11/05/2015 - "Παριές και πρότυπα" και "Κόκκινες γραμμές και άλλα κουραφέξαλα"

    Αθήνα, 11/05/2015

    ΑΝΟΙΧΤΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ

     

       Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 10/05/2015, δύο άρθρα, το ένα του Στ. Καλύβα με τίτλο «Παρίες και πρότυπα» και το άλλο του Στ. Μάνου με τίτλο «Κόκκινες γραμμές και άλλα κουραφέξαλα», τα οποία θεωρούμε ότι θα σας είναι χρήσιμα.


    Παρίες και πρότυπα - Στ. Καλύβα


       Πριν από λίγες μέρες συμπληρώθηκαν πέντε χρόνια από τον φόνο τριών ανθρώπων στο κέντρο της Αθήνας. Ποιοι ήταν; Τα σύντομα βιογραφικά τους μας δίνουν ένα πολύ περιορισμένο, αλλά συγχρόνως εντελώς ουσιαστικό, στίγμα. Η 32χρονη Αγγελική Παπαθανασοπούλου, παντρεμένη και έγκυος τεσσάρων μηνών, ήταν πτυχιούχος της Μαθηματικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών με μεταπτυχιακές σπουδές στην Αθήνα και στο City University του Λονδίνου. Η 34χρονη Παρασκευή Ζούλια είχε πτυχίο Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών από το Πάντειο και μεταπτυχιακά στο University of Greenwich, στα Διεθνή Τραπεζικά και Χρηματοοικονομικά. Ο 36χρονος Επαμεινώνδας Τσάκαλης σπούδασε Οργάνωση και Διοίκηση Επιχειρήσεων στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας και στο Πανεπιστήμιο του Stirling. Νέοι άνθρωποι, με καταγωγή από την επαρχία, σπουδές στην Αθήνα και μεταπτυχιακά στο εξωτερικό, που δεν βρήκαν στρωμένη οικογενειακή δουλειά, δεν έζησαν από τα έτοιμα, δεν έβαλαν μέσο για να μπουν στο Δημόσιο, δεν απέκτησαν πολιτικά προνόμια. Μόχθησαν και σπούδασαν, μέσα και έξω απ’ την Ελλάδα, και έγιναν επιτυχημένοι επαγγελματίες στον τομέα τους. Εκπροσωπούσαν μια ανερχόμενη μεσαία τάξη που συνέδεσε το μέλλον της με τη μόρφωση, την εξωστρέφεια και την αξιοκρατία.

       Τα ονόματά τους δεν είναι ευρύτερα γνωστά, δεν τους τιμά κανείς πέρα από τις οικογένειές τους ούτε γίνονται πορείες προς τιμήν τους – και καλύτερα έτσι, αφού μια πορεία ήταν που έκοψε το νήμα της ζωής τους. Το χειρότερο και πιο άδικο είναι πως δεν αποδόθηκε ποτέ δικαιοσύνη για τον τραγικό χαμό τους. Ακόμη χειρότερα: κανείς δεν δείχνει να ενοχλείται από αυτό. Εκείνοι είναι νεκροί, οι δολοφόνοι τους όμως κυκλοφορούν ελεύθεροι και μάλλον δεν θα λογοδοτήσουν ποτέ. Το αντίθετο: καίνε και εξουσιάζουν το κέντρο της πόλης και τα συνθήματά τους στολίζουν το σημείο όπου διέπραξαν το έγκλημά τους.

       Η αδιαφορία για τη μνήμη τους δεν ξαφνιάζει. Οι άνθρωποι αυτοί εκπροσωπούσαν τις αξίες μιας Ελλάδας που ηττήθηκε. Αντίθετα, την εξουσία, πνευματική και κρατική, κατέχουν οι άνθρωποι εκείνοι που αυτές τις αξίες τις περιφρονούν ανοιχτά και τις καταπατούν καθημερινά.Πρόσφατα, ο Μάρκος Βερέμης, συνιδρυτής μιας από τις πιο επιτυχημένες ελληνικές εταιρείες που παράγει λογισμικό στην Ελλάδα και το εξάγει σε 42 χώρες, περιέγραφε στους Financial Times την απογοήτευσή του για το γεγονός πως άνθρωποι σαν κι αυτόν, δηλαδή νέοι (ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων στην επιχείρησή του είναι 29 χρόνων), εξωστρεφείς και με δίψα για δημιουργία και προκοπή, αισθάνονται απολύτως απομονωμένοι σε μια χώρα που αντί να τους επιτρέψει να δημιουργήσουν, ουσιαστικά τους λοιδορεί.

       Οι περισσότεροι Ελληνες που συναντώ εκτός Ελλάδας ανήκουν σ’ αυτήν την κατηγορία των ανθρώπων. Και αυτό είναι φυσιολογικό, αφού για να σταθεί και να προχωρήσει ένας Ελληνας εκεί, πρέπει να μοχθήσει, να δημιουργήσει και να διακριθεί σε έναν παγκόσμιο στίβο όπου η απάτη και η κοροϊδία δεν περνάνε εύκολα, όπου δεν θα σε στηρίξουν η οικογένεια και οι γνωστοί σου, όπου δεν θα σε βοηθήσουν κάποιοι πολιτικοί και όπου η γκρίνια, οι δικαιολογίες, ο εξυπνακισμός και η «προοδευτική» σαχλαμάρα δεν έχουν ιδιαίτερη πέραση.

       Γιατί ηττήθηκε αυτή η Ελλάδα; Αυτό είναι ίσως το πλέον υπαρξιακό ερώτημα για μένα. Σύμφωνα με τον Θοδωρή Γεωργακόπουλο, ηττήθηκε γιατί ουσιαστικά ποτέ δεν υπήρξε. Οι άνθρωποι αυτοί, γράφει, είναι απειροελάχιστοι, μια μηδαμινή μειοψηφία, οι εξαιρέσεις που επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Η δημιουργική «άλλη Ελλάδα», προσθέτει, δεν είναι παρά ένας μύθος. Ο κανόνας είναι τα «κομματικά λαμόγια, οι βολεμένοι και οι μίζεροι, οι θρησκόληπτοι, οι κλεπταποδόχοι, οι υποκριτές, οι νεοναζί, τα αλαλάζοντα κεφάλια σε δελτία ειδήσεων διεφθαρμένων καναλαρχών, οι παράνομα παρκαρισμένοι, παράλογα περήφανοι, παραδόπιστοι παράφρονες Ελληνες».

       Δύσκολα διαφωνεί κανείς με τη ζοφερή αυτή απεικόνιση, αλλά παρ’ όλ’ αυτά δεν θα συμφωνήσω μαζί του. Η Αγγελική, η Παρασκευή και ο Επαμεινώνδας μπορεί να μην αποτελούσαν την πλειοψηφία των Ελλήνων, αλλά δεν ήταν μια περιθωριακή μειοψηφία. Η ευημερία στην Ελλάδα πριν από το 2009 μπορεί μεν να ήταν σε μεγάλο βαθμό επίπλαστη, δεν ήταν όμως συνολικά ψευδεπίγραφη. Εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι δούλεψαν, σπούδασαν, δημιούργησαν• και συνεχίζουν υπό τις χειρότερες οικονομικές και πολιτικές συνθήκες, με αποτελεσματικότητα, με περηφάνεια και με σεμνότητα. Και δεν είναι μόνο οι άνθρωποι που έφυγαν έξω ή εκείνοι που σπούδασαν.

       Η Ελλάδα είναι γεμάτη από ανθρώπους που δουλεύουν ευσυνείδητα, είναι σωστοί επαγγελματίες και κοιτάνε μπροστά: τους συναντώ συχνά στην Αθήνα και αλλού, σε μαγαζιά, σε ταξί, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, όπως και ο οποιοσδήποτε καλόπιστος άνθρωπος κάνει τον κόπο να ανοίξει λίγο τα μάτια του.Η Ελλάδα δεν θα προκόψει αν δεν αφήσει τους δημιουργικούς της ανθρώπους να πάνε μπροστά, αν δεν τους μετατρέψει από παρίες που είναι τώρα σε πρότυπα για ολόκληρη την κοινωνία. Αν, αντίθετα, εξακολουθήσει να τους περιθωριοποιεί και να τους στοχοποιεί, αναπόφευκτα θα περιθωριοποιηθεί και η ίδια, όσα χρέη και να της χαρίσουν οι ξένοι, όσες διευκολύνσεις και να της παράσχουν.
    * Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.

     

    Κόκκινες γραμμές και άλλα κουραφέξαλα - Στ. Μάνου


       Η ανάπτυξη χρειάζεται επενδύσεις. Ιδιωτικές ή δημόσιες. Πάντως επενδύσεις. Για τις επενδύσεις χρειάζονται λεφτά. Κεφάλαια. Ιδιωτικά ή δημόσια. Λεφτά, όμως, στην Ελλάδα δεν υπάρχουν. Επενδύσεις μπορούν να γίνουν και από ξένους που θα φέρουν τα κεφάλαιά τους στην Ελλάδα.

       Στην πράξη, μια επένδυση σημαίνει τη δέσμευση κεφαλαίων για ένα χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου ο επενδυτής ελπίζει να αυξήσει το κεφάλαιο που αρχικά δέσμευσε.

       Με τα σημερινά ελληνικά δεδομένα, τι πιθανότητες δίνετε να έλθουν κεφάλαια (ιδιωτικά ή δανεικά) στην Ελλάδα και να δεσμευθούν για ένα χρονικό διάστημα; Κατά τη γνώμη μου, καμία. Απολύτως καμία!

       Γιατί; Διότι δεν υπάρχει ίχνος εμπιστοσύνης. Διότι τα ρυθμιστικά δεδομένα (φόροι, δικαιοσύνη, πολεοδομικά, εργατική νομοθεσία κ.λπ.) στα οποία πρέπει να στηριχθεί η δέσμευση κεφαλαίων αλλάζουν συνεχώς και με τελείως απρόβλεπτο τρόπο.

       Η εμπιστοσύνη χάνεται εύκολα και κερδίζεται δύσκολα. Η κυβέρνηση (και σε μεγάλο βαθμό και οι προηγούμενες κυβερνήσεις) δεν φαίνεται να κατανοεί τη σημασία της εμπιστοσύνης και της σταθερότητας του ρυθμιστικού πλαισίου για την προσέλκυση επενδυτικών κεφαλαίων. Στα λόγια η κυβέρνηση επιδιώκει ανάπτυξη και στην πράξη προκαλεί ύφεση.

       Μετά τον εμφύλιο, η Ελλάδα ήταν επενδυτική Σαχάρα. Για να διευκολυνθούν οι μεγάλες επενδύσεις θεσπίστηκε, σε εφαρμογή του Συντάγματος του 1952, το Ν.Δ. 2687/53 για την προστασία των ξένων επενδύσεων. Για τα σημερινά δεδομένα κρίσιμο στοιχείο του 2687/53 ήταν η παγίωση για κάθε επένδυση του φορολογικού καθεστώτος που ίσχυε όταν αυτή εγκρίθηκε. Η αναδρομική φορολογία απαγορευόταν. Αν δίδονταν ευνοϊκότεροι όροι σε άλλη επιχείρηση, αυτοί επεκτείνονταν στην επένδυση στο όνομα της ίσης μεταχείρισης.

       Αν οι «θεσμοί» (τρόικα) ζητούσαν σήμερα την επέκταση του 2687/53 σε όλες τις επενδύσεις (επισημαίνω ότι και η αγορά ακινήτου είναι επένδυση), προεξοφλώ ότι η κυβέρνηση θα θεωρούσε ότι παραβιάζεται μία από τις «κόκκινες γραμμές» της. Οτι θίγεται η εθνική ανεξαρτησία. Οτι ευνοείται το κεφάλαιο. Θα απορούσε η κυβέρνηση με την επιμονή των «θεσμών» για μια μεταρρύθμιση που δεν έχει (στα θολά μάτια της κυβέρνησης) δημοσιονομικές συνέπειες.

       Η κυβέρνηση κινδυνεύει να οδηγήσει σε ναυάγιο τις διαπραγματεύσεις με τους θεσμούς, αρνούμενη να εξετάσει τα εργασιακά. Τις ομαδικές απολύσεις. Ο αρμόδιος υπουργός δηλώνει και ξανα-δηλώνει ότι δεν καταλαβαίνει γιατί τις ζητούν. Μια και πιστεύει ότι δεν έχουν δημοσιονομικές συνέπειες. Διάφορες τηλεπερσόνες δηλώνουν, με την αυτοπεποίθηση της άγνοιας, ότι οι ομαδικές απολύσεις είναι αποτέλεσμα νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας.

       Τα εργασιακά, όμως, είναι σπουδαία παράμετρος προκειμένου να δεσμευθούν κεφάλαια για ένα χρονικό διάστημα και να δοθεί δουλειά σε συμπατριώτες μας. Ο επενδυτής χρειάζεται την ισχυρή διαβεβαίωση ότι αν οι εξελίξεις δεν δικαιολογήσουν την επένδυσή του, θα έχει την ευελιξία να περιορίσει τη ζημία του.

       Για να γίνουν επενδύσεις δεν πρέπει να υπάρχει περιορισμός στις απολύσεις. Πρέπει όμως και ο εργαζόμενος να αισθάνεται εξασφαλισμένος. Ο ρόλος του κράτους είναι να παρέχει ευελιξία για να γίνονται επενδύσεις, αλλά και εξασφαλίσεις στους εργαζομένους που χάνουν τη δουλειά τους. Τέτοιο σύστημα καθιερώθηκε αρχικά στη Δανία και με παραλλαγές επεκτάθηκε σε άλλες χώρες (Ολλανδία, Αυστρία κ.α.). Ονομάστηκε flexicurity από τον συνδυασμό των λέξεων flexibility και security. Η Ε.Ε. υιοθέτησε τη λογική και προωθεί τη flexicurity (άρα και στην Ελλάδα).

       Η αγορά εργασίας στη Δανία είναι εξαιρετικά ελαστική. Υπάρχει πλήρης ελευθερία στις προσλήψεις και στις απολύσεις, ενώ ο εργαζόμενος δεν παίρνει αποζημίωση όταν απολυθεί. Το ίδιο ισχύει και στον δημόσιο τομέα.

       Αν ο εργαζόμενος χάσει τη θέση του, το κράτος αναλαμβάνει να τον καλύψει. Μετά την απόλυσή του, ο εργαζόμενος παίρνει για τέσσερα χρόνια επίδομα ανεργίας, το ύψος του οποίου εξαρτάται από τον μισθό του. Το επίδομα ανεργίας είναι περίπου το 60%-65% του μισθού (όχι του κατώτατου). Ο άνεργος εξακολουθεί να απολαμβάνει όλες τις κοινωνικές παροχές που είχε ως εργαζόμενος.

       Το κράτος αναλαμβάνει επίσης την επανεκπαίδευση του εργαζομένου που έχασε τη δουλειά του προκειμένου να τον βοηθήσει να βρει δουλειά σε τομείς για τους οποίους υπάρχει ζήτηση. Ετσι δουλεύει ο σοσιαλισμός στη Σκανδιναβία.

       Οι «κόκκινες γραμμές» είναι κουραφέξαλα. Οι περιορισμοί στις απολύσεις δεν περιορίζουν τις απολύσεις. Περιορίζουν τις επενδύσεις και άρα τις προσλήψεις. Δεν προστατεύουν κανέναν, όπως αποδεικνύει το 1,5 εκατ. ανέργων και οι χιλιάδες χρεοκοπίες. Και ενώ τα πραγματικά στοιχεία φωνάζουν, η κυβέρνηση (κολλημένη στις ολοκληρωτικές αντιλήψεις της διατεταγμένης οικονομίας της δεκαετίας του ’50) αδυνατεί να μιμηθεί δημιουργικά όσα επιτυχώς εφαρμόζουν άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Απαγορεύει τις απολύσεις και έτσι νομίζει η κυβέρνηση ότι έλυσε το πρόβλημα της ανεργίας. Είναι το άλλοθι για να μην ασχολείται με την καθιέρωση πολιτικών που θα βοηθήσουν τους απολυμένους να ξαναβρούν αξιοπρεπή δουλειά. Διότι φαίνεται να πιστεύει, κατ’ αναλογίαν με τη βαθυστόχαστη παρατήρηση μιας υπουργού, ότι οι απολυμένοι λιάζονται και αύριο θα εξαφανιστούν.Η κυβέρνηση περικυκλώθηκε από «κόκκινες γραμμές» που θα την πνίξουν, αλλά θα πνίξουν και την Ελλάδα.

       Η κυβέρνηση (των πολλών καθηγητών), κολλημένη στις μαρξιστικές θεωρίες του παρελθόντος, δεν φαίνεται ικανή να σκεφτεί φρέσκες, δημιουργικές και αποτελεσματικές λύσεις. Δεν φαίνεται ικανή να μάθει κάτι καινούργιο.
    ΥΓ.: Τον Νοέμβριο 2007 πρωτοέγραψα στην «Καθημερινή» για Flexicurity.
    * Ο κ. Στέφανος Μάνος είναι πρώην υπουργός.