05/01/2015 - "Πυξίδα προσανατολισμού της ψήφου" και "Απουσία σχεδίου Α"

Αθήνα, 05/01/2015

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

 

   Επειδή η προσεχής εκλογική διαδικασία είναι πολύ κρίσιμη για το μέλλον το δικό μας αλλά κυρίως για το μέλλον των παιδιών μας, αναδημοσιεύουμε από την χθεσινή ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 04/01/2015 δύο άρθρα, τα οποία εμπλουτίζουν τις γνώσεις μας και μας κάνουν συνειδητοποιημένους και υπεύθυνους για την απόφαση που θα πάρουμε την ώρα της κάλπης.

Άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Πυξίδα προσανατολισμού της ψήφου»

   Ηταν εκ των πραγμάτων αδύνατο να εκλεγεί Πρόεδρος της Δημοκρατίας από τη Βουλή που βρισκόταν στον τρίτο χρόνο της θητείας της. Αδύνατο, γιατί το πολίτευμα στη χώρα μας είναι κομματοκρατία: οι θεσμοί υπηρετούν τα κόμματα – δεν είναι δημοκρατία: δεν υπηρετούν την κοινωνία οι θεσμοί.

  Για την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας το Σύνταγμα απαιτεί αυξημένη πλειοψηφία (τη θετική ψήφο 180 βουλευτών). Κι αυτό επειδή, όταν συντάχθηκε το ισχύον Σύνταγμα, στον Πρόεδρο αναγνώριζε ισχνές, αλλά πάντως κάποιες αρμοδιότητες ρυθμιστή του πολιτεύματος, ελέγχου ενδεχόμενων αυθαιρεσιών της εκτελεστικής εξουσίας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου απογύμνωσε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας από κάθε ρυθμιστική αρμοδιότητα, τον κατέστησε διακοσμητική απλώς φιγούρα, συμπλήρωμα των φουστανελοφόρων της προεδρικής φρουράς. Η αυξημένη πλειοψηφία ήταν πια περιττή. Ομως ούτε το πράσινο ούτε το γαλάζιο ΠΑΣΟΚ είχαν την εντιμότητα να αναθεωρήσουν τη συνταγματική απαίτηση της «αυξημένης», όταν εξέλιπε ο σκοπός στον οποίο η απαίτηση απέβλεπε.

   Κάθε κανονιστική διάταξη, όταν καταστεί άσκοπη πια και άχρηστη, εύκολα διαστρέφεται σε μέσο εξυπηρέτησης στόχων αλλότριων από τον αιτιώδη και αρχικό. Ετσι και η αυξημένη πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου μεταποιήθηκε σε ευκαιρία ανατροπής της κυβέρνησης, όταν αυτή διαθέτει μεν πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά όχι αυξημένη. Ενα καθεστώς κομματοκρατίας μπορεί να παίζει με τους θεσμούς, ακόμα και με το Σύνταγμα, παραβλέποντας ότι η νέμεσις παραμονεύει.

   Η κυβερνητική σιαμαία συμφυΐα των άλλοτε φανατισμένων αντιπάλων, ΠΑΣΟΚ και Ν.Δ., εμφανίστηκε πανικόβλητη μπροστά στο ενδεχόμενο να μην εξασφαλίσει την απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία για την εκλογή Προέδρου. Πώς ξεχωρίζει η απλή «ανησυχία» από τον κατάφωρο «πανικό»; Το κριτήριο είναι η απώλεια της ψυχραιμίας. Η κυβερνητική συνεργασία έδειξε να χάνει κάθε έλεγχο αυτοκυριαρχίας με την πιθανότητα και μόνο πρόωρων εκλογών. Πρόσφερε στην αξιωματική αντιπολίτευση το απίστευτο δώρο: να την θεωρεί οπωσδήποτε νικήτρια στην επερχόμενη αναμέτρηση – της χάρισε ολοπρόθυμα την πρωτιά στην «παράσταση νίκης». Γέννησε στο εκλογικό σώμα τη λογικά συνεπέστατη υποψία ότι τον τρόμο προκαλούν συγκαλυμμένες ευθύνες για ποινικά αδικήματα. Εξάλλου η κοινή γνώμη δεν μοιάζει πιθανό να πίστεψε ποτέ ότι η καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος περιοριζόταν, επί τόσα χρόνια, στην περίπτωση Τσοχατζόπουλου.

   Η συνηθέστερη αντίδραση του πανικόβλητου είναι η προσπάθεια να τρομοκρατήσει καταδείχνοντας τον αντίπαλο σαν καταστροφική απειλή. Και όταν πανικόβλητοι είναι όσοι έχουν αρρωστημένη εξάρτηση από την ηδονή της εξουσίας, τότε για να πετύχει η τρομοκράτηση επιστρατεύεται το κύρος των θεσμών: Βγαίνει ο Διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος και υπαινίσσεται οικονομική καταστροφή στην περίπτωση που κερδίσει τις εκλογές ο αντίπαλος των σημερινών διαχειριστών της εξουσίας. Επιστρατεύονται και θεσμικά όργανα της Ε.Ε. να βεβαιώσουν την ίδια απειλή. Τεταρτοκοσμικός πρωτογονισμός.

   Με τον κορυφαίο των θεσμών, το Σύνταγμα, εμφανίστηκε να παίζει και ο προταθείς από τη σχετική (όχι αυξημένη) πλειοψηφία για Πρόεδρος της Δημοκρατίας: Μόλις προέκυψε ως υποψία το ενδεχόμενο να τον υπερψηφίσει το κόμμα της «Χρυσής Αυγής», έσπευσε να δηλώσει την άρνησή του να εκλεγεί στην Προεδρία με τις ψήφους των νεοναζιστών τραμπούκων. Δεχόταν τη συνταγματική προϋπόθεση νομιμότητας της εκλογής του: την παρουσία στη Βουλή των εκλεγμένων από μισό εκατομμύριο Ελληνες φασιστοειδών, αλλά μόνο για να τον καταψηφίσουν. Αρνιόταν τη συνταγματική προϋπόθεση νομιμότητας, αν επρόκειτο να τον υπερψηφίσουν!

   Ο υποδειχθείς υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας ήθελε μία χρήση του Συντάγματος «α-λα-καρτ»: να επιλέγει εφαρμογές ανάλογα με τον εντυπωσιασμό που θέλει να προκαλέσει. Το κόμμα του διατηρούσε ως «σύνδεσμο» με τους τραμπούκους νεοναζιστές τον Γραμματέα του υπουργικού συμβουλίου, αλλά γι’ αυτό το γεγονός ένιωθε αθώος ο υποψήφιος Πρόεδρος. Θα τον ενοχλούσε μόνο, για λόγους εντυπώσεων, να τον υπερψηφίσουν οι συνδιαλεγόμενοι με τον εξ απορρήτων του πρωθυπουργού κρατικό αξιωματούχο.

   Η ελληνική κοινωνία μοιάζει παγιδευμένη σε εφιαλτικό αδιέξοδο: Χρειάζεται πολιτική ηγεσία σε ρόλο κοινωνικού αναμορφωτή, και διαθέτει μόνο σπιθαμιαίους κομματαρχίσκους. Πρέπει να σχεδιαστούν και να οικοδομηθούν εξ υπαρχής θεσμοί και λειτουργίες του κράτους. Κάποιος να εμπνεύσει και να διεγείρει δημιουργικό οίστρο, πείσμα παραγωγικότητας. Να παταχθεί θεσμικά και να αφανιστεί το πελατειακό κράτος, να κατασταθεί ανένδοτη αξιοκρατία, καταξίωση της αριστείας, κράτος δικαίου, κοινωνικός έλεγχος της ποιότητας. Να αυτονομηθεί ο συνδικαλισμός από τα κόμματα, να εξοβελιστούν οι κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια και τα σχολειά. Ή θα επιχειρηθούν τέτοια κολοσσιαία άλματα ή η κοινωνία θα συνεχίσει τη διολίσθηση στον πρωτογονισμό και στο χάος. Μέση λύση («βελτιώσεων») δεν υπάρχει πιά.

   Με αυτά τα δεδομένα, τα ολοκληρωτικά εκφυλισμένο κομματικό μας σύστημα μας προσφέρει δυο άκρως προβληματικές επιλογές: Να αμνηστεύσουμε, δίνοντάς της παράταση φυτικής επιβίωσης, την τάχα και πολιτική της σιαμαίας συμφυΐας, που καμώνεται ότι ασκεί εξουσία τα τελευταία δυόμισι χρόνια στη χώρα μας. Να παραβλέψουμε την ανυπόφορη ανικανότητά τους, την αναιδέστατη, μικρονοϊκή καυχησιολογία τους, το ρημαδιό στη δική μας ζωή, για να διασώσουν αυτοί το πελατειακό τους κράτος. Να ξεχάσουμε ότι θάψανε τελικά την «κλοπή του αιώνα» στο υπουργείο Αμυνας, θάψανε τη «λίστα Λαγκάρντ», κουκούλωσαν το αίσχος Μπαλτάκου, ασέλγησαν ηλίθια στην ΕΡΤ για να στήσουν την παιδαριωδία της ΝΕΡΙΤ.

   Και η εναλλακτική επιλογή είναι ο ΣΥΡΙΖΑ: Οσα στελέχη του έχουν παρελθόν στον δημόσιο βίο, παραπέμπουν στον εφιαλτικό σκοταδισμό που γνώρισαν τα πανεπιστήμια, τα σχολειά και οι λεγόμενοι «θεσμοί πολιτισμού» της χώρας, όταν το ΠΑΣΟΚ είχε παραχωρήσει αυτό το πεδίο πολιτικής στο «εγγράμματο» παραμάγαζό του: τον «Συνασπισμό». Και παραμένει με τον ΣΥΡΙΖΑ η ελληνική Αριστερά γαντζωμένη στον παλαιοημερολογίτικο «διεθνισμό» του Ζαχαριαδισμού, με φλάμπουρο τον μηδενισμό κάθε ποιότητας ζωής που έχει σχέση με πατρίδα, γλώσσα, λαϊκή παράδοση. Συνονθύλευμα από εισαγόμενες ιδεοληψίες ο ΣΥΡΙΖΑ, γι’ αυτό και χωρίς στόχους κοινωνικούς άλλους από τις οικονομικές «διευθετήσεις».

   Αυτό είναι το εκλογικό μας δίλημμα και δεν επιδέχεται συναισθηματισμούς και επιπολαιότητες. Απαιτεί σοβαρότητα, σκέψη, κρίση, συνείδηση ευθύνης.

 

Άρθρο του Πάσχου Μανδραβέλη με τίτλο «Απουσία σχεδίου Α»  

    

Είναι σχεδόν έθιμο στα τηλεοπτικά πάνελ. Κάποιο στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ μιλάει με θέρμη για τη μαγική «διαπραγμάτευση» που θα σβήσει το χρέος -ή έστω ένα μεγάλο κομμάτι αυτού- ώστε να ζήσουμε όλοι ζωή χαρισάμενη. Κατόπιν όλοι γνωρίζουμε τη συνέχεια της συζήτησης, όπως όσοι εκκλησιάζονται συχνά ξέρουν το επόμενο απολυτίκιο της Θείας Λειτουργίας. Ο δημοσιογράφος θα ρωτήσει τον προσκεκλημένο του: «Και τι θα κάνετε αν οι Ευρωπαίοι δεν δεχθούν να περικόψουν το χρέος; Εχετε Σχέδιο Β΄;». Ο καλεσμένος θα αρχίσει τις περικοκλάδες «ναι, κι εμείς... ξέρετε... Οι Podemos στην Ισπανία... Η Ευρώπη αλλάζει...» κι άλλα τέτοια. Αφού γίνουν μερικές αντεγκλήσεις, τις οποίες σιγοντάρει το παριστάμενο στέλεχος της Ν.Δ. ή του ΠΑΣΟΚ -«δεν μας απαντάτε ευθέως... Ο ελληνικός λαός έχει το δικαίωμα να ξέρει...»- η συζήτηση θα συνεχιστεί για τις δηλώσεις κάποιου στελέχους του Αριστερού Ρεύματος, στελέχη τα οποία δεν παραλείπουν να τροφοδοτούν καθημερινώς την επικαιρότητα με κάποια παλαβομάρα. Μέχρι να περάσουμε στο επόμενο πάνελ και να συνεχιστεί το ίδιο βιολί.Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πως δεν έχει Σχέδιο Β΄· και καλά κάνει διότι το μόνο Σχέδιο Β΄ που μπορεί να υπάρξει είναι να γίνει η Ελλάδα κάτι σαν τη Βόρειο Κορέα, αφού η Κούβα βγαίνει από το καθεστώς απομόνωσής της.

   Το πρόβλημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι πως δεν έχει καν ένα σοβαρό Σχέδιο Α΄ για έξοδο από την κρίση και γι’ αυτό λαϊκιστικά τα φορτώνει όλα στη διαπραγμάτευση.

   Κατά κάποιον τρόπο οι δημοσιογράφοι των πάνελ κάνουν χάρη στον ΣΥΡΙΖΑ όταν τον «στριμώχνουν» για την έλλειψη Σχεδίου Β΄, αμελώντας να συζητήσουν την έλλειψη του Σχεδίου Α΄. Κανείς δεν τους ρωτά, για παράδειγμα, πώς θα χρηματοδοτούν 2,7 εκατ. συνταξιούχους όταν ακόμη και με μηδενική ανεργία θα εργάζονται μόνο 4,6 εκατ. άνθρωποι; Κι αν καταργήσουν τις πρόσφατες ασφαλιστικές μεταρρυθμίσεις «με ένα νόμο κι ένα άρθρο» και βγαίνουν όλοι στη σύνταξη πριν από τα 60 (τώρα οι μισοί σχεδόν νέοι συνταξιούχοι είναι μεταξύ 51 και 61 ετών) τι θα τρώνε αυτοί οι άνθρωποι; Πώς θα ζεσταίνονται; Τι λεφτά θα περισσεύουν για τη νέα γενιά και τις ανάγκες της; Σήμερα οι συνταξιοδοτικές δαπάνες φτάνουν τα 27,7 δισ., δηλαδή περίπου 15% του ΑΕΠ, ενώ οι κρατικές δαπάνες για την Παιδεία είναι 2,47% του ΑΕΠ. Τι μέλλον έχει αυτή η χώρα όταν η κρατική ενίσχυση των συνταξιούχων είναι 14 δισ. ευρώ, και οι κρατικές δαπάνες για το μέλλον των παιδιών της είναι 4,6 δισ.;

   Για να πούμε και του ΣΥΡΙΖΑ το δίκιο, ούτε οι άλλες πολιτικές δυνάμεις είχαν Σχέδιο Α΄ και γι’ αυτό χρεοκοπήσαμε. Δεν το συνέταξαν ποτέ, ακολουθούσαν πρακτικές που σήμερα κηρύσσει ο ΣΥΡΙΖΑ και κάποια στιγμή υπό το βάρος της χρεοκοπίας απέκτησαν εισαγόμενο· τους επιβλήθηκε διά του Μνημονίου. Κάποιος μπορεί να το χαρακτηρίσει κακό, στραβό, ανάποδο, αλλά εδράζεται στην πραγματικότητα και όχι σε ευχές όπως συνήθιζαν οι αντιπολιτεύσεις και περιφέρει στον δημόσιο διάλογο ο ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχει κάποιο άλλο συνεκτικό σχέδιο - χωρίς τα παχιά λόγια περί «καταπολέμησης της φοροδιαφυγής και της εισφοροδιαφυγής» που ακούμε τόσα χρόνια; Να το συζητήσουμε, πριν φτάσουμε στο Σχέδιο Β΄ το οποίο θα καταστεί αναπόφευκτο, επειδή τόσο καιρό αντί να εφαρμόζουμε κάποιο Σχέδιο Α΄ κλωθογυρνάμε και χτίζουμε φανταστικά ανώγια και κατώγια. Και κακά τα ψέματα: να χαρούμε την πολυπόθητη ελάφρυνση του χρέους -που αναγκαστικά κάποια στιγμή θα γίνει- αλλά να ξέρουμε ότι δεν αφορά τη γενιά που τίναξε την μπάνκα στον αέρα. Αφορά τις επόμενες γενιές, αυτές οι οποίες, παρά την όποια ελάφρυνση, θα φορτωθούν δυσβάστακτα χρέη.