19/01/2014 - "Ψυχαναγκασμός πανικού και μωρίας" και "Ο καρδιοπαθής και ο παχύσαρκος"


    Αθήνα, 19/01/2015  

           ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ


       Αναδημοσιεύουμε από την «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ» της Κυριακής 18/01/2015 δύο άρθρα, ένα του Χρ. Γιανναρά με τίτλο «Ψυχαναγκασμός πανικού και μωρίας» και ένα του Στ. Καλύβα με τίτλο «Ο καρδιοπαθής και ο παχύσαρκος», ο οποίος με μία παραβολή ιατρικού περιεχομένου κάνει ευκολότερα αντιληπτή την κρισιμότητα των προσεχών εθνικών εκλογών στην χώρα μας.
    Χρ. Γιανναρά - Ψυχαναγκασμός πανικού και μωρίας
       Στο πολιτικό αλφαβητάρι της ελληνικότητας που μάς άφησε κληρονομιά, ατίμητη και αγνοημένη, ο Οδυσσέας Ελύτης («Τα Δημόσια και τα Ιδιωτικά», Ικαρος 1990), αποτυπώνει και το βασανιστικό δίλημμα όσων πολιτών ομοφρονούν (ακόμα) με τον ποιητή και θα βρεθούν μπροστά στην κάλπη την ερχόμενη Κυριακή:

      «Δεν τολμάς να τραβήξεις μιαν από τις αξίες που πιστεύεις ότι ικανοποιούν την εθνική σου φιλαυτία, και βλέπεις να βγαίνουν μαζί της ένα σωρό άνθρωποι των χρηματιστηρίων, που ανεβοκατεβαίνουν στην κόλαση όπως στο σπίτι τους. Δεν κοτάς ν’ αγγίξεις μιαν από τις αξίες που ικανοποιούν τα αισθήματά σου για κοινωνική δικαιοσύνη, και βρίσκεσαι να “κάνεις πορεία” μ’ ένα συρφετό ανθρώπων που δεν έχουν δική τους σκέψη αλλά την περιμένουν από τον καθοδηγητή τους. Ετσι όμως η ψυχή μας υποχρεώνεται να κυλήσει πάνω σε δύο γραμμές που αδυνατούμε να παραλληλίσουμε. Ο εκτροχιασμός είναι αναπόφευκτος. Θεέ μου! Κι εγώ που ονειρευόμουν να παραλληλιστούν άλλου είδους γραμμές, κι απέβλεπα στις συντεταγμένες του γυμνού σώματος και της δικαιοσύνης, της αλκής και της ιερότητας, του παρθενικού και του ηδυπαθούς! Που ζητούσα να καθαγιασθούν πρώτα μέσα στο άδυτον του κάθε ιδιώτη τα “κοινά” και έτσι μόνον να γίνουν κανόνες ζωής για όλους, με το ίδιο ήθος και την ίδια δύναμη».

       Σήμερα η σύγχυση και παραφθορά των «αξιών» (δηλαδή των εκτιμήσεων της ποιότητας και των ιεραρχήσεων της ανάγκης) έχει οδηγήσει την ελλαδική κοινωνία σε τέτοια ασυναρτησία και παραλογισμό, που ακόμα και οι σταθερές των εννοιών έχουν αποσυντεθεί. Ο «πατριωτισμός» είναι καραμέλα στα χείλη καιροσκόπων καραγκιόζηδων ή περιθωριακών τραμπούκων. Για «κοινωνική δικαιοσύνη» μιλάνε οι βασανιστές της φτωχολογιάς και των ανήμπορων: τα συνδικαλισμένα «ρετιρέ», οι άσσοι των «απεργιών κοινωνικού κόστους», τα βλαστάρια των «καλών οικογενειών» που εκδικούνται την ανία τους καίγοντας ή καταστρέφοντας με λύσσα κάθε ίχνος κοινωνικής περιουσίας.

       «Φιλολαϊκή πολιτική» επαγγέλλονται οι προστάτες των πενηντάρηδων (και κάτω) συνταξιούχων, οι φανατισμένοι αρνητές κάθε αξιοκρατίας και κάθε ελέγχου της ποιότητας και της συμπεριφοράς των λειτουργών του κράτους, οι υπερασπιστές της ασύδοτης «πελατειακής» δημοσιοϋπαλληλίας, του ολοκληρωτικού καθεστώτος της διαπλοκής κομμάτων και «νταβατζήδων». Μιλάνε για «προτεραιότητα της παιδείας» αυτοί που παρέδωσαν τα πανεπιστήμια και τα σχολειά στον κρετινισμό των «κομματικών νεολαιών», αυτοί που ετσιθελικά, με αναίσχυντη φασιστική αυθαιρεσία, επέβαλαν τη μονοτονική γραφή, δηλαδή το βίαιο τέλος της ιστορικής συνέχειας του Ελληνισμού, γλωσσικής συνέχειας, με μπαϊράκι την καφρική «ιδεολογία της ευκολίας».

       Οι νοσταλγοί του σοβιετικού «παραδείσου» συνεχίζουν να «μάχονται» δήθεν για «ελευθερίες» και «δικαιώματα», με τη νοσταλγία τους να παρακάμπτει ψυχαναγκαστικά τη φρικώδη κακουργία των Γκουλάγκ και της Κολιμά, τα εκατομμύρια των σφαγιασμένων στον βωμό του τρόμου, τη θηριωδία της πιο εφιαλτικής απανθρωπίας που γνώρισε ποτέ ο πλανήτης μας. Ναι, έχουν ακόμα κόμμα στην Ελλάδα οι νοσταλγοί του ολοκληρωτισμού της παράνοιας και οπαδοί της δικτατορίας (δήθεν του προλεταριάτου), κόμμα νομιμοποιημένο από τον «εθνάρχη» Καραμανλή – ωσάν να είναι ποτέ δυνατό να νομιμοποιηθεί σε μια συντεταγμένη κοινωνία η κατάλυση των νόμων, να υποκατασταθεί το κράτος Δικαίου από το «δίκιο του εργάτη», όπως φαντάζεται αυτό το «δίκιο» το κάθε γκρουπούσκουλο μανιακών της βίας και της καταστροφής.

       Αλλά το πολίτευμα στο Ελλαδιστάν είναι η απολυταρχική κομματοκρατία, γι’ αυτό δεν υπάρχει και Σύνταγμα: χάρτης που να οριοθετεί κοινωνικούς στόχους κοινά συμφωνημένους και τη διαφορά των θεσμικών τρόπων για την επιδίωξη των στόχων. Οι κυβερνήσεις κατηγορούνται από τις αντιπολιτεύσεις ότι «έχουν κάνει το Σύνταγμα κουρελόχαρτο» και ο καταλογισμός είναι τεκμηριωμένος, όχι ρητορικός. Κουρελόχαρτο, επειδή κάθε αναθεώρηση του Συντάγματος θωρακίζει πληρέστερα την απολυταρχική κομματοκρατία και κάθε αντιπολίτευση, όταν γίνεται κυβέρνηση, επιτείνει την εκδοχή του «κουρελόχαρτου» για να στήσει το δικό της πελατειακό κράτος.

       Συμπληρώνει ο Σεφέρης το κληροδότημα πολιτικής αγωγής του Ελύτη, με ακόμα μεγαλύτερη πίκρα: «Βρίσκω, λέει, πως είναι θλιβερό και βαρύ, καθώς προχωρούν τα χρόνια, να καταλήγω στο συμπέρασμα πως δεν έχουμε προκόψει ούτε μια γραμμή σε αυτά τα ζητήματα (τα πολιτικά). Κι όταν ένας τόπος δε δείχνει προκοπή μέσα σε σαράντα χρόνια, αυτό σημαίνει πως πέφτει κατακόρυφα».

       Σαράντα εννέα επιπλέον χρόνια έχουν περάσει από τότε που ο Σεφέρης κατέθετε αυτή την πικρή πιστοποίηση (1966). Και η κατρακύλα του τόπου επιτάθηκε ακατάσχετη, πήρε την ταχύτητα χιονοστιβάδας. Φτάσαμε σήμερα σε τέτοιες επιδόσεις θρασύτητας, ώστε να δημιουργεί «καινούργιο» κόμμα διεκδικώντας και πάλι ρόλο στη διαχείριση των κοινών, ποιος; Ο ολίγιστος των Παπανδρέου, από τους κατεξοχήν υπόδικους στις συνειδήσεις για την ολοκληρωτική καταστροφή που ζει η χώρα σήμερα, πρόσωπο - σύμβολο της ανικανότητας και της διεθνούς γελοιοποίησης του ελληνικού ονόματος.

       Τι θα έλεγαν άραγε σήμερα ο Σεφέρης, ο Ελύτης για το πολιτικό μας σκηνικό, τις μακάβριες φιγούρες των αμετανόητων κομματανθρώπων που οδήγησαν, τα τελευταία τρία χρόνια, την Ελλάδα στη διάλυση και στην ατίμωση. Τουλάχιστον δεν τολμούν να ζητήσουν την ψήφο μας όσοι κακούργησαν τον εξωφρενικό υπερδανεισμό της χώρας για να γιγαντώσουν το πελατειακό τους κράτος. Τη ζητούν όμως αυτοί που για να συντηρήσουν άθικτη τη χλιδή των «νταβατζήδων» και των πραιτωριανών, λήστεψαν τον αποταμιευμένο στα ασφαλιστικά ταμεία και στα ελληνικά «ομόλογα» μόχθο των πολιτών, οδήγησαν τη χώρα στον εφιάλτη της χρεοκοπίας: στις δέκα επιχειρήσεις να έχουν κλείσει οι οχτώ, η αποβιομηχάνιση να είναι σχεδόν ολοκληρωτική, η ανεργία σωστή κόλαση και ψυχολογικό μαρτύριο για τις μισές (τουλάχιστον) οικογένειες στην Ελλάδα. Η νεολαία να ξενιτεύεται, η εθνική ανεξαρτησία χαμένη, το ελληνικό όνομα ταυτισμένο διεθνικά με τον εξευτελισμό και την ντροπή.

       Ρητορεύουν έξαλλοι σαν νευρόσπαστα οι ένοχοι, πανικόβλητοι μήπως χάσουν τις καρέκλες και βρεθούν στο εδώλιο, αθύρματα μιας αντιπολίτευσης που οι ίδιοι με την παραφροσύνη τους την εξέθρεψαν και τη γιγάντωσαν: μετέτρεψαν ένα συνονθύλευμα από ιδεολογικές θρησκοληψίες σε κόμμα εξουσίας με σαρωτική των πάντων δυναμική.Οι εξελίξεις δεν είναι δυνατό να ελεγχθούν.
    Στ. Καλύβα - Ο καρδιοπαθής και ο παχύσαρκος
       Βρισκόμαστε μπροστά στις πέμπτες εκλογές μετά το 2006 και ό,τι είναι να γραφτεί γι’ αυτές έχει ήδη γραφτεί. Οπως και οι εκλογές του Ιουνίου 2012, σηματοδοτούν μια τεράστια αβεβαιότητα. Κανείς δεν είναι σε θέση να κάνει ασφαλείς προβλέψεις για το πώς θα διαμορφωθεί το πολιτικό και οικονομικό τοπίο σε έξι μήνες. Το χειρότερο είναι πως δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα μιας μεγάλης καταστροφής.

       Δεν θα αναφερθώ επομένως στους οικονομικούς κινδύνους που εγκυμονεί η διαφαινόμενη εκλογική επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ, ιδίως αν συνοδευθεί από αυτοδυναμία (και τη συνακόλουθη ασυγκράτητη αλαζονεία, που ήδη διακρίνεται με μεγάλη ευκρίνεια). Οποιος μπορεί να εκτιμήσει τον κίνδυνο το έχει ήδη κάνει και όποιος δεν μπορεί, δεν πρόκειται, εκτός ίσως και αν τον βιώσει (πιθανά ούτε και τότε, αφού θα επιστρατευτούν οι αιώνιες δικαιολογίες για το ποιος έφταιξε). Θα αρκεστώ μόνο να σημειώσω κάτι που δεν τονίζεται αρκετά: πως με τον συνδυασμό του διαφαινόμενου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, την καταβαράθρωση της τιμής του πετρελαίου και την πτώση του ευρώ, το 2015 θα μπορούσε άνετα να έχει εξελιχθεί σε χρυσή χρονιά για την οικονομία μας εάν δεν είχαμε μπλέξει στη δίνη των εκλογών. Δεν κινδυνεύουμε δηλαδή απλώς, κινδυνεύουμε έχοντας σπαταλήσει μια μεγάλη ευκαιρία. Οι ευθύνες της Νέας Δημοκρατίας και του ΠΑΣΟΚ είναι τεράστιες ως προς αυτό.

       Και δεν είναι μόνο οι οικονομικοί κίνδυνοι που παραμονεύουν. Οπως είναι γνωστό, ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται επικεφαλής ενός ιδιαίτερα ετερογενούς συνασπισμού, που περιλαμβάνει δίκαια ή άδικα οργισμένους, απελπισμένους, αλλά και οπορτουνιστές. Ο κομματικός του μηχανισμός όμως, αυτός που θα διαχειριστεί το κράτος, αποτελείται κυρίως από ιδεολόγους, αρκετοί από τους οποίους είναι εμφανώς φανατικοί. Δεν χρειάζεται να αφεθεί αχαλίνωτη η φαντασία για να αντιληφθεί κάποιος τι μπορεί να σημαίνει η ανάληψη από τέτοιους ανθρώπους κρίσιμων τομέων όπως π.χ. η παιδεία• ιδίως στον βαθμό που μπορεί να αποτελέσουν το μη οικονομικό αντίβαρο για τη μεγάλη οικονομική κωλοτούμπα που ίσως επιχειρηθεί.

       Αντί λοιπόν μιας σχοινοτενούς ανάλυσης για τις εκλογές, θα αρκεστώ σήμερα σε μια μικρή παραβολή. «Το να βάλεις την Ελλάδα στο Μνημόνιο (ή στο ευρώ) είναι σαν να βάζεις έναν καρδιοπαθή να τρέξει μαραθώνιο», μου είπε πρόσφατα κάποιος. Πρόκειται για μια σχετικά διαδεδομένη παρομοίωση, που συνήθως χρησιμοποιείται για να στηρίξει την άποψη πως η Ελλάδα δεν έχει καμία πιθανότητα ουσιαστικής επιβίωσης στο οικονομικό καθεστώς στο οποίο βρίσκεται σήμερα. Η ανατροπή του καθεστώτος αυτού, επομένως, μόνο με βελτίωση ισοδυναμεί, αφού «δεν γίνεται να χειροτερέψουν περισσότερο τα πράγματα», σύμφωνα με μία ακόμη πιο διαδεδομένη αντίληψη. Η διάδοση τέτοιων αντιλήψεων εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εκλογική επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ, στον βαθμό βέβαια που αυτή στηρίζεται σε λογικές διεργασίες και όχι απλά σε έναν τυφλό συναισθηματισμό.

       Αποτελεί όμως η Ελλάδα περίπτωση καρδιοπαθούς; Αν το δεχτούμε, τότε πρέπει να συμφωνήσουμε πως η χώρα πάσχει από ανήκεστη βλάβη και άρα χρειάζεται μόνιμη θεραπεία και ειδική μεταχείριση. Με άλλα λόγια, δεν μπορούμε να ελπίζουμε πως τα πράγματα μπορεί να αλλάξουν προς το καλύτερο και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να διαχειριστούμε την παρακμή μας με τον καλύτερο δυνατό τρόπο.

       Αν όμως η Ελλάδα δεν είναι καρδιοπαθής; Και αν αντί για καρδιοπαθής, ο ασθενής είναι παχύσαρκος; Για πολλά χρόνια, ο άνθρωπος αυτός έκανε μια κακή ζωή με πολλές καταχρήσεις: υπερβολικό φαγητό, ποτό, καθιστική ζωή. Προφανώς ένας παχύσαρκος δεν μπορεί να τρέξει όχι μαραθώνιο, αλλά ούτε καν 100 μέτρα. Για χρόνια όμως, ο άνθρωπος αυτός κορόιδευε την οικογένειά του, δίνοντάς της μάλιστα και ψεύτικα στοιχεία για την κατάσταση της υγεία του, με αποτέλεσμα αυτή σε μια κρίση θυμού να τον στείλει σε ένα ιδιαίτερα σκληρό κέντρο αποκατάστασης με πολύ αυστηρούς γιατρούς και κακούς νοσοκόμους. Η δοκιμασία αυτή τον ταλαιπώρησε πάρα πολύ. Ψυχολογικά έγινε ράκος και έχοντας και μια έμφυτη ροπή προς την παράνοια, θεώρησε πως για όλα έφταιγε η οικογένειά του. Η σκληρή θεραπεία όμως έφερε αποτελέσματα. Η πρόοδος υπήρξε αξιοσημείωτη και ο ασθενής έχασε πάρα πολύ βάρος. Οπως όμως συμβαίνει στις περιπτώσεις αυτές, η απότομη απώλεια βάρους δεν συνοδεύεται από την άμεση ανάκτηση δυνάμεων, κάτι που απαιτεί συνεχή προσπάθεια.

       Ο εξουθενωμένος λοιπόν ασθενής μας βιώνει μια μεγάλη ψυχολογική κρίση και αρνείται να πιστέψει πως η υγεία του έχει βελτιωθεί. Ακόμη χειρότερα, θεωρεί πως η κόπωση που αισθάνεται είναι σημάδι επιθανάτιου ρόγχου. Οπως λοιπόν συμβαίνει αρκετές φορές, ετοιμάζεται να εμπιστευτεί την τύχη του σε έναν κομπογιαννίτη, που του ψιθυρίζει γοητευτικά στο αυτί πως διαθέτει ένα νέο, θαυματουργό φάρμακο το οποίο θα του επιτρέψει όχι μόνο να βρει την υγεία του, αλλά και να επιστρέψει στην παλιά του ζωή, να τρώει δηλαδή απεριόριστα και να μη γυμνάζεται, χωρίς καμία επίπτωση στην υγεία του! Χρειάζεται να περιγράψω τι θα συμβεί αν ακολουθήσει τον δρόμο αυτό;
    * Ο κ. Στάθης Ν. Καλύβας είναι καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο Yale.