύθυνες και αναξιόπιστες: Τα κρατικά ΜΜΕ υπηρετούν, δίχως προσχήματα ή ενδοιασμούς, την κυβερνητική προπαγάνδα και τα ιδιωτικά ΜΜΕ τη «διαπλοκή» των ιδιοκτητών τους με τα κόμματα. Η απολυταρχία των ΜΜΕ μοιάζει να έχει περιορίσει στο ελάχιστο (ή να έχει πλήρως εξαφανίσει) τις δυνατότητες να σχηματίσει ο πολίτης έγκυρη κριτική άποψη για τη σοβαρότητα των κομματικών προεκλογικών επαγγελιών.

Εχει σημασία για τη διαχείριση της ζωής μας και του μέλλοντος των παιδιών μας η επίγνωση της σχετικότητας πια των εκλογών: Το εκλογικό αποτέλεσμα είναι όλο και πιο άσχετο με τη λαϊκή βούληση και ανάγκη, είναι δείχτης της επιδεξιότητας των κομμάτων στην απάτη και αφορμή ψυχολογικής εκτόνωσης των πολιτών. Πώς να κρίνουν οι πολίτες και να αξιολογήσουν ποιότητα, όταν η πληροφόρησή τους είναι παγιδευμένη και η κριτική λειτουργία σε ολική έκλειψη από τον κοινό βίο; Οταν δεν υπάρχει πτυχή της συλλογικής μας συνύπαρξης όπου να κρίνεται η ποιότητα, να αξιολογούνται οι ικανότητες και το ήθος, να καταξιώνεται η αριστεία, να τιμάται η ανιδιοτέλεια, γιατί τα κόμματα να αποτελέσουν εξαίρεση; Στην ελλαδική κοινωνία σήμερα δεν λειτουργεί ούτε καν βιβλιοκριτική, οι βιβλιοκρισίες συναρτώνται από τα ποσά που διαθέτουν οι Εκδότες στον Τύπο για διαφήμιση. Η ένταξη και η εξέλιξη στην πανεπιστημιακή ιεραρχία εξασφαλίζεται, πολύ συχνά, με κριτήρια όχι ακαδημαϊκά. Επίσημες βραβεύσεις και παρασημοφορήσεις έχουν αυτονόητα αποσυνδεθεί από την τιμή που αποδίδει μια κοινωνία στην ανθρώπινη ποιότητα.

Απομένει, ίσως, ο εξωθεσμικός (περιθωριακού ενδιαφέροντος) λόγος για να τολμάει «ερωτήσεις κρίσεως»: συγκριτικής αξιολόγησης αρχηγών και κομμάτων που διεκδικούν την ψήφο μας. Να διερωτάται, λ.χ.: Πόσο δύσκολος πολιτικός αντίπαλος είναι για τον κ. Σαμαρά ο κ. Τσίπρας – και το αντίστροφο. Ποια τα μειονεκτήματα του καθενός και ποιο υστέρημα συνεπάγονται για τη διαχείριση των κοινών. Πώς αξιολογούνται συγκριτικά οι ικανότητες των δύο μονομάχων να εκτιμούν την ποιότητα, να ιεραρχούν προτεραιότητες, να λειτουργούν επιτελικά, να θέτουν ουσιώδεις στόχους και να τους υπηρετούν με συνέπεια αδιαφορώντας για την επιπόλαιη δημοφιλία.

Η απλή και απροκατάληπτη λογική λέει ότι για τον κ. Σαμαρά ο κ. Τσίπρας είναι εύκολος, πολύ εύκολος αντίπαλος. Ηταν συμπτωματικός αρχηγός ενός συμπιληματικού πολιτικού σχηματισμού καθηλωμένου στο 4,7% της προτίμησης των ψηφοφόρων. Και τον κατέστησαν κόμμα εξουσίας, διεκδικητή της πρωθυπουργίας με εκτίναξη στο 27% της λαϊκής προτίμησης, ποιοι παράγοντες; Μα, ολοφάνερα, η οργή και αγανάκτηση του λαού, η αηδία του για τη χαμέρπεια, την ασυνέπεια, την ανικανότητα του διδύμου Βενιζέλου - Σαμαρά.

 Είναι περισσότερο από φανερό ότι ο κ. Τ. έχει φυσικά προσόντα που ο κ. Σ. τα στερείται. Εχει παρουσιαστικό ηγέτη και λόγο χυμώδη, υποβλητικό, ενώ οι νευροσπαστικές χειρονομίες και η επιτηδευμένη έκφραση είναι το Βατερλώ του κ. Σ. Δεν παύει ωστόσο ο κ. Τ. να είναι ένα τυπικό «παιδί του κομματικού σωλήνα»: χωρίς σοβαρή προετοιμασία και συγκρότηση για την άνοδο σε θέσεις κορυφαίας ευθύνης, χωρίς ωρίμανση σε προσωπικές επιλογές, πολιτικές και κοσμοθεωρητικές, επίπονα συγκροτημένες.

Αλλά το βασικότερο μειονέκτημα του κ. Τ. είναι ότι βρέθηκε στην κορυφή ενός πολυσυλλεκτικού σχηματισμού χωρίς ραχοκοκαλιά που να τον μορφοποιεί σε κόμμα. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι υποπροϊόν διασπάσεων του «ευρωκομμουνισμού» στην Ελλάδα: Των πρώτων εκείνων μαρξιστών που είχαν την οξυδέρκεια και την τόλμη να αποκηρύξουν τον ολοκληρωτισμό του σοβιετικού μοντέλου, χωρίς όμως να έχουν και το κουράγιο να οδηγήσουν την αμφισβήτηση ώς το μεδούλι της κοινής ιστορικο-υλιστικής ραχοκοκαλιάς μαρξισμού και αχαλίνωτου καπιταλισμού.

Ετσι τα προσωπικά ηγετικά προσόντα του κ. Τ. αχρηστεύονται από τον τρόμο που γεννάει στους σκεπτόμενους πολίτες το αλαλούμ των ποικιλιών ιδεοληψίας του «ριζοσπαστικού» συνασπισμού των συντρόφων του. Τρέμει ο κάθε νουνεχής πολίτης ψάχνοντας στη λίστα των στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ για να φανταστεί ποιος θα μπορούσε να χρισθεί υπουργός Εξωτερικών, ποιος υπουργός Παιδείας, ποιος θα οργανώσει Δημόσια Διοίκηση με προτεραιότητα να τεθεί το κράτος στην υπηρεσία του πολίτη και όχι των αδίστακτων μαφιόζων του «συνδικαλισμού».

Δυστυχώς, η απλή και απροκατάληπτη λογική λέει, ταυτόχρονα, ότι στην αναμέτρηση των μονομάχων, ο κ. Σαμαράς είναι επίσης εύκολος, πολύ εύκολος αντίπαλος για τον κ. Τσίπρα. Η αναμέτρηση γίνεται μεταξύ μικρών αναστημάτων, που σημαίνει ότι, όποιος κι αν υπερισχύσει, οι προδιαγραφές του αποκλείουν την ελπίδα σωτηρίας της χώρας. Η Ελλάδα ψυχορραγεί και οι δυο «θεραπευτές» που διαγκωνίζονται στο προσκέφαλό της, ποιος θαυματουργικά θα την γιάνει, είναι: ο ένας δοκιμασμένος και αποδεδειγμένα ολίγος ή ανίκανος, ο άλλος αδοκίμαστος και χωρίς εχέγγυα σοβαρότητας.Οικονομολόγοι που σέβονται τον εαυτό τους και την επιστήμη τους, αποδείχνουν με νούμερα το χάος στο οποίο έχει βυθιστεί η ελληνική οικονομία με την ηλίθια, μικροκομματική πολιτική που άσκησε το δίδυμο Σαμαρά - Βενιζέλου στα δυόμισι χρόνια της εξουσίας του. Κι εμείς οι πολλοί, δεν ξέρουμε νούμερα, αλλά ψηλαφούμε γεγονότα: Την ψυχανώμαλη εμμονή να περισωθεί, με οποιοδήποτε τίμημα, το πελατειακό κράτος, να μπουκώνονται ακόρεστα οι χρυσοκάνθαροι «νταβατζήδες», να εξοντώνεται μεθοδικά η «μεσαία τάξη», οι άνθρωποι της τόλμης και της δημιουργίας, η ραχοκοκαλιά της παραγωγικότητας. Ψηλαφούμε το πείσμα του «διδύμου» να αποκλειστεί κάθε ανασύσταση του κράτους με γνώμονα την αξιοκρατία, να μη λυτρωθεί ποτέ ο συνδικαλισμός από την κομματική μαγαρισιά και δυσωδία, να μείνουν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά κάτω από τον ζυγό του πρωτογονισμού των κομματικών νεολαιών.

Δυστυχώς το αίμα που απαιτούν οι ιστορικές αλλαγές, είναι συνήθως αίμα αθώων. Οχι όσων κακούργησαν αδίστακτα σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων...    
 
Στ. Ράμφου  - «Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι»
Οι εκλογές της 25ης Ιανουαρίου 2015 θα δείξουν πόσο μας ωρίμασε η πεντάχρονη οικονομική κρίσι, τι διδαχθήκαμε από μια δυστυχία την οποία εμείς οι ίδιοι προκαλέσαμε. Αν κρίνω από την στάσι της Αντιπολίτευσης, που ματαίωσε την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας και μας ωδήγησε στις κάλπες με μετέωρη την συμφωνία για την έξοδο της χώρας από το Μνημόνιο, η κομματική σκοπιμότητα ακόμα μια φορά υπερίσχυσε του γενικού συμφέροντος. Η φαντασίωσι της εξουσίας και το άγχος της ανυπομονησίας επεκράτησαν, αφήνοντας κραταιό στην ψυχή έναν αποφασιστικό συντελεστή της κακοδαιμονίας μας.

Παραπατούμε προς τις εκλογές, υπό την πίεσι δύο ισχυροτάτων συναισθημάτων: Του φόβου και του θυμού. Μας ανησυχεί βαθύτατα το ενδεχόμενο μιας καταστροφής την οποία συνεπάγεται η έξοδος από την Ευρωζώνη, ενώ είμαστε θυμωμένοι για το κακό που προκάλεσαν στον τόπο αμαρτωλές πολιτικές ηγεσίες, χωρίς ωστόσο να αναγνωρίζουμε δικές μας ευθύνες. Στην τελευταία περίπτωσι η παρουσία της λογικής είναι τόσο ισχνή, ώστε να λείπη ο κοινός νους και μαζί του το μέτρο.

Το μέτρο, που ανεκάλυψαν οι Ελληνες, όμως δεν το κατώρθωσαν ποτέ για λογαριασμό τους, αυτό το μέτρο προσφέρει με τους θεσμούς και με τον τρόπο της η Ευρώπη. Το ιστορικό όφελος που θα έχουν στην ευρωπαϊκή τους θητεία λαοί, όπως οι Βαλκάνιοι, δεν είναι η καθόλου ευκαταφρόνητη οικονομική υποστήριξι, αλλά μια ζωή με κανόνες και νόμους. «Νόμος», έλεγε ο Αριστοτέλης, είναι «ο άνευ ορέξεως νους», μια σκέψι χωρίς συναισθηματική παρακίνησι. Το αντίθετο δηλαδή από τις φωτογραφικές διατάξεις, με τις οποίες ευτελίζουμε τα νομοθετήματά μας καλλιεργώντας την δυσπιστία συλλήβδην προς το πολιτικό σύστημα και επευλογώντας εν τέλει την ανομία. Εννοείται μ’ αυτό τον τρόπο η κοινωνία μας θα βουλιάζη όλο και περισσότερο στο λαϊκιστικό τέλμα, οι δε κομματικοί αρχηγοί θα παίζουν ρόλους φυλάρχων που αλληλοεξοντώνονται.
Ποιο από τα δύο συναισθήματα θα επικρατήση στην τρέχουσα συγκυρία; Ενδεχομένως όποιο φέρη τις λιγώτερο παρακινδυνευμένες προσδοκίες. Ολα είναι ανοιχτά. Πάντως όσο η έγνοια του κοινού συμφέροντος βαθαίνει, τόσο ο φόβος της ατομικής τύχης ημπορεί να γυρνά σε ελπίδα για καλύτερη μοίρα όλων μας στην συλλογική προσπάθεια• όσο ο φανατισμός του θυμού φουντώνει επιθετικώτερα, τόσο η παραφορά μπορεί να αποδεσμεύση το ενοχικό του υπόβαθρο, οπότε κινδυνεύει να χάση κάθε επαφή με την πραγματικότητα εν ονόματι ενός νεφελώδους μέλλοντος και να επελαύνη μη αντιλαμβανόμενος πως αυτοκαταστρέφεται.
Μη καλλιεργούμε αυταπάτες. Μόνο σε ένα τόπο με λόγο υπάρξεως την ενότητα στην αλήθεια μπορούμε να μιλάμε για μέλλον. Με διχασμένη την κοινωνία στην απληστία μας για εξουσία, ματαίως θα υψώνουμε τα λάβαρα της ανθρωπιάς και της δικαιοσύνης: Οι δρόμοι όλοι βγάζουν στο άγνωστο όσο η όρεξι του μέλλοντος επενδύει στην μερικότητα και την ιδιοτέλεια. Αν αφαιρέσουμε την αλήθεια και το μέτρο από την ζωή μας, καταδικάζουμε σε ασφυξία την δικαιοσύνη. Η αλήθεια ανοίγει το μέλλον, αυτή έχει την δύναμι της ανατροπής. Χωρίς αλήθεια το μέλλον είναι η κόλασι.

Μπορεί οι μέρες να περνούν, όμως δεν «τρέχει» τίποτε. Πράγματι ο πνευματικός απολογισμός πέντε ετών οικονομικής κρίσεως είναι συνταρακτικά φτωχός. Σαν να μην έχη αλλάξει τίποτε μέσα μας! Και πώς ν’ αλλάξη όταν κουκουλώνουμε την αλήθεια μας και δεν ξεκινούμε από το μερίδιο της δικής μας ευθύνης για την ζοφερή κατάπτωσι, αφού «φταίνε μόνο οι άλλοι»; Σ’ αυτό το «φταίνε οι άλλοι» κρύβεται ο νοσηρά «αποενοχοποιητικός» πυρήνας του λαϊκισμού. Ο λαϊκισμός ανακουφίζει κολακεύοντας την ανευθυνότητα ως εσωτερική αδιαφορία και νωθρότητα. Μάλιστα στην περίπτωσί μας μετέτρεψε την δυστυχία της κρίσεως σε άλλοθι, σε αποχρώντα λόγο να μείνουμε αμετανόητοι, ώστε να μην αλλάξη τίποτε. Καλό, πάντως, θα ήταν να το ξέρουμε: Οι μεταρρυθμίσεις στην Ελλάδα αναβάλλονται ή δεν γίνονται όχι τόσο επειδή αντιστέκονται τα διάφορα συντεχνιακά συμφέροντα, όσο διότι αντιστέκεται στην μεταβολή η εσωτερική άρνησι να αναλάβουμε το βάρος της προσωπικής μας ευθύνης.

Οφείλω επομένως να θέσω το ερώτημα: Οντως δεν έχουν να χάσουν πια τίποτε οι αδικημένοι της κρίσεως με μια πιθανή χρεωκοπία της χώρας μας και με την έξοδό της από την Ευρωζώνη ή έστω με την παραμονή της σ’ αυτήν, χωρίς όμως να εισπράττη ένα ευρώ από τα κοινοτικά κονδύλια ούτε και να δανείζεται; Θα εξακολουθήσουν να έχουν την ίδια νοσοκομειακή, ας πούμε, περίθαλψι; Και ποιο θα είναι το σχολείο, ποιο το μέλλον των παιδιών τους στην καθημαγμένη χώρα όπου θα πρέπη να μεγαλώσουν. Το σκέφθηκαν άραγε καλά οι άνθρωποι αυτοί μέσα στον κατανοητό θυμό τους; Και ποιος εγγυάται ότι ακόμη και με φανταστικό μηδενισμό του χρέους σε μερικά χρόνια δεν θα το ξαναδημιουργήσουμε, όταν εξακολουθούμε να έχουμε τα ίδια μυαλά. Ο τόπος μας θα γιατρευτή όταν επί τέλους εσωτερικεύσουμε την ανάγκη του μέτρου και επωμισθούμε το βάρος των προσωπικών μας ευθυνών. Γιατί δεν υφίσταται μέτρο χωρίς το αίσθημα της ευθύνης. Αλλωστε, το μείζον οικονομικό πρόβλημα δεν είναι η αναδιάρθρωσι του χρέους, είναι η παραγωγική εκείνη δυναμική η οποία βασίζεται σε ένα δημόσιο υγιές, φιλικό εξ ίσου προς την κοινωνία και προς την επιχειρηματική πρωτοβουλία και προσπάθεια, όχι προς τα ελλείμματα. Εως εκεί, καθώς οι συναπαραίτητες δικαιοσύνη που δεν αρνησιδικεί και παιδεία που διαπλάθει ανώτερο ήθος με πνεύμα ανοιχτό και εγρήγορο είναι άλλης φύσεως θέματα.

Μ’ αυτό το «άλλης φύσεως» υπαινίσσομαι κάτι το οποίο παραπέμπει στην βαθειά πίστι του πολιτικού συστήματος και την εμμονή των θεσμών στην έννοια και την ανάγκη του κοινού συμφέροντος, στην αναγνώρισι της πολιτειακής ενότητος και της κοινωνικής συνοχής ως ορίου για τις πολιτικές αντιπαλότητες και τις ποικίλες διεκδικήσεις των επί μέρους ομάδων και τάξεων. Η πόλωσι του φανατισμού ενεργοποιεί την εσώτατη επιθυμία να αποκλεισθή, αν όχι ν’ αφανισθή, από την πολιτική ζωή και σκηνή ο οχληρός αντίπαλος. Μήπως δεν είναι «οι άλλοι» πατριώτες, όπως συχνά καταγγέλλεται; Μην αμφιβάλη κανείς: Ολοι αγαπούν την πατρίδα, καθείς όμως θεωρεί, ελληνικώτατα, ότι την αγαπά αποκλειστικά και μόνο αυτός!