09/02/2015 - "Μπορούμε να βγούμε από την παγίδα; " και "Δυσεύρετο είναι το σθένος"

    Αθήνα, 09/02/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ  

     

    Αναδημοσιεύουμε από την ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της Κυριακής 08/02/2015 2 άρθρα, ένα άρθρο οικονομικού περιεχομένου του κ. Κώστα Καλλίτση με τίτλο « Μπορούμε να βγούμε από την παγίδα; »  και ένα άρθρο πολιτικού περιεχομένου του κ. Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Δυσεύρετο είναι το σθένος », για να είστε περισσότερο ενημερωμένοι, άρα και πιο ενεργοί πολίτες.


    Κώστα Καλλίτση - Μπορούμε να βγούμε από την παγίδα;


    Η κυβέρνηση ζητεί εύλογο χρόνο για να ολοκληρώσει την πρότασή της για μια νέα συμφωνία με τους εταίρους μας. Οι τελευταίοι δεν φαίνονται διατεθειμένοι να τον δώσουν. Ποια είναι η κατάσταση;Οι ελληνικές τράπεζες χρηματοδοτούνται μέσω του μηχανισμού έκτακτης χρηματοδότησης (ELA), από τον οποίο έχουν λάβει 59,8 δισ. ευρώ συνολικά (το 2012 είχαν φτάσει στα 123 δισ. ευρώ ) και θα λαμβάνουν όσα κι αν χρειαστούν, υπό την προϋπόθεση (α) ότι η χώρα θα βρίσκεται σε πρόγραμμα και (β) η ΕΚΤ θα δίνει, ανά 15νθήμερο, την έγκρισή της. Ομως, τα κρατικά ταμεία μπαίνουν στο κόκκινο περί τις 20 Φεβρουαρίου. Απαιτείται νέος δανεισμός, με έκδοση εντόκων γραμματίων. Μοναδικός αγοραστής, οι ελληνικές τράπεζες. Αλλά η ΕΚΤ τους απαγορεύει να ξεπεράσουν το πλαφόν των 15 δισ. ευρώ για αγορά εντόκων γραμματίων, επικαλούμενη το άρθρο 123 της Συνθήκης που απαγορεύει τη νομισματική χρηματοδότηση κρατών. Δηλαδή, τους απαγορεύει να δανείσουν περαιτέρω το ελληνικό Δημόσιο, επί ποινή διακοπής της χρηματοδότησής τους.

    Βρισκόμαστε σε παγίδα ασφυξίας. Η απελθούσα κυβέρνηση, αρνούμενη πεισματικά να δεχθεί την 6μηνη παράταση που της προσφερόταν, επιμένοντας υπέρ μιας βραχύτατης, μόνο δίμηνης, παράτασης, φέρει μεγάλες ευθύνες για αυτήν την κατάσταση. Αλλά τώρα, το επείγον θέμα δεν είναι ο επιμερισμός ευθυνών, είναι η απεμπλοκή μας από την παγίδα. Μπορούμε; Είναι στο χέρι μας.
    Απαιτείται ειλικρίνεια, αποφασιστικότητα και (ακραία!..) σύνεση.

    (α) Το ελάχιστο, σύνεση στη συμπεριφορά: Θεατρινισμοί, αντιφατικές και αλληλοαναιρούμενες δηλώσεις, άχρηστη και αχρείαστη φλυαρία, παραβιάσεις κανόνων εμπιστευτικότητας των συζητήσεων με εκπροσώπους διεθνών θεσμών ή προβληματικές συνεννοήσεις με άλλους, προκαλούν μεγάλη ζημιά στη χώρα και στην αξιοπιστία της. Η μετριοπαθής και ψύχραιμη συμπεριφορά του πρωθυπουργού και του αντιπροέδρου της κυβέρνησης, ας γίνει ο κανόνας για όλους όσοι βρέθηκαν σε καίρια θέση. Και αντί να κάνουν «ντόπινγκ διαρροές», πολύ ηρωικές και ολίγον πένθιμες, ας επεξηγούν συστηματικά την πραγματική θέση της χώρας και τους πραγματικούς συσχετισμούς δυνάμεων.

    (β) Το μείζον, σύνεση και αποφασιστικότητα στις πολιτικές κινήσεις και αποφάσεις, από σήμερα έως το Eurogroup την Τετάρτη, τη Σύνοδο Κορυφής, και το Eurogroup της μεθεπόμενης Δευτέρας, 16 Φεβρουαρίου. Ασφαλώς, είναι λάθος ότι «οι εκλογές δεν αλλάζουν τίποτα» - αλλάζουν. Με τις εκλογές αλλάζει το πολιτικό περιεχόμενο που τροφοδοτεί τους κανόνες της Ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ενωσης - αλλά όχι από τις εκλογές σε μία, μόνο, χώρα... Να το διατυπώσω αλλιώς: Οταν έγινε κατολίσθηση στα Τέμπη, οι οδηγοί δεν σκαρφάλωναν με τις νταλίκες στις πλαγιές ούτε περίμεναν εκεί πότε θα ανοίξει ο δρόμος – ακολουθούσαν παρακαμπτήριες και, έστω με κάποια καθυστέρηση, έφταναν στον προορισμό τους.

    Ποιος είναι ο άμεσος προορισμός μας; Είναι η επίτευξη μιας νέας συμφωνίας με τους εταίρους μας, που θα διασφαλίζει τη στήριξή τους σε μια εθνική (δική μας) πολιτική που θα ανασυγκροτήσει την ελληνική οικονομία και την ίδια τη χώρα, να υπερβούν την κρίση. Δύο θα ήταν τα κεντρικά στοιχεία μιας τέτοιας συμφωνίας: (α) Εξασφάλιση πόρων για τη χρηματοδότηση των δομών ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, ενός εθνικού προγράμματος (δικού μας, γιατί αν δεν το φτιάξουμε εμείς, δεν θα το φτιάξει κανείς για εμάς...) για την ανάπτυξη, από το ΕΣΠΑ, από αυξημένα κονδύλια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων και άλλους ευρωπαϊκούς οργανισμούς και από εθνικούς πόρους. (β) Μείωση του κόστους εξυπηρέτησης του χρέους, επιμήκυνσή του, επιμήκυνση της περιόδου χάριτος για την έναρξη της πληρωμής χρεολυσίων και εξασφάλιση όσο χαμηλότερων επιτοκίων, προκειμένου να περιοριστούν αισθητά τα προβλεπόμενα (εξοντωτικά) πρωτογενή πλεονάσματα και να χαλαρώσει η δημοσιονομική πολιτική, χωρίς ελλείμματα.

    Οι εταίροι μας, λίγο πολύ, θα συμφωνήσουν σε αυτά. Η επίτευξη τέτοιας συμφωνίας θα ήταν ένας έντιμος συμβιβασμός, που θα προωθούσε τα εθνικά συμφέροντα. Κι εφόσον επιτευχθεί, ανοίγει ο δρόμος για τον μεγάλο προορισμό, για να γίνει πράξη η (4ετούς διάρκειας) λαϊκή εντολή για ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις: Για την αποκατάσταση και διεύρυνση της δημοκρατίας, με τη διάλυση του πελατειακού κράτους, με τη συγκρότηση ισχυρών θεσμών, την εκτόπιση του κομματισμού υπέρ της αξιοκρατίας, για ένα φιλικό και σύγχρονο κράτος. Τη μεταφορά των πόρων από το τέλμα των χρεοκοπημένων δήθεν επιχειρήσεων και της κλεπτοκρατίας, προς τον καπιταλισμό της εξωστρέφειας, των μακροπρόθεσμων επενδύσεων και του ανταγωνισμού, που εκτιμά τη γνώση, την καινοτομία και σέβεται τον κόσμο της εργασίας. Την ολική επαναφορά της αλληλεγγύης, ισονομίας, του κράτους δικαίου. Για τον πόλεμο, με σαρωτικές αλλαγές, ενάντια στη διάχυτη διαφθορά στο (με την ευρεία έννοια…) πολιτικό σύστημα.

    Ολα αυτά, είναι πάρα πολύ σημαντικά για να παιχτούν σε μια ζαριά...


    Χρ. Γιανναρά - Δυσεύρετο είναι το σθένος

     

    Η εμπειρία βεβαιώνει ότι τα κόμματα στο ελλαδικό κράτος δεν είχαν ποτέ ώς τώρα ιδεολογικές διαφορές. Χρησιμοποιούσαν πάντοτε εισαγόμενη συνθηματολογία, λεκτικά σχήματα δάνειων ιδεολογημάτων (που είχαν γεννηθεί από άλλες κοινωνίες για τις δικές τους εκεί ανάγκες). Στην Ελλάδα τα κόμματα χρησιμοποιούσαν την ιδεολογική ρητορική μόνο ως πρόσχημα, μόνο με τη λογική του εντυπωσιασμού, λογική του ξιπασμένου επαρχιώτη.

    Ποιες διαφορές πολιτικής πρακτικής απηχούσαν ώς τώρα στον τόπο μας ετικέτες όπως: «σοσιαλισμός», «ριζοσπαστικός φιλελευθερισμός», «κεντροδεξιά», «κεντροαριστερά», «δημοκρατικός σοσιαλισμός» και άλλα ανάλογα ηχηρά παρόμοια; Οσα κόμματα γεύτηκαν ώς τώρα την εξουσία αναλαμβάνοντας την κυβέρνηση (ή συμμετέχοντας), απέβλεπαν σε ένα και αποκλειστικό στόχο: Να αποκτήσουν μέρισμα από το πελατειακό κράτος ή να στήσουν δικό τους πελατειακό κράτος ή προγεφυρώματα πελατειακού κράτους.

    Είναι τόσο αρράγιστα κατεστημένη αυτή η πραγματικότητα στην Ελλάδα, ώστε το ενδεχόμενο πολιτικής αλλαγής να μη συναρτάται με την ανάληψη της εξουσίας από κόμμα καινούργιο, αδοκίμαστο, με άφθορα και ταλαντούχα στελέχη, όχι. Πολιτική αλλαγή θα υπάρξει, μόνο αν προκύψει κυβέρνηση αποφασισμένη (και προετοιμασμένη) να εξαλείψει επιθετικά (να πατάξει) το πελατειακό κράτος: Να καταλύσει τις παγιωμένες πρακτικές ανταλλακτικής χρήσης της ψήφου, παραχώρησης της ψήφου έναντι χαριστικών ωφελημάτων του ψηφοφόρου – κυρίως έναντι διορισμού του στο Δημόσιο.

    Φυσικά και αρκεί ένα και μόνο, αυτονόητο μέτρο, για να κατορθωθεί η κατάλυση του πελατειακού κράτους: Να καταστεί νομοθετικά αδύνατη η οποιουδήποτε τύπου υπαλληλική σχέση με το Δημόσιο, οποιουδήποτε τύπου διορισμός σε κοινωνικό λειτούργημα, χωρίς κρίση και συγκριτική αξιολόγηση από κάποιο ΑΣΕΠ. Να οριστεί στο Σύνταγμα ο αριθμός των επιτελικών θέσεων, στις οποίες ο εκάστοτε πρωθυπουργός να μπορεί να τοποθετεί, στη διάρκεια της θητείας του, συνεργάτες του επιτελείς για την εφαρμογή του ψηφισμένου από τον λαό κυβερνητικού προγράμματος.

    Με το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου το πολιτικό σκηνικό στην Ελλάδα μοιάζει να ανασχηματίζεται: Τα δύο κόμματα που κυβέρνησαν, για σαράντα ολόκληρα χρόνια, με την ίδια, απολύτως ίδια πολιτική, περνάνε στο ιστορικό περιθώριο, υπόδικα για τον εφιάλτη της καταστροφής που ζει η χώρα. Θα απαιτηθεί αναπότρεπτα να λογοδοτήσουν, έστω και μόνο για τον εξωφρενικό υπερδανεισμό του κράτους. Αλλά και για τα κατά συρροήν εγκλήματα καταλήστευσης του κοινωνικού χρήματος στη «διαπλοκή» τους με την πανίσχυρη αχρειότητα εργοληπτών και προμηθευτών του Δημοσίου, όπως και για τον παρασιτισμό χρυσοκάνθαρων «ειδικών συμβούλων», αετονύχηδων παραδούχων της κομματικής καμαρίλας, επιφανών της «λίστας Λαγκάρντ» ή της «λίστας Τσοχατζόπουλου».

    Και τα δύο, για σαράντα χρόνια, «κόμματα εξουσίας», στην Ελλάδα, δημιουργήθηκαν για να υπηρετήσουν όχι κοινωνικές σκοποθεσίες, αλλά τις πολιτικές φιλοδοξίες των ιδρυτών τους – ήταν κόμματα «μιας χρήσεως», ιδιωτικής. Παρ’ όλα αυτά, θα μπορούσαν ίσως να επιβιώσουν ιστορικά, αν δεν ταύτιζαν εγκαίρως και αυτονοήτως (το ΠΑΣΟΚ εκ καταβολής) την πολιτική τους επιβίωση με τη δημιουργία και συντήρηση πελατειακού κράτους. Γι’ αυτό και, σήμερα, μετασχηματισμός του πολιτικού σκηνικού δεν είναι δυνατό να συντελεστεί με μόνη την περιθωριοποίηση των δύο υπόδικων για την καταστροφή κομμάτων. Γόνιμη και ελπιδοφόρα πολιτική αλλαγή θα προκύψει, μόνο αν το κόμμα που ανέβηκε τώρα για πρώτη φορά στην εξουσία, τολμήσει με συνέπεια την κατάλυση του πελατειακού κράτους.

    Για να τολμηθεί τέτοιο εγχείρημα τα προαπαιτούμενα είναι δύο: Να μην υποκύψουν οι καινούργιοι πηδαλιούχοι του κράτους στη «γλύκα» της εξουσίας, δηλαδή στην ψυχαναγκαστική εξάρτηση από την επανεκλογή. Η επανεκλογή γίνεται τυφλή ανάγκη τόσο όσο και η αρρωστημένη εξάρτηση από την «πρέζα». Και δεύτερο προαπαιτούμενο: Να μην αφήσουν να αυτονομηθεί η άσκηση της πολιτικής από την έγνοια για την κοινωνική ανάγκη. Μια τέτοια αυτονόμηση είναι σύμπτωμα συχνότερο, όταν οι προωθημένοι σε θέσεις εξουσίας δεν είχαν ποτέ άλλη κοινωνική αναγνώριση και λογαριάζουν το αξίωμα μόνο σαν κοινωνική «άνοδο», πέρασμα από το τάβλι του καφενέ της γειτονιάς στο μπριτζ της «υψηλής κοινωνίας».

    Μόνο η απεξάρτηση από την επανεκλογή και η έμπονη έγνοια για την κοινωνική ανάγκη γεννάνε το σθένος που απαιτεί η εξάλειψη του πελατειακού κράτους. Η πρακτική της εξάλειψης μοιάζει μάλλον απλή: αρκούν ελάχιστα νομοθετήματα στοιχειώδους πολιτικής ευφυΐας. Το δυσεύρετο είναι το σθένος. Γιατί το σθένος θέλει ανιδιοτέλεια, ελευθερία από τον πρωτογονισμό του εγωκεντρισμού – να βρίσκει ο άνθρωπος χαρά στην κοινωνική προσφορά. Και κατά τούτο η έγνοια για την κοινωνική ανάγκη διαφοροποιείται καισαρικά από τον λαϊκισμό. Αν κάποιες επαναπροσλήψεις στο Δημόσιο που εξαγγέλλει η καινούργια κυβέρνηση, ή η επανεξέταση ειδικών περιπτώσεων που πιθανώς αδικήθηκαν με τη νομοθετική συμπερίληψή τους στο σκάνδαλο των «αιώνιων φοιτητών», αν τέτοιες «πρόνοιες» αποδειχθούν επιβιώσεις του πασοκικού (πράσινου και γαλάζιου) λαϊκισμού, η αξιοπιστία του καινούργιου κυβερνητικού σχήματος θα έχει τρωθεί καίρια. Και τελεσίδικα.

    Ανεξάρτητα από τις επιτυχίες ή και αποτυχίες της στην αναμέτρηση με τη ρεβανσιστική γερμανική κυριαρχία στην Ευρώπη, η καινούργια κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να γίνει ο καταλύτης για τη ρεαλιστική και σωτήρια «επανίδρυση» του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα. Αν εμμείνει με συνέπεια στην κατάλυση του πελατειακού κράτους. Αν αντισταθεί πεισματικά στον λαϊκισμό. Αν ξαναστήσει δημόσια διοίκηση. Αν αποκλείσει θεσμικά το γκρόσο κόλπο των «ειδικών συμβούλων» στα υπουργεία. Αν ελευθερώσει τον συνδικαλισμό, νομοθετικά, από τη δουλεία στα συμφέροντα των κομμάτων. Αν απολακτίσει τις κομματικές νεολαίες από τα πανεπιστήμια με τη δέουσα βδελυγμία. Αν οδηγήσει στη Δικαιοσύνη και τολμήσει να δημεύσει περιουσίες των λωποδυτών του κοινωνικού χρήματος «οσοδήποτε υψηλά» κι αν βρίσκονται. Αν βγάλει σε πλειστηριασμό τις τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές συχνότητες, όπως υποσχέθηκε. Αν η παρουσία στο Υπουργικό Συμβούλιο των Παν. Νικολούδη και Νικ. Παρασκευόπουλου (τουλάχιστον αυτών) δεν αποδειχθεί τέχνασμα εντυπωσιασμού.

    .....τότε δεν θα μιλάμε για ελπίδα, θα την ψηλαφούμε.