30/03/2015 - ¨ Εγκλωβισμένοι όλοι στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ ¨ - ¨ Οι υπόδικοι και οι αοριστολόγοι ¨

    Αθήνα 30/3/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       
       Επειδή ο ενεργός και χρήσιμος πολίτης είναι ο ενημερωμένος πολίτης, σας αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 29/03/2015, το άρθρο του Στ. Κασιμάτη με τίτλο «Εγκλωβισμένοι όλοι στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ» και το άρθρο του Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Οι υπόδικοι και οι αοριστολόγοι», για να μπορείτε να έχετε σφαιρικότερη άποψη για όσα μας συμβαίνουν.

     

    Στ. Κασιμάτη - Εγκλωβισμένοι όλοι στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ
     
       Στις ζοφερές συζητήσεις που έχω υποχρεωτικά (ως μη παντελώς ακοινώνητος, όσο και αν προσπαθώ...), αλλά είμαι βέβαιος ότι το ίδιο συμβαίνει και στις συζητήσεις που κάνετε εσείς με τους δικούς σας φίλους, συνήθως μένει στο τέλος ένα ερώτημα να αιωρείται: και ποια εναλλακτική έχουμε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει τη συντέλεια;
      Λοιπόν, εγώ έχω βρει έναν τρόπο για να κάνω την εύκολα προβλέψιμη απάντηση πιο ενδιαφέρουσα με το χιούμορ. Λέω: «Ο Αντώνης Σαμαράς» ― ξερά, χωρίς θαυμαστικά, αποσιωπητικά και τα τοιαύτα. Είναι ο πιο ευχάριστος τρόπος για να πεις μια δυσάρεστη αλήθεια: ότι, απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, πραγματική εναλλακτική δεν υπάρχει. Πραγματική, να το τονίσω ― όχι υποθετική, υπό διαμόρφωση ή ό,τι άλλο παρεμφερές κ.λπ.
       Η παραμονή του Αντώνη Σαμαρά στην ηγεσία της Ν.Δ. και, εξίσου, η αδυναμία των ικανών πολιτικών της νεότερης γενιάς να θέσουν το κοινό συμφέρον πάνω από τις φιλοδοξίες στερούν από το «κατ’ εξοχήν αστικό κόμμα» τη δυνατότητα να αλλάξει την αφήγηση για την κρίση. Ακόμη χειρότερα, το καταδικάζει να μένει εγκλωβισμένο στην αφήγηση που έφτιαξε ο ΣΥΡΙΖΑ για την κρίση και η οποία τον οδήγησε στην εξουσία. Αυτό συμβαίνει επειδή στη μέχρι τώρα πορεία του ο Αντώνης Σαμαράς έχει ενσαρκώσει υποδειγματικά τη βαθιά αμφιθυμία της Ν.Δ. για τον εκσυγχρονισμό της χώρας.
       Ας μην τρομάζουμε με τη συγκεκριμένη λέξη επειδή έχει συνδεθεί με τη φάση του ΠΑΣΟΚ όπου ο Τσοχατζόπουλος ως έργο τέχνης έφθασε στην τελείωσή του. Το Μνημόνιο είναι, επί της ουσίας, η συμφωνία που συνάψαμε με τους εταίρους-δανειστές μας για να εκσυγχρονίσουμε το σπάταλο και διεφθαρμένο κράτος μας, καθώς επίσης για να ανοίξουμε την οικονομία μας στη διεθνή πραγματικότητα. Είναι μια συμφωνία, δηλαδή, για να κάνουμε ό,τι θα οφείλαμε να είχαμε κάνει μόνοι μας, εφόσον θέλουμε να είμαστε στο ευρώ. Αν καταλήξαμε να φαίνεται σε όλο τον κόσμο ότι οι Ευρωπαίοι μάς επιβάλλουν ένα πρόγραμμα εκσυχρονισμού του κράτους είναι επειδή εμείς δεν είμαστε πρόθυμοι (ούτε ικανοί, όπως φαίνεται) να το κάνουμε για τον εαυτό μας. Δεν είναι περίεργο ότι αυτό το απλό μήνυμα το «κατ’ εξοχήν κόμμα» δεν μπόρεσε και δεν θέλησε να το εκπέμψει με σαφήνεια και καθαρότητα, εδώ και πέντε χρόνια; Οχι, δεν είναι, απαντώ• και θα εξηγήσω παρακάτω.
       Η Ν.Δ. ήταν συνυπεύθυνη για τη χρεοκοπία, εξαιτίας της δημοσιονομικής σπατάλης, η οποία επί των ημερών της πενταετίας Καραμανλή εκτοξεύθηκε στα ύψη. Αυτό το μέρος της ευθύνης, στον βαθμό που τους αναλογεί, όχι μόνον ο ιδιοκτήτης της Ν.Δ. (αντιλαμβάνεσθε...), αλλά και όσοι υπουργοί, στελέχη, βουλευτές συμμετείχαν στο πάρτι και έφτιαξαν τη βάση της προσωπικής τους ισχύος δεν ήθελαν να το αναλάβουν. Και ήταν φυσικό, μέσα στον απόλυτο κυνισμό της πολιτικής ― κορόιδα ήταν; Υπήρχε εξάλλου το βολικό κακορίζικο, ο ΓΑΠ, για να φορτωθεί όλο το μέρος της ευθύνης.
       Να πληροφορήσω δε όσους το αγνοούν ότι το 2010 ο Κ. Καραμανλής ρωτήθηκε σχετικά με τη θέση της Ν.Δ. έναντι του Μνημονίου και ήταν κατηγορηματικά αρνητικός. Δεν ήταν λοιπόν μόνον ο Σαμαράς υπεύθυνος για την αμφιθυμία της Ν.Δ. απέναντι στην ευρωπαϊκή πίεση για εκσυγχρονισμό. Η κρατούσα τάση τότε στη Ν.Δ. ήταν η αντιεκσυγχρονιστική και, απλώς, ο Σαμαράς ήταν εκεί για να την ενσαρκώσει.
       Και την ενσάρκωσε περίφημα! Μαζοχιστής εκ φύσεως (αυτό το καταλάβαμε πια όλοι, πρόεδρε...), εξέφρασε αρχικά την αντιμνημονιακή τάση επί δύο χρόνια, με το επιχείρημα: «Μα θα αφήσουμε όλο το πεζοδρόμιο να πάει αριστερά;». Εσφαλμένο επιχείρημα, όπως έδειξε η εξέλιξη της ιστορίας: ήταν ο λάβρος αντιμνημονιακός λόγος τού «κατ’ εξοχήν αστικού κόμματος» αυτό που απελευθέρωσε τους πιο ακραίους ψηφοφόρους του (και δεν εννοώ ακραίους του Κέντρου...) από τον σεβασμό των ευρωπαϊκών δεσμεύσεων της χώρας και τους έστειλε να φτιάξουν τους ΑΝΕΛ και να ενισχύσουν τη Χρυσή Αυγή. Με την πίεση της πραγματικότητας που δέχθηκε ως πρωθυπουργός, όμως, ο Σαμαράς αναγκάστηκε να κάνει πλήρη αναστροφή και επί δύο χρόνια να πορευθεί τον δρόμο που τα προηγούμενα δύο κατήγγελλε. Παρά τα αποτελέσματα που πέτυχε, κυρίως χάρη στη σχέση με τον Στουρνάρα (όσο λειτούργησε) και στην αυτοθυσία πέντε ή έξι υπουργών του, έκανε ξανά αναστροφή προς την αρχική κατεύθυνση, απαξιώνοντας ουσιαστικά το δικό του επίτευγμα και όσους τον εμπιστεύθηκαν. Ετσι, αφού το μήνυμα της πρωθυπουργίας Σαμαρά ήταν ότι στο Μνημόνιο δεν υπάρχει σωτηρία, οι εκλογές ήταν περίπατος για τη ριζοσπαστική Αριστερά.
       Με τον Σαμαρά στο τιμόνι, η Ν.Δ. συντηρεί το αντιμνημονιακό κόμπλεξ της και μένει εγκλωβισμένη στην αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ. Βεβαίως, τώρα πια το Μνημόνιο τελείωσε ― αν όχι ως πραγματικότητα, ως λέξη οπωσδήποτε. Ομως ο αγώνας για να εκσυγχρονισθεί η Ελλάδα μέσα στο ευρώ δεν έχει τελειώσει και όφειλε να είναι ο αγώνας τού «κατ’ εξοχήν αστικού κόμματος». Πώς να πει, όμως, ότι φτιάχνει κάτι καινούργιο που αξίζει, πώς να ζητήσει από τους άλλους να το πιστέψουν, όταν η Ν.Δ. δεν έχει ξεκαθαρίσει τη θέση της για το παλιό; Από την αρχή της κρίσης, αυτό ήταν και αυτό είναι το πρόβλημα της Ν.Δ. Αυτό θα είναι, επίσης, όσο το τσοπανόπουλο (μιλώ μεταφορικώς...) μένει για να φυλάει το αποδεκατισμένο μαντρί έως ότου γυρίσει ο τσέλιγκας.
       Στην παραπάνω βουκολική εν τη ευρεία εννοία εικόνα, τσέλιγκας είναι φυσικά ο Καραμανλής ο Υπαρκτός ― όπως θα τον λέω εφεξής, καθώς η πρωθυπουργία του συνέπεσε με την ακμή του Υπαρκτού Ελληνισμού. Ο στρατηγικός στόχος του δεν είναι να αναλάβει την ηγεσία της Ν.Δ., είτε της σημερινής είτε της όποιας Ν.Δ., διότι τότε αυτό που τόσα χρόνια θάβει επιμελώς, οι ευθύνες του, θα έβγαιναν ξανά στην επιφάνεια. Σκοπεύει μάλλον να επαναλάβει το επίτευγμα του θείου του, του κανονικού Καραμανλή, το 1974. Να δημιουργήσει δηλαδή ένα νέο κόμμα, ευρωπαϊκό στον προσανατολισμό, αλλά πολυσυλλεκτικό σε ψήφους, και να πρωταγωνιστήσει σε μια νέα Μεταπολίτευση.
       Προϋπόθεση όλου αυτού, βέβαια, είναι να έχει προηγηθεί η πραγματική καταστροφή. Το σοκ που θα προκαλέσει είναι απαραίτητο και για να λησμονηθούν οι ευθύνες του Κωνσταντίνου του Υπαρκτού και για να συνενωθούν υπό τη σκέπη του διάσπαρτες πολιτικές δυνάμεις. Αυτό είναι το εν εξελίξει «σχέδιο» στη Ν.Δ.• αυτό έρχεται και όλοι το διαισθάνονται. Ως τότε, Σαμαράς και Καραμανλής συμπορεύονται ισορροπώντας: ο μεν Σαμαράς δέχεται τη στήριξη του Καραμανλή, παρότι καταλαβαίνει την απώτερη σκοπιμότητα που βρίσκεται από πίσω, επειδή ελπίζει ότι θα καταφέρει να σταθεί, ο δε Καραμανλής την προσφέρει, επειδή βραχυπρόθεσμα χρειάζεται έναν διαχειριστή ενώ μεσοπρόθεσμα ελπίζει στην αποτυχία του Σαμαρά.
       ΥΓ.: Σχετικό πρόβλημα, σημειωτέον, είναι και το πρόβλημα του ΠΑΣΟΚ ― εξ ου και η συμπόρευση των δύο «αιωνίων», κατά την ποδοσφαιρική γλώσσα. Με μια τεράστια διαφορά όμως: το ΠΑΣΟΚ για να ξεφύγει από την αφήγηση του ΣΥΡΙΖΑ πρέπει να αρνηθεί την ιδεολογία του, ενώ η Ν.Δ. πρέπει να αρνηθεί τις πολιτικές που την εξομοίωσαν με το ΠΑΣΟΚ. Οι μεν του ΠΑΣΟΚ πρέπει να αρνηθούν τη φύση τους, οι δε της Ν.Δ. μια κακή, χείριστη φάση της εξέλιξής τους, τη γαλάζια πασοκαρία. Για το ΠΑΣΟΚ, δηλαδή, η κρίση είναι υπαρξιακή και, γι’ αυτό, θα το οδηγήσει στον αφανισμό. Για τη Ν.Δ., όμως, είναι στο χέρι της να αποτρέψει τον δικό της αφανισμό.

     

    Χρ. Γιανναρά - Οι υπόδικοι και οι αοριστολόγοι

     

       Ασκηση κριτικής σκέψης: Γιατί ο πολύς κ. Σόιμπλε (και ό,τι αυτό το όνομα συμβολικά εκπροσωπεί) να εκφράσει τόσο απροσχημάτιστα την εύνοιά του για τις παρελθούσες γαλαζοπράσινες κυβερνήσεις στην Ελλάδα και την οργισμένη απαρέσκειά του για τη σημερινή κυβέρνηση; (θυμηθείτε τη δήλωσή του ότι «η νέα ελληνική κυβέρνηση κατέστρεψε όλη την εμπιστοσύνη που είχε επιτευχθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση» – «Κ» 17.3.2015).

       Είναι αυτονόητο η ολοκληρωτική εξάρτηση μιας χώρας από τους δανειστές της να καθιστά προσχηματικές τις λειτουργίες τής δημοκρατίας σε αυτή τη χώρα. Αποφασίζουν σχεδόν για όλα οι «θεσμοί» που ορίστηκαν από τους δανειστές να επιτροπεύουν τη χώρα – η κυβέρνηση είναι στοιχείο περίπου διακοσμητικό και οι εκλογές για να αναδειχθεί κυβέρνηση, περίπου παντομίμα. Ομως, αφού οι δανειστές επιτρέπουν (ακόμα) την παντομίμα της δημοκρατίας, γιατί ενοχλούνται και εξοργίζονται με την τήρηση των προσχημάτων, γιατί δεν τα καταργούν;

       Η κριτική λειτουργία της λογικής δύο αιτίες για τη συντήρηση των προσχημάτων δημοκρατικής αυτοδιαχείρισης μιας υπερχρεωμένης χώρας μπορεί να υποθέσει: Πρώτη αιτία, ότι τα προσχήματα καμουφλάρουν και παρηγορούν με ψευδαισθήσεις τις πολύ οδυνηρές για τον πληθυσμό επιπτώσεις της χρεοκοπίας: την ανεργία, για πολλούς την πείνα, τη μεγιστοποίηση της κοινωνικής αδικίας, την άθικτη αναξιοκρατία, τον δραστικό περιορισμό του κράτους-πρόνοιας. Δεύτερη αιτία είναι, ότι τα προσχήματα συντηρούν φαντασιωσικά υποκατάστατα «αντίστασης» στην επιτρόπευση, κυρίως συντηρούν την παραισθησιογόνο «αριστερή» ρητορεία.

       Οι ελλαδικές κυβερνήσεις που εισέπραξαν τον απροσχημάτιστο έπαινο του κ. Σόιμπλε, οι γαλαζοπράσινες, ήταν φυσικά αδύνατο να διαπραγματευτούν «κόκκινες γραμμές» στοιχειώδους κοινωνικής - ανθρωπιστικής άμυνας απέναντι στις στυγνές αξιώσεις των δανειστών. Για τον απλούστατο λόγο ότι τα ίδια αυτά κόμματα που τις συγκροτούσαν είχαν υπογράψει εν ψυχρώ τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας, ήταν οι φυσικοί αυτουργοί του εγκλήματος – αποκλειστικά και μόνο για να τραφεί ο Μινώταυρος του πελατειακού κράτους (ο εγγυητής της εξουσίας τους). Ηταν οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν π.χ. «παραλάβει» υπουργείο και πεπραγμένα από τον Τσοχατζόπουλο, «χωρίς να αντιληφθούν» τη συντελεσμένη κακουργηματική καταλήστευση του κοινωνικού χρήματος. Ή είχαν παραλάβει «ιεροκρυφίως» την παραποιημένη «λίστα Λαγκάρντ» και τη «φύλαγαν» στο γραφείο τους «ξεχασμένη». Ουσιαστικά υπόδικοι λοιπόν οι ίδιοι, πώς να υπερασπίσουν τον λαό από τις συνέπειες των δικών τους κακουργημάτων ή παραλείψεων;

       Ομως η κριτική σκέψη δοκιμάζεται και από τη σκανδαλώδη εμμονή της Αριστεράς στα προσχήματα. Γιατί να συμβιβάζεται και η Αριστερά με μία δήθεν αυτοδιαχείριση της επιτροπευόμενης χώρας μας, γιατί να κλείνει τα μάτια μπροστά στις πραγματικές αιτίες του υπερδανεισμού και της χρεοκοπίας; Ισως επειδή στα τελευταία σαράντα χρόνια η Αριστερά ξέμαθε να παλεύει για στόχους κοινωνικούς, ξέρει πια μόνο να ρητορεύει. Το είδος της Αριστεράς που έφτασε σήμερα να σχηματίσει κυβέρνηση προσχηματική, δεν γεννήθηκε από την ανάγκη να υπηρετήσει κοινωνικές ανάγκες, γεννήθηκε για να διεκδικήσει καταναλωτικές απαιτήσεις. Δεν γέννησε τη σημερινή Αριστερά η λαχτάρα για κοινωνική δικαιοσύνη και αξιοκρατία, η ανάγκη να εξαλειφθεί το «πελατειακό κράτος», η διαπλοκή και η διαφθορά, να πρωτεύσει η δίψα για την ποιότητα ζωής που χαρίζει η καλλιέργεια, η αυστηρών απαιτήσεων εκπαίδευση.

       Η Αριστερά που μας κυβερνάει σήμερα γεννήθηκε ταυτισμένη με την τυφλή καταναλωτική διεκδίκηση, τη συνδικαλιστική εκβιαστική αυθαιρεσία, τις απεργίες «κοινωνικού κόστους». Ταυτίστηκε σαράντα ολόκληρα χρόνια η Αριστερά με τον βασανισμό του λαϊκού σώματος από την απληστία διεκδικήσεων των συνδικαλισμένων «ρετιρέ», την υπεράσπιση των παρασιτικά διορισμένων εκλεκτών του πελατειακού κράτους. Κάλυψε πολιτικά και πρόσφερε την ετικέτα της η Αριστερά σε εγκλήματα αντικοινωνικής, χυδαία εγωκεντρικής κακοήθειας: επιδόματα πλαστογραφημένης αναπηρίας, συμπαράταξη με τους αετονύχηδες συνταξιοδοτημένους από τα πενήντα ή και τα σαράντα-τόσα τους χρόνια. Και αυτή την αντίφαση αριστερής ετικέτας και κτηνώδους εγωκεντρισμού ή καταστροφικής υστερίας τη γεφύρωνε πάντοτε μια μεγαλόστομη ξύλινη ρητορεία.

       Η Αριστερά που μας κυβερνάει σήμερα είναι εκ γενετής ρητορική – οι θεωρητικοί της, καθόλου τυχαία, είχαν ορμητήριο τα μπιστρό της πλατείας Κολωνακίου. Στις διαπραγματεύσεις τους σήμερα με τους δανειστές μας προτάσσουν ρητορεύματα που τα βαφτίζουν «πολιτικές προτάσεις διαπραγμάτευσης», ενώ οι σκληροπυρηνικοί καπιταλιστές συνομιλητές τους, ασύγκριτα συνεπέστεροι στον Ιστορικό Υλισμό από τους μαρξιστές, απαιτούν «νούμερα»: από ποιες περικοπές θα εξοικονομήσετε πόσα χρήματα.

       Ενα από τα οδυνηρότερα δείγματα «αριστερής» (τάχα μου) ρητορείας, που θέλει να εξωραΐσει την πολιτική ανοχή αντικοινωνικών - αντιλαϊκών εγκλημάτων, ήταν και η δήλωση του υπουργού Προστασίας του Πολίτη κ. Γιάννη Πανούση, με αφορμή την ανεμπόδιστη δήωση και καταστροφή του κτιρίου της Νομικής από κουκουλοφόρους «καταληψίες»: «Η αστυνομία δεν είναι αρμόδια να επεμβαίνει στα ενδοοικογενειακά των πανεπιστημίων»! Αποψη λογική μιας «Αριστεράς» που θυσιάζει, με τέλειο αμοραλισμό, την κοινωνιοκεντρική της ταυτότητα στον βωμό του πολιτικού τυχοδιωκτισμού.

       Ο κ. Τσίπρας πήρε εντολή από την ελλαδική κοινωνία να ξαναστήσει τη λειτουργία της ζωής στη ρημαγμένη από φαύλους και ανίκανους πολιτικούς χώρα. Θεμελιώδης προϋπόθεση για να ανταποκριθεί σε αυτή την εντολή, είναι να «γεννήσει» πολιτικά μιαν όντως ριζοσπαστική, καινούργια Αριστερά. Καίρια πρόκληση, που θα την ζήλευε κάθε προικισμένος με «τσαγανό» πολιτικός. Καινούργια θα πει: μια Αριστερά ελευθερωμένη από τη δουλεία στον οικονομισμό, από τη σύνθλιψη της ζωής και των ελπίδων στα γρανάζια, τα ανθρωποφάγα, της εκβιαστικής διεκδίκησης. Κοινωνιοκεντρική Αριστερά, ελευθερωμένη από τη νοθεία, την παραποίηση, τον βαρβαρικό ατομοκεντρισμό, που κουβαλάει από γεννησιμιού του ο ελλαδικός πολιτικός μεταπρατισμός.