20/01/2015 - "Τα οικονομικά της συστημικής κατάρρευσης" και "Εκλογικά διλήμματα"

    Αθήνα, 20/01/2015

    ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Αναδημοσιεύουμε από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 18/01/2015 2 άρθρα, το ένα του Μηνά ΑΝΑΛΥΤΗ με τίτλο «Τα οικονομικά της συστημικής κατάρρευσης» και το άλλο των Δ. ΒΑΓΙΑΝΟΥ, Ν. ΒΕΤΤΑ και Κ. ΜΕΓΗΡ με τίτλο «Εκλογικά διλήμματα», μέσω των οποίων κατανοούμε καλύτερα το διακύβευμα και την μεγάλη σημασία που έχει το αποτέλεσμα των προσεχών εθνικών εκλογών για την χώρα μας και τον λαό της.


    Μηνά ΑΝΑΛΥΤΗ -Τα οικονομικά της συστημικής κατάρρευσης
    Η οικονομία αποτελεί ένα πολύπλοκο σύστημα: υποσυστήματα - αλληλεπιδράσεις - ατομικές συμπεριφορές κ.λπ.
    Το όλον επιδρά στα μέρη, αλλά και τα μέρη με τη σειρά τους επιδρούν στο όλον του οποίου αποτελούν αναπόσπαστα συστατικά στοιχεία.
    Αυτή η πολυπλοκότητα είναι σχεδόν ανέφικτο να αποτυπωθεί σε ένα καθαρά αιτιοκρατικό σύστημα, εξ ου και οι ανυπέρβλητες δυσκολίες έγκυρων προβλέψεων για το πώς θα συμπεριφερθεί η οικονομία στο μέλλον.

    Οσοι αγνοούν αυτήν την πραγματικότητα, είτε αγνοούν τον συστημικό τρόπο λειτουργίας της οικονομίας είτε εθελοτυφλούν, ορμώμενοι από μία μηχανιστική αντίληψη σύμφωνα με την οποία τα πάντα είναι
    προβλέψιμα, άρα ελεγχόμενα.

    Ο 19ος αιώνας, με τον θρίαμβο της μηχανικής αλλά και της κλασικής φυσικής, είχε άμεσες επιπτώσεις στην οικονομική θεωρία, αποκλείοντας από το φάσμα των αναλύσεων τις στοχαστικές διαδικασίες που κυριαρχούν στην πραγματικότητα. Ας μη λησμονήσουμε ότι τόσο ο «homo oeconomicus» όσο και ο οικονομικός σχεδιασμός χωρίς τριβές και συγκρούσεις αποτέλεσαν αυτήν ακριβώς την εφαρμογή της μηχανιστικής προσέγγισης στην οικονομία.

    Ακόμη και σε ένα σύστημα κεντρικά διευθυνόμενης οικονομίας όπως το σύστημα του υπαρκτού σοσιαλισμού, η εφαρμογή των πενταετών οικονομικών πλάνων, που ουσιαστικά επιθυμούσε να εφαρμόσει τη μηχανιστική αυτή αντίληψη, η αποτυχία υπήρξε οικτρή: ελλείψεις παντού, ουρές αναμονής, αναγκαστική αποταμίευση, κρίσεις.

    Θέλοντας, για λόγους ιδεολογικούς, να εξοβελίσουν την αγορά και τις πραγματικές τιμές, δημιούργησαν ένα έκτρωμα που αργά ή γρήγορα ήταν καταδικασμένο να καταρρεύσει, όπως και κατέρρευσε, εξαιτίας των δικών του εσωτερικών αντιφάσεων και αδυναμιών.
    Τόσο στο επίπεδο της μικροοικονομικής όσο και στο επίπεδο της μακροοικονομικής διαχείρισης, το σύστημα λειτουργούσε άναρχα και στον αντίποδα των αρχών του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, οι βασικές αρχές του οποίου βρίσκονται διάσπαρτες στα έργα μιας πληθώρας θεωρητικών της υπεροχής του κεντρικού οικονομικού σχεδιασμού, έναντι των δυνάμεων της αγοράς.

    Εν ολίγοις, η εφαρμογή του οικονομικού πλάνου ως υποκατάστατου της καπιταλιστικής αναρχίας και ασυδοσίας των δυνάμεων της αγοράς, αντί να λειτουργήσει ως μέσο συμφιλίωσης μεταξύ ανταγωνιστικών συμφερόντων, υπήρξε η αιτία δημιουργίας και διάχυσης γενικευμένων ανισορροπιών.
    Ο παντογνώστης οικονομικός σχεδιαστής απέτυχε να υποκαταστήσει το αόρατο χέρι της αγοράς, που συνέχισε να λειτουργεί υποτυπωδώς, έστω και σαν μαύρη αγορά.

    Σε τελική ανάλυση το σύστημα απέτυχε, διότι παραβίασε τις βασικές αρχές της οικονομικής θεωρίας: απουσία σεβασμού στη σχετική σπάνι των παραγωγικών πόρων, ανυπαρξία ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος τιμών, απουσία ανταγωνισμού, απουσία σεβασμού στις επιθυμίες του καταναλωτή, λατρεία των ποσοτικών δεικτών, χωρίς αναφορά στην ποιότητα.
    Απέτυχε επίσης, γιατί αντί να δημιουργεί πλούτο για τους πολίτες, δημιούργησε ελλείψεις, τις οποίες προσπάθησε να διαχειριστεί κεντρικά, μέσω του οικονομικού σχεδίου, απλά γιατί η αγορά δεν λειτουργούσε ως σημείο συνάντησης των δυνάμεων της προσφοράς και της ζήτησης και ως μηχανισμός εξισορρόπησης προσφερομένων και ζητουμένων ποσοτήτων.
    Κατένειμε, δηλαδή, τις ελλείψεις μεταξύ παραγωγών και καταναλωτών, διότι δεν μπόρεσε να δημιουργήσει πλούτο.

    Τέτοιου είδους αφελείς και απλουστευτικές προσεγγίσεις κρύβονται δυστυχώς πίσω από εκείνους που επιθυμούν να προσαρμόσουν την πραγματικότητα στις επιθυμίες τους και έτσι ο οικονομικός βολονταρισμός απεδείχθη καταστροφικός δημιουργώντας παντού στερήσεις, ελλείψεις και στρεβλώσεις που οδήγησαν στη μαζική εξαθλίωση ακόμη και σε χώρες προικισμένες με πλούσιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους.
    Η κατάρρευση επήλθε ως συνέπεια αυτής ακριβώς της ανορθολογικής διαχείρισης και της απουσίας σεβασμού στους απλούς οικονομικούς κανόνες.
    Η δημιουργία ενός τεχνητού σύμπαντος, χωρίς περιορισμούς, συγκρούσεις, ανταγωνισμούς και αμοιβαίους συμβιβασμούς, ένα σύμπαν εικονικής οικονομικής πραγματικότητας, δημιούργησε ταυτόχρονα τις δυνάμεις που το οδήγησαν στη συστημική κατάρρευση.

    Τι μας διδάσκουν τα οικονομικά της κατάρρευσης;
    Μας διδάσκουν ότι η οικονομία έχει τους δικούς της κανόνες, η τήρηση των οποίων πρέπει να γίνεται σεβαστή από όλους. Σε αντίθετη περίπτωση εμφανίζονται συστημικές ανισορροπίες, που πολλαπλασιαστικά τροφοδοτούν μία δυναμική προϊούσας επιδείνωσης των βασικότερων οικονομικών μεταβλητών του συστήματος και οδηγούν αναπόφευκτα στην κατάρρευση.
    Δυστυχώς, ουδέποτε ενδιαφερθήκαμε να δούμε τον συστημικό τρόπο λειτουργίας της οικονομίας μας και έτσι αρκεστήκαμε σε εμβαλωματικές βραχυχρόνιας εμβέλειας παρεμβάσεις, επιρρίπτοντας το κόστος στις επόμενες γενιές.

    Το πολιτικό σύστημα προέταξε τις επιμέρους ψευδομεταρρυθμίσεις, οι οποίες πάντα ευνοούσαν συγκεκριμένες ομάδες συμφερόντων, χωρίς εκτίμηση των επιπτώσεών τους στην ευρύτερη οικονομία, που όπως φάνηκε εκ των υστέρων ήταν καταστροφικές.
    Η άγνοια του κινδύνου, την οποία συναντάμε σε πολλές περιπτώσεις στην καθημερινή μας ζωή, αποτέλεσε για τους ασκούντες την οικονομική πολιτική κλασικό τρόπο συμπεριφοράς με καταστροφικές συνέπειες.
    Υπέρμετρος δανεισμός, ελλειμματικά δημόσια οικονομικά, καταναλωτική ευφορία, εκτεταμένη διαφθορά, πελατειακό κράτος, δημιούργησαν ένα εκρηκτικό μείγμα συστημικών ανισορροπιών.
    Η πολιτική τάξη φάνηκε ανίκανη να διαχειριστεί τους υψηλούς αναπτυξιακούς ρυθμούς που παρουσίαζε η οικονομία μετά την είσοδό της στη Ζώνη του Ευρώ και τα απορρέοντα οφέλη, για να προβεί στις απαραίτητες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες είχε ανάγκη. Δημιούργησε δηλαδή τις συνθήκες που αναπόφευκτα πυροδότησαν τους μηχανισμούς της κατάρρευσης. Ως εκ τούτου, το ατύχημα ήταν αναπόφευκτο και το υψηλό κόστος, άμεσο και έμμεσο, το πλήρωσε η κοινωνία.
    Τι μάθαμε από τη δική μας κατάρρευση; Σχεδόν τίποτε!
    Πάντα επιρρίπταμε τις ευθύνες στους άλλους. Ετσι ανδρωθήκαμε και έτσι μάθαμε να συμπεριφερόμαστε. Σαν κακομαθημένα παιδιά, που έχουν πάντα δικαιώματα και ποτέ υποχρεώσεις σ’ έναν κόσμο που δικαιωματικά τους ανήκει και που πρέπει να τον κατακτήσουν με τη μικρότερη δυνατή προσπάθεια.

    Δυστυχώς, όμως, η πραγματικότητα είναι εντελώς διαφορετική, πολλή πιο πολύπλοκη από τις δικές μας φαντασιώσεις και έτσι φτάσαμε στο σημείο χωρίς επιστροφή.
    Πρέπει επιτέλους να διδαχθούμε από τα λάθη μας και να σταματήσουμε να λειτουργούμε ανεξάρτητα από τους αντικειμενικούς περιορισμούς, οι οποίοι μας επιβάλλονται από ένα δεδομένο οικονομικό πλαίσιο.
    Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε αργά ή γρήγορα το ατύχημα θα επέλθει ξανά, όχι ως συνέπεια κατά τη λαϊκή ρήση της κακιάς στιγμής, αλλά ως αποτέλεσμα της υποτίμησης των συστημικών κινδύνων που υποκρύπτει η άγνοια του κινδύνου στην οικονομία.
    * Ο κ. Μηνάς Αναλυτής είναι δρ Οικονομολόγος, Πανεπιστημίου Poitiers Γαλλίας.

     

    Δ. ΒΑΓΙΑΝΟΥ, Ν. ΒΕΤΤΑ και Κ. ΜΕΓΗΡ  - Εκλογικά διλήμματα
    Oι προεκλογικές συζητήσεις έχουν εστιαστεί σε μεγάλο βαθμό στο θέμα της διαπραγμάτευσης του χρέους με τους Ευρωπαίους εταίρους μας και τι είδους υποχωρήσεις θα μπορέσουμε να εξασφαλίσουμε από αυτούς. Το θέμα των αλλαγών που απαιτούνται στην οικονομία και στους θεσμούς συζητείται πολύ λιγότερο. Είναι όμως το βασικότερο κομμάτι της λύσης.
    Παρά τις προσπάθειες από την αρχή της κρίσης, η απόσταση που μας χωρίζει από τις ανεπτυγμένες δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες παραμένει μεγάλη. Για παράδειγμα, η παραγωγικότητα είναι 74% του μέσου όρου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Ο χρόνος που απαιτείται για την επίλυση δικαστικών διαφορών είναι σχεδόν τριπλάσιος από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, με την Ελλάδα να βρίσκεται τελευταία στη σχετική κατάταξη. Κανένα ελληνικό πανεπιστήμιο δεν βρίσκεται στα κορυφαία 300 στον κόσμο, με βάση την κατάταξη του Πανεπιστημίου της Σαγκάης, ενώ πληθυσμιακά παρόμοιες χώρες –όπως Ολλανδία, Νορβηγία, Σουηδία, Φινλανδία και Δανία– έχουν δύο ή περισσότερα στα κορυφαία 100. Το ασφαλιστικό σύστημα είναι από τα περισσότερο ακριβά στην Ε.Ε., αλλά συγχρόνως το ποσοστό φτώχειας στους ηλικιωμένους είναι από τα μεγαλύτερα.

    Η ανάλυση όλων των δεδομένων δείχνει ότι οι απαιτούμενες αλλαγές στην οικονομία και στους θεσμούς πρέπει να είναι βαθιές και όχι οριακές βελτιώσεις του υπάρχοντος συστήματος. Το κοινό στοιχείο πολλών από τις αλλαγές είναι η μείωση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία, με ταυτόχρονη ενίσχυση της ανεξαρτησίας των κρατικών δομών από την εκάστοτε κυβέρνηση.

    Τα θεσμικά αυτά προβλήματα εμφανίζονται σε όλους σχεδόν τους τομείς της οικονομικής δραστηριότητας. Για παράδειγμα, τα ρυθμιστικά βάρη και εμπόδια εισόδου στις ελληνικές αγορές προϊόντων παραμένουν τα μεγαλύτερα μεταξύ όλων των ευρωπαϊκών χωρών-μελών του ΟΟΣΑ. Οι απολύσεις προσωπικού από τις επιχειρήσεις πρέπει να εγκρίνονται από το υπουργείο Εργασίας αν ξεπερνούν κάποιο όριο, ενώ τέτοιοι περιορισμοί δεν υπάρχουν σε χώρες όπως η Γερμανία, η Δανία και η Σουηδία, οι οποίες έχουν υψηλή κοινωνική προστασία. Τα ελληνικά πανεπιστήμια εξαρτώνται ασφυκτικά από το υπουργείο Παιδείας, ενώ σε άλλες χώρες υπάρχει ανεξαρτησία των πανεπιστημίων και χρηματοδότησή τους από το κράτος με βάση δείκτες αριστείας.
    Το πρόγραμμα προσαρμογής που η Ελλάδα ακολούθησε από την αρχή της κρίσης περιελάμβανε σημαντικά μεταρρυθμιστικά βήματα που δεν καρποφόρησαν, καθώς και οι ίδιες οι κυβερνήσεις δεν φάνηκε να πιστεύουν στην αναγκαιότητα βαθιών αλλαγών. Οι παλινδρομήσεις σε θέματα απελευθέρωσης αγορών προϊόντων, η διατήρηση της πολυπλοκότητας του φορολογικού συστήματος, η υπαναχώρηση της πανεπιστημιακής μεταρρύθμισης και οι απόπειρες παρεμβάσεων στο έργο της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων είναι πρόσφατα παραδείγματα.
    Η αντιπολίτευση, από την άλλη πλευρά, όχι μόνο δεν πιστεύει στην αναγκαιότητα αλλαγών που θα φέρουν την ελληνική οικονομία κοντύτερα στα δυτικοευρωπαϊκά πρότυπα, αλλά τις αντιμάχεται, συχνά χωρίς επαρκή κατανόηση του πώς λειτουργούν οι σύγχρονες οικονομίες. Προτάσσει τη λιτότητα ως το βασικό πρόβλημα του προγράμματος προσαρμογής, ξεχνώντας ότι η δημοσιονομική προσαρμογή μέχρι πολύ πρόσφατα αντιστοιχούσε στην εξαφάνιση του πρωτογενούς ελλείμματος, ώστε να μη χρειαζόμαστε επιπλέον δανεικά από τους εταίρους μας, και όχι στην παραγωγή πλεονάσματος, ώστε να πληρώσουμε τα χρέη μας.
    Η μείωση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και η ενίσχυση της ανεξαρτησίας των κρατικών δομών από πολιτικές παρεμβάσεις θα αυξήσουν την παραγωγικότητα στην οικονομία, αλλάζοντας και τη συνολική δομή των κινήτρων. Το υπάρχον σύστημα δίνει υπερβολικές εξουσίες στους πολιτικούς και επομένως υψηλά οφέλη στους έχοντες πολιτικές διασυνδέσεις. Αυτό δημιουργεί εύφορο έδαφος για διαφθορά, στην οποία η Ελλάδα είναι τρίτη στην Ε.Ε. με βάση τον σχετικό δείκτη της Παγκόσμιας Τράπεζας, σε βάρος της αξιοκρατίας.
    Το μέλλον της χώρας, μακροπρόθεσμα, θα κριθεί από το αν τα πολιτικά κόμματα και η κοινωνία κατανοήσουν το εύρος των αλλαγών που απαιτούνται. Αν η Ελλάδα πραγματοποιήσει τις αλλαγές αυτές, τότε θα δημιουργήσει μια ισχυρή σύγχρονη οικονομία. Στην άλλη περίπτωση, η οικονομία θα παραμείνει στάσιμη και είναι πολύ πιθανό η ίδια η Ελλάδα να αποφασίσει να εξέλθει από την Ευρωζώνη αφού δεν θα μπορέσει να παρακολουθήσει την αύξηση της παραγωγικότητας στις υπόλοιπες χώρες.
    Το θέμα του χρέους, πάντως, θα λυθεί σε κάθε περίπτωση. Στην πρώτη περίπτωση, η Ελλάδα θα μπορέσει να διαπραγματευτεί συναινετικά μια σταδιακή μείωση χρέους με αντάλλαγμα την πραγματοποίηση των αλλαγών στην οικονομία της, καθώς και οι εταίροι έχουν να κερδίσουν από μια ισχυρή ελληνική οικονομία που θα συγκλίνει προς τις περισσότερο ανταγωνιστικές και ευημερούσες οικονομίες τους. Στη δεύτερη περίπτωση, η μείωση του χρέους θα επέλθει είτε μέσω μιας (πραγματικά καταστροφικής και για τις επόμενες γενεές) άτακτης χρεοκοπίας είτε ως αντάλλαγμα για μια συντεταγμένη αποχώρηση από την Ευρωζώνη, με αστάθμητες μακροπρόθεσμες συνέπειες για την πορεία της οικονομίας.
    * Ο κ. Δημήτρης Βαγιανός είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο London School of Economics, ο κ. Νίκος Βέττας είναι γενικός διευθυντής του ΙΟΒΕ και καθηγητής Οικονομικών στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Yale.